ΑΠΟΨΕΙΣ
Έχετε κάνει κράτηση;
Σςς η παράσταση αρχίζει! Τα φώτα σβήνουν. Στη ζεστή αίθουσα βολεύεσαι, με τους διπλανούς συνυπάρχεις με σεβασμό, στο βολικό κάθισμα, στη γνώριμη συνήθεια βουλιάζεις, έτοιμος να αποδράσεις, στου ήρωα τη θέση να μπεις, να ονειρευτείς, να νιώσεις την ευτυχία του σινεφίλ.
της Μαρίας Λιονάκη
Έχετε κάνει κράτηση; Εισιτήριο κόψατε; Ποπ κορν πήρατε; Προλάβατε; Άλλο αλμυρό να συνεχιστεί η κραιπάλη, το έξω καρδιά του φαγητού και του γλυκού των ημερών; Μήπως θέλετε ένα ζεστό τσάι; Μια γλυκιά σοκολάτα ; Μη μου πείτε πως ήρθατε στο σινεμά με παρέα; Που κάνατε δεκάδες τηλέφωνα για να τη βρείτε πριν; Που οδηγήσατε απόσταση, σε στενά, στην εθνική, με κίνηση, με άνεμο και βροχή, δρόμο παίρνω, δρόμο χάνω, από εκεί έπρεπε να στρίψω, δε μιλάς κι εσύ; Που σας έστησε ως να κατεβεί; Λες κι ετοιμαζόταν για τη Λυρική σκηνή, την Όπερα; Για το Μέγαρο; Με τον παίδαρο. Όλα αυτά περάσατε ως να επιβιβαστείτε και στο ίδιο όχημα; Τόση πια εμμονή; Τέτοια αλληλεγγύη φιλική, οικογενειακή; Γι’ αυτό είσαστε λίγο χλωμοί… Ξυλιάσατε ε; Τόση περιπλάνηση φυσικό ήταν! Μα κι όταν μπήκατε, σας παρατήρησα, στην κουβέντα το είχατε το μυαλό σας. Σας είδα εγώ πόση ώρα στεκόσασταν εκεί. «Στο σπίτι όλοι καλά; Ο Γιωργάκης ξεκρύωσε; Δούλευες παραμονή; Αμάν αυτό το αφεντικό σου! Στην Τιτίκα πήγατε πάλι; Χτενίζει ακόμη σα κουνουπίδι το μαλλί; Αφού δεν την πετυχαίνει τη γέμιση τι πάτε… Λυπάται σταφίδα και κουκουνάρι. Δε βάζει αρκετό. Εκεί κρύβεται το μυστικό, στα μπαχάρια και στο εσωτερικό να ψηθεί. Κι ανήμερα στην πεθερά; Δεν πιστεύω να έριξες άχνη από κουραμπιέ στο χαλί;» Τέτοια λέγατε, το ένιωθα, άντε τώρα να σας δω, αν θα βρείτε να κάτσετε μαζί! Όχι δεν αλλάζω θέση για να κάτσετε μαζί! Όλο το έργο θα παιχτεί, δε θα παραλείψετε εσείς τώρα, από λιποψυχία μια σκηνή. Κι εδώ κάθεται η τσάντα μου, το μπουφάν μου εκεί. Ας μην αργούσατε… Ας μην ερχόσαστε στην τελική όλοι μαζί! Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς. Δυο δυο σαν τους χιώτες. Κουνιάδα, μπατζανάκης, ξαδέρφια, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Της Ελλάδος παιδιά. Που σπρώχνουν. Παιδιά είναι θα σπρώξουν! Θα το σηκώσουν το κυλικείο να το φέρουν στην αίθουσα τα παιδιά. Του Πειραιά. Που σαν θα μεγαλώσουν θα γίνουν λεβέντες…
Υπάρχουν διάφοροι σύλλογοι, διάφορα κινήματα σ’ αυτή τη γη. Περιβαλλοντικά, κοινωφελή. Αρκετές μειονότητες επίσης, πολιτικές, θρησκευτικές, μα και άλλες. Μια απ’ αυτές είναι των μοναχικών σινεφίλ. Από πεποίθηση τώρα πια. Αφού υπήρξαν και αυτοί κάποτε παραδοσιακοί. Αφού είχαν ζήσει για διάστημα τη δυσκολία συγχρονισμού, τέτοιου συγχρωτισμού. Αφού έφταναν κι αυτοί λαχανιασμένοι στο σινεμά, χλωμοί. Μα ο κόσμος προχωρά, εξελίσσεται, σε καινοτομίες προχωρεί. Εγκαινιάζει νέες πρακτικές, πιο ευέλικτα κοινωνικά σχήματα (!). Δεν είναι θέσφατο, πανάκεια παντού το μαζί. Ο,τι είναι δυσλειτουργικό το εγκαταλείπει. ‘Η αλλιώς αν δε βρίσκετε παρέα κάνετε την υπέρβαση. Τολμείστε να πάτε σε μια παράσταση, συναυλία μόνος, μόνη. Σίγουρα θα φτάσετε εγκαίρως και θα βρείτε καλύτερη θέση. Σίγουρα μπορεί να είστε καλή παρέα του εαυτού σας. Εξάλλου μόλις αρχίσει η παράσταση αρχίζει κι η μαγεία, το ταξίδι, στο χρόνο και στον τόπο. Βιώνει ο καθένας μας «έλεο και φόβο», όπως στις αρχαίες παραστάσεις και έρχεται η κάθαρση, η ηρεμία που φέρνει η παρακολούθηση μιας καλής ταινίας, η επαφή με την τέχνη. Γίνεσαι Βασίλισσα στην Αγγλία ή στις Βερσαλλίες, Ινδιάνα σε εξωτικά μέρη, στην Αφρική, διάσημη ζωγράφος, επιστήμονας που θέλουν να του κλέψουν αδίστακτοι την εφεύρεση, χορεύτρια… Πολεμάς, ερωτεύεσαι, δοξάζεσαι, νικάς.
Σςς η παράσταση αρχίζει! Τα φώτα σβήνουν. Στη ζεστή αίθουσα βολεύεσαι, με τους διπλανούς συνυπάρχεις με σεβασμό, στο βολικό κάθισμα, στη γνώριμη συνήθεια βουλιάζεις, έτοιμος να αποδράσεις, στου ήρωα τη θέση να μπεις, να ονειρευτείς, να νιώσεις την ευτυχία του σινεφίλ. Ενώ τα λόγια της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου στην πολύ καλή ταινία ηχούν: « Δε βαριέσαι τη ζωή μου την περπάτησα, όπως ήθελα!».