της Μαρίας Λιονάκη
Παρασκευή του Δεκέμβρη, λίγο πριν τις γιορτές, μια διδακτική ώρα, σε μια τάξη, σε ένα σχολείο, Νυχτερινό, θα μπορούσε όμως και κάποιο άλλο, μάθημα: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας… Αρκετοί μαθητές απουσιάζουν, κυρίως μεγάλοι. Η Ελευθερία δουλεύει ακόμη, η Κατερίνα έρχεται από μακριά, ο Σάββας έχει χτυπήσει στο μάτι με μία πέτρα. Σε οικοδομή. Η πέτρα, καθώς την πελεκούσε, σχίστηκε, εκσφενδονίστηκε και του έσκισε το μάτι, ευτυχώς όχι βαθιά. Μετά από επέμβαση, όλα προσδοκά να πάνε καλά, ενώ έρχεται, ερχόταν τις προηγούμενες μέρες με προστατευτικό κάλυμμα στο μάτι. Απόψε μάλλον δεν μπόρεσε.
Οι μικρούληδες, οι ζωηρούληδες του τμήματος μπόρεσαν όμως όλοι να έρθουν, σε φόρμα, σε απαρτία ευτυχώς. Δυστυχώς χωρίς βιβλία. Πού είναι τα βιβλία παιδιά; -Ήρθα κατευθείαν από τη δουλειά, στη δουλειά θα τα κρατούσα; λέει ένας –Εγώ δεν ήμουν στο σπίτι μου πριν, είχα πάει σε ένα φίλο μου –Κι εγώ είχα πάει στον παππού και στη γιαγιά, λέει και γελά ο τρίτος. Δεν τις θες τις δικαιολογίες άλλο, δεν τις ακούς καν. Βγαίνεις από την τάξη, πετάγεσαι στο γραφείο των καθηγητών, ξεθάβεις βιαστικά, όσα βιβλία βρήκες πρόχειρα, γυρίζεις γρήγορα, μη γκρεμιστεί η τάξη, τα μοιράζεις… Το πρώτο εμπόδιο έχει υπερνικηθεί σκέφτεσαι…
Ξεκινάς το μάθημα, αλλά η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται, ή μάλλον η καλή νύχτα απ’ την αρχή φαινόταν. Η καθηγήτρια διαβάζει το ποίημα, εξηγεί, μα οι μαθητές αλλού αρμενίζουν, άλλα θέλουν… Γελάνε, πειράζονται, μιλάνε δυνατά. Τα δικά τους λένε, της ηλικίας τους, βόλτες, φλερτ, πού θα πάνε μετά…
Τα βιβλία που τους δόθηκαν τα κρατάνε σε απόσταση, μπορεί να μεταδίδεται κάποια μολυσματική αρρώστια απ’ αυτά. Σταματάς και ρωτάς.
–Γιατί έτσι παιδιά;
- Δε θέλουμε να κάνουμε μάθημα! λένε σταθερά, όλα μαζί, σε απαρτία γνώμης αποψινής , περισσότερο όμως σε στάση ζωής γενική.
Σταματάς για λίγο, κάθεσαι στην έδρα σιωπηλή, ξαφνικά νιώθεις κουρασμένη… Προβλήματα-καθηγήτρια 2-0 σκέφτεσαι… Γιατί η παιδεία δεν είναι πια η ίδια αξία όπως παλιά, γιατί αντιμετωπίζουν έτσι τα βιβλία, το σχολείο, εμένα, τι να φταίει άραγε, γιατί, γιατί… σκέφτεσαι με παράπονο για λίγα λεπτά… Ενώ αμέσως μετά γυρνάς σελίδα στη σκέψη, στη μνήμη… Μικρή δεν ήθελες να γίνεις εκπαιδευτικός, ήθελες να γίνεις ξεναγός, να γυρίζεις τόπους, να γνωρίζεις μέρη, θάλασσες, ποτάμια, κάμπους, πολιτείες , πουθενά να μη σταματάς, να μη χωράς… Κοιτάζεις το ρολόι… Νωρίς για αυτό, αργά για τα όνειρα εκείνα. Να παραιτήσεις την προσπάθεια για την αποψινή διδασκαλία σκέφτεσαι, γυρνώντας κακόκεφα στο παρόν… θα μείνεις ήσυχη καθισμένη στην έδρα ως να χτυπήσει το κουδούνι, διαβάζοντας το βιβλίο σου… Μα πάλι, ένα παιδί μέσα σε όλα, ένα, συμπτωματικά από άλλη χώρα, μετανάστης, κάθεται χωριστά, το βιβλίο με ζέση κρατά, να μάθει θέλει, προσδοκά, στα μάτια σε κοιτά… Αξίζει να κάνεις μάθημα για ένα παιδί;
Σηκώνεσαι από την έδρα, παίρνεις το μαρκαδόρο, τον κόκκινο, το χαρούμενο, το χριστουγεννιάτικο χαράζεις γράμματα στον πίνακα, χωρίς να μιλάς, σιωπηλά, σα να χαράζεις νέα όνειρα, σα να χαράζεις μια ψυχή. Μεγάλα ,ολοστρόγγυλα, περήφανα, καθαρά γράμματα . Για τόπους, μέρη, θάλασσες, ποτάμια, κάμπους, πολιτείες γράφεις, παρομοιώσεις και μεταφορές, το κείμενο αναλύεις, επίμονα, αποφασιστικά… Γυρίζεις το κεφάλι, στη γωνία κοιτάς… Γράφει άραγε, έχει καταλάβει; … Ναι γράφει, αντιγράφει, του χαμογελάς, σου χαμογελά, ενώ…
Η αυθάδεια, η αδιαφορία, η τρικυμία των συγκεχυμένων ήχων, της απαξιωτικής στη μάθηση συμπεριφοράς, η τρικυμία των άτακτων μαθητών στην υπόλοιπη αίθουσα έχει κοπάσει σιγά σιγά …Όχι από φωνές, παρατηρήσεις, ανεξέλεγκτο θυμό δικό σου, απουσίες, τιμωρίες δικές τους, μα από το βάρος της σιωπής …
-Να βάλω κυρία απουσίες; Ρωτά μετά από λίγο, ένας μαθητής από τους άλλοτε ζωηρούς , ενώ εσύ με γυρισμένη πλάτη σκαλίζεις δρόμους στον πίνακα… Συνεχίζεις να γράφεις, δεν απαντάς. Είναι ξαφνικά τόσο όμορφα… σε ηλιόλουστους κήπους περιδιαβαίνεις, με λογής λογής λουλούδια, σε βουνά, με μυρωδάτους θάμνους, αγέρωχα δέντρα και πουλιά. Θυμάρι μυρίζει και ρίγανη και χώμα φρεσκοβρεγμένο απ’ τα τελευταία νερά… Γράφεις, γράφει, το ένα και μοναδικό παιδί γράφει, χαμογελάς, σου χαμογελά.. Δεν ακούς άλλους ήχους, μόνο πουλιά…
–Να βάλω κυρία απουσίες; Δεν απαντάς. Μα τι είναι αυτό το δέντρο πίσω, εκεί στη ρεματιά;
-Να βάλω κυρία απουσίες; τρίτη, τέταρτη, πέμπτη φορά…δεν απαντάς
- Πω πω βρε φίλε… λέει ένας
-Σταμάτα να μιλάς! λέει ένας άλλος σκεφτικός, μέσα σε γενική ησυχία, ηρεμία, προβληματισμό τώρα πια. Τι θέλει άραγε να πει ο ποιητής; Το κουδούνι χτυπά.
–Κάνω ό,τι κάνατε λίγο πριν, απαντάς, με σίγουρη, δυνατή φωνή… Μπορείτε να βγείτε διάλειμμα τώρα. Το μάθημα τελείωσε.
(Οδηγώντας για το σπίτι λίγο μετά, έχασες το δρόμο αρκετές φορές. Γίνονται έργα στους γύρω δρόμους, μα δεν το θυμήθηκες. Πήρες λάθος δρόμο, μπερδεύτηκες, αγχώθηκες, φοβήθηκες, βγήκες σε αδιέξοδο, γύρισες πίσω. Έφτασες όμως, τελικά! )