ΑΠΟΨΕΙΣ
Το δέντρο που πληγώναμε (όλοι μαζί εκούσια ή ακούσια)
"Δεν φταίει ο Δήμος Ηρακλείου, δεν φταίει η Υπηρεσία πρασίνου, δεν φταίνε οι κάτοικοι. Φταίμε όλοι μαζί εδώ και πολλά χρόνια γιατί μας βόλευε (ο καθένας για τους δικούς του λόγους), να συμβεί αυτό ακριβώς"
*της Μαρίας Κοζυράκη, Δρ. Δασολόγου-Αρχιτέκτων Τοπίου
Τα μεγάλα δέντρα μέσα στον αστικό ιστό αποτελούν ένα αμύθητο αξιακό κεφάλαιο για την πόλη και τους κατοίκους της, καθώς τα οφέλη που προσφέρουν στο σκληρό αστικό περιβάλλον και στην ποιότητα ζωής σε αυτό είναι πασίγνωστα και δύσκολα αντικαταστάσιμα. Όλες, ή σχεδόν όλες, οι επιπτώσεις από τις επιβαρυντικές συνθήκες που βιώνουμε μέσα στις πόλεις μετριάζονται, ενώ αναβαθμίζεται το αισθητικό, οικολογικό και οικονομικό αποτύπωμα των οικιστικών συνόλων που διαθέτουν ικανούς χώρους πρασίνου και εύρωστες δενδροστοιχίες που συνοδεύουν τις οδικές αρτηρίες.
Πιστεύω ότι είναι περιττό να απαριθμήσω αυτά τα εξαιρετικά οφέλη των αστικών δέντρων καθώς και τον τρόπο που διαχρονικά οι άναρχες και αφόρητες ελληνικές πόλεις τα έχουν φιλέψει. Σε οποιαδήποτε ευνομούμενη χώρα του κόσμου οι οικισμοί αναπτύσσονται με σεβασμό στην υφιστάμενη βλάστηση και η επέκταση τους πάντα περιλαμβάνει και διατηρεί στοιχεία της φύσης και ελεύθερους χώρους πρασίνου. Στην Ελλάδα και δη στην Κρήτη, όπου η κοινοχρησία είναι άγνωστη λέξη και οι υπαίθριοι χώροι άνευ λόγου εκτός αν είναι ιδιωτικοί, οι πόλεις έχουν επιδοθεί σε ένα κυνήγι αφανισμού των κοινόχρηστων χώρων και των δέντρων. Όχι συστηματικά και φανερά συνήθως, αλλά σιγά-σιγά, έμμεσα, ως μία αναπόφευκτη παράπλευρη απώλεια των έργων και υποδομών.
Δέντρα ανάπηρα ειρήνης, χωρίς στηρικτικές ρίζες, καρατομημένα, κακοποιημένα από χρήσεις που προσπαθούν να στριμωχτούν δίπλα τους, έχοντας πια χάσει το ζωτικό χώρο καθώς και το κατακόρυφο κέντρο βάρους τους, μορφολογικά ή/και οργανικά πάσχοντα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η πόλη δεν φρόντισε να στέρξει τους ασθενείς αλλά, απεναντίας, τους επιβάρυνε ακόμα περισσότερο με ατυχείς και ακατάλληλους δασοκομικούς χειρισμούς. Δήμος και πολίτες σταθήκαμε κατώτεροι των προσδοκιών, ιδιοτελείς και αδιάφοροι απέναντι σε ένα συνεχιζόμενο έγκλημα.
Έρχεται όμως το πλήρωμα του χρόνου που ο εγκαταλελειμμένος ασθενής, όσο και σκληρανθεκτικός να είναι απέναντι στην ξηρασία και την κακοποιητική αντιμετώπιση, θα καταλήξει με κρότο. Θα πέσει, θα σπάσει ή θα γείρει επικίνδυνα και τότε, δυστυχώς, θα υπάρξουν υλικές ή ανθρώπινες απώλειες, όπως ακριβώς συμβαίνει σε μια φυσική καταστροφή (πλημμύρα, πυρκαγιά κα) που δεν λάβαμε κανένα προληπτικό μέτρο για να αποφύγουμε ή να μετριάσουμε τις συνέπειες της. Οι πόλεις μας όχι μόνο δεν επιδεικνύουν ετοιμότητα και ανθεκτικότητα, αλλά κυριολεκτικά νοσούν από «αρχαίες» πληγές οι οποίες δεν επουλώνονται.
Δεν είμαι πια καθόλου αισιόδοξη ως προς την επιβεβλημένη, κατά τα άλλα, επίλυση αυτών των χρόνιων αστικών δυσλειτουργιών γιατί βλέπω ότι η διαχείριση τους επαφίεται συχνά στο πέρασμα του χρόνου σε ανθρώπινο δυναμικό με ελλιπείς και παρωχημένες επιστημονικές γνώσεις και γίνεται υπό, δικαιολογημένα πλέον, καθεστώς αβάσταχτου φόβου και ευθύνης. Υπάρχουν αστικά δέντρα που μπορούσαν ή μπορούν ακόμα να διασωθούν με τους κατάλληλους χειρισμούς, και δέντρα που έπρεπε να έχουν προ πολλού απομακρυνθεί γιατί κατέληξαν να αποτελούν σοβαρό δημόσιο κίνδυνο. Αλλά η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση και η κατάλληλη διαχείριση απαιτούν γρήγορα αντανακλαστικά, επιστημονικές συνεργασίες, προληπτικά μέτρα και παρακολούθηση της κατάστασης. Έτσι χτίζεται η εμπιστοσύνη με τους πολίτες και δομείται η βιώσιμη διαχείριση των στοιχείων του αστικού πρασίνου.
Διαφορετικά, είναι σαν τα επικινδύνως ετοιμόρροπα κτίσματα τα οποία περιμένουμε όλοι υπομονετικά να πέσουν μόνα τους και να μας αδειάσουν τη γωνιά. Εντωμεταξύ, οι πόλεις μας προσομοιάζουν τριτοκοσμικές τσιμεντουπόλεις (νεκροπόλεις, τις αποκαλούν) χωρίς κανένα ίχνος πολιτισμικής και φυσικής κληρονομιάς, έξτρα επιβαρυμένες από τις συνέπειες της κλιματικής επιδείνωσης, χωρίς καμία άμυνα και ετοιμότητα.
Δεν φταίει ο Δήμος Ηρακλείου, δεν φταίει η Υπηρεσία πρασίνου, δεν φταίνε οι κάτοικοι. Φταίμε όλοι μαζί εδώ και πολλά χρόνια γιατί μας βόλευε (ο καθένας για τους δικούς του λόγους), να συμβεί αυτό ακριβώς. Άλλωστε, διαχρονικά στο Ηράκλειο το πράσινο θεωρούνταν πάρεργο και έτσι ακριβώς εξελίχθηκε. Και το δυσοίωνο είναι ότι, σε αυτή τη δυσχερή κατάσταση, κανείς δεν είναι διατεθειμένος να συνεργαστεί και να σώσει την πόλη, όλοι βάλλουν εναντίον όλων.
Και τέλος για την ιστορία, οφείλω στον εαυτό μου να παραδεχτώ, μετά εορτής, ότι η περιβόητη Διεπιστημονική Επιτροπή για τα επικίνδυνα αστικά δέντρα, στην οποία προήδρευσα (…), ήταν ένα άλλοθι για να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις από τραγικά γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος.
Γιατί, το επιστημονικό πόρισμα αυτής της επιτροπής (στην οποία φορείς, ακαδημαϊκά ιδρύματα, επιμελητήρια και συλλογικότητες πρόσφεραν αρκετή εθελοντική δουλειά, με τα μέσα και το χρόνο που διέθεταν), δεν αξιολογήθηκε αλλά χρησιμοποιήθηκε κατά το δοκούν και τα συμπεράσματα ισοπεδώθηκαν στο βωμό του φόβου και της πίεσης. Τα μισά από τα ελεγχόμενα δέντρα που η Επιτροπή μελέτησε και τεκμηρίωσε ότι άμεσα έπρεπε να αντιστηριχθούν/κλαδευτούν/υποβοηθηθούν και να παρακολουθούνται ώστε να διαπιστωθεί η κατάσταση τους, προτάθηκαν στο ίδιο δημοτικό συμβούλιο να κοπούν με εισηγήσεις που περιέγραφαν με τα μελανότερα χρώματα την επικινδυνότητα τους. Έκτοτε έχουν παρέλθει δύο χρόνια.
Υπάρχουν αστικά δέντρα, πεύκα και άλλα, που εξαιτίας της χρόνιας κακοδιαχείρισης τους έχουν υποστεί ολέθρια βλάβη. Δεν έχουν ριζικό σύστημα, επικόρυφο, κανονικούς κλάδους, στερούνται αερισμού, ζωτικού χώρου ανάπτυξης, και ο κορμός τους σαπίζει εσωτερικά χωρίς συχνά να γίνεται αυτό αντιληπτό εξωτερικά. Η απομάκρυνση τους είναι επιβεβλημένη και αναπόφευκτη. Αλλά αυτή η μάστιγα της «επικοινωνιακής» διάδοσης ατάκτως ειρημένων συμπερασμάτων και γνώσεων, από ανθρώπους που δεν έχουν ούτε την επιστημονική κατάρτιση ούτε τη σχετική αρμοδιότητα, περί πεθαμένων ξερών πεύκων, επικίνδυνων φυτικών ειδών, αριθμητικής υποκατάστασης, τραγικότητας της κλιματικής αλλαγής κλπ πρέπει να σταματήσει γιατί δεν βοηθάει σε τίποτα άλλο πέρα από την εξάπλωση μιας ισοπεδωτικής τρομολαγνείας. Χρειαζόμαστε περισσότερη υπευθυνότητα, σύνεση και μεθοδικότητα, και λιγότερες «ειδήσεις» και συγκρούσεις.