του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
To καθαρό ποσοστό επικράτησης του Brexit έναντι του Bremain δεν αφήνει περιθώρια στη χώρα που ίδρυσε τον Κοινοβουλευτισμό, ώστε να θέσει σε κίνδυνο τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), προκειμένου να οριστικοποιηθεί η έξοδος του «Ηνωμένου Βασιλείου» (ή άλλως Μεγάλης Βρετανίας) από την Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία.
Οι διάφορες εκ πλαγίου διατυπούμενες εκδοχές, ότι (δήθεν) μπορεί το Βρετανικό Κοινοβούλιο να αναιρέσει τη λαϊκή ετυμηγορία, το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να επιτείνουν τη κρίση και να επιδεινώνουν τη σύγχυση. Κρίση και σύγχυση υπό το κράτος των οποίων τελούν στο παρόντα χρόνο τόσα τα Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και οι Κυβερνήσεις των κρατών-μελών που ανέμεναν επικράτηση του Bremain.
Μια τέτοια, άλλωστε, εκδοχή αναίρεσης του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, είναι ανεπίτρεπτη για την κοινοβουλευτική αλλά και δημοκρατική παράδοση της συγκεκριμένης χώρας, καθόσον μάλιστα θα βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με το προηγούμενο δημοψήφισμα του 1975 το οποίο διεξήχθη προκειμένου να επικυρωθεί (ή όχι) η από το 1973 ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Υπ’ όψιν δε ότι τότε ο Βρετανικός Λαός ψήφισε υπέρ της παραμονής στην (τότε) ΕΟΚ με ποσοστό 67,2% έναντι του 32,8 % πράγμα που δεν αφήνει περιθώρια διατύπωσης εκ πλαγίου εκδοχών για τη μη εφαρμογή της ετυμηγορίας της 23ης Ιουνίου. Άλλωστε, η Βρετανική έννομη τάξη δεν έχει ομοιότητα με αντίστοιχες έννομες τάξεις όπως π.χ. του Βελγίου, όπου δεν προβλέπεται καν ο θεσμός του δημοψηφίσματος. Το δημοψήφισμα δε που διεξήχθη το 1950 στο Βέλγιο για την επίλυση του λεγόμενου «Βασιλικού Ζητήματος», εκ προοιμίου είχε συμβουλευτικό χαρακτήρα.
Η διαδικασία που προέκυψε με πρωτοβουλία της «Κυβέρνησης Κάμερον» (παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις περί αυτής), κινδυνεύει να ανοίξει «ασκό του Αιόλου», ο οποίος μπορεί να παρασύρει με το «ρεύμα του» κοινωνίες και κράτη-μέλη σε διαδικασίες δημοψηφισμάτων που θα προκαλέσουν φοβερές αναταράξεις για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Τέτοιες διαδικασίες που μπορεί να προκύψουν είναι η διεξαγωγή (και πάλι) δημοψηφίσματος στη Σκωτία, με το ερώτημα αφενός της ανεξαρτησίας και αφετέρου της ένταξής της Σκωτίας ως ανεξάρτητης χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Υπ’ όψιν δε ότι στο πρόσφατο δημοψήφισμα του 2014 η παραμονή της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο με ποσοστό 55,3% έναντι 44,7%, οφειλόταν πρωτίστως στο επιχείρημα της ανάγκης παραμονής στο πλαίσιο του Ηνωμένου Βασιλείου, καθόσον αφορούσε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κίνδυνος επίσης υπάρχει, ώστε και άλλες χώρες να προχωρήσουν σε μια τέτοια διαδικασία δημοψηφισμάτων. Ήδη «φιλολογείται» ότι οι Κάτω Χώρες (Ολλανδία) μπορούν να προχωρήσουν σε μια τέτοια διαδικασία. Για τον κίνδυνο αυτών των διαδικασιών, υπ’ όψιν ότι ενόψει της επικύρωσης ή όχι της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης (Ευρωπαϊκού Συντάγματος) στις Κάτω Χώρες το διεξαχθέν δημοψήφισμα το 2006 ήταν καταλυτικό. Και τούτο γιατί οι πολίτες της χώρας αντιτάχθηκαν στο συγκεκριμένο συνταγματικό κείμενο με το συντριπτικό ποσοστό του 61,7%, όταν αντιστοίχως οι Γάλλοι είχαν επίσης αρνηθεί να επικυρώσουν τη Συνταγματική Συνθήκη με το εντυπωσιακό επίσης ποσοστό του 54,87%.
«τι» δεν διαβάζεται σωστά…η ετυμηγορία του «Μπαλινιάκ»!
Οι γραφειοκράτες των Βρυξελών δεν μπορούν στον παρόντα χρόνο παρά να προβληματίζονται για το παρόν και το μέλλον του όλου εγχειρήματος αλλά και της λειτουργίας του όλου συστήματος. Αντίστοιχη εικόνα εμφανίζει το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας στην Ευρώπη, όπου δείχνει μάλλον αιφνιδιασμένη από την ετυμηγορία των Βρετανών πολιτών. Πέραν του ότι για αρκετούς γραφειοκράτες απειλείται η θέση τους στις Βρυξέλες (απειλούνται ταυτοχρόνως και θέσεις εργασίας ποικίλου προσωπικού που παρέχει υπηρεσίες στα Όργανα), είναι προφανές ότι προκύπτει πλήρης σύγχυση και στα κόμματα που συγκροτούν κυβερνήσεις ή αντιπολιτεύσεις στα κράτη-μέλη με πρώτο παράδειγμα τα δύο μεγάλα κόμματα του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου ανάμεσα στους συντηρητικούς και τους εργατικούς αλλά και στην ίδια την κυβέρνηση του Λονδίνου, είχαν εκφραστεί διαφορετικές θέσεις.
Εάν οι πολιτικές ηγεσίες αλλά και οι γραφειοκράτες (γιατί όχι) είχαν διαβάσει εγκαίρως και ορθώς τις τάσεις των πολιτών της Ένωσης ενόψει ήδη της Συνταγματικής Συνθήκης, δηλαδή εάν είχαν αξιοποιήσει επιμελώς την παρελθούσα δεκαετία με ορθές διαπιστώσεις τις συνέπειες των πολιτικών που εισάγονται και που επιβάλλονται, θα είχαν διαπιστώσει ότι η ετυμηγορία του Βρετανικού Λαού της 23ης Ιουνίου ήταν προδήλως αναμενομένη. Δεν έχουν ήδη εντοπίσει ενόψει της λεγόμενης Συνταγματικής Συνθήκης «τι» απεφάσισε η Γαλλική κοινωνία και η κοινωνία των Κάτω Χωρών. Δεν διέγνωσαν ζητήματα κοινωνικής συνοχής, και δεν εντόπισαν ότι η Γερμανοποίηση της Ευρώπης δεν μπορεί να καταστεί ως η κρατούσα τελικώς άποψη. Δεν εστίασαν δηλαδή την επιμέλειά τους σε επιμέρους φαινόμενα, όπως για παράδειγμα δεν είχε προσεχθεί ότι σε μια αγροτική κοινότητα στο Μπαλινιάκ, που βρίσκεται στα Νοτιοδυτικά της Γαλλίας, κατά τη διαδικασία του δημοψηφίσματος για τη Συνταγματική Συνθήκη, η τοπική κοινωνία καταψήφισε το εγχείρημα σε ποσοστό 100%, ενώ η όλη αυτή περιοχή εναντιώθηκε επίσης σε ποσοστό 61,87% όταν το «κοσμοπολίτικο» Παρίσι ψήφισε υπέρ της Συνταγματικής Συνθήκης σε ποσοστό 66%. Δεν έχει συνεπώς διαγνωσθεί-διαπιστωθεί «αρμοδίως» ότι οι διακρίσεις σε «οικονομικό Βορά και Νότο» δεν αφορούν πλέον διαφοροποιήσεις μεταξύ κρατών, αλλά αντιθέσεις και μεταξύ εσωτερικών κοινωνιών. Το φαινόμενο αυτό διαπιστώθηκε και στην ετυμηγορία του Βρετανικού λαού της 23ης Ιουνίου. Και τούτο γιατί καταδείχθηκαν ακόμη και ακραία ποσοστά αποκλίσεων περίπου της τάξης του 30% με 70% υπέρ και αντιστρόφως. Τούτο αποδεικνύει ότι οι κοινωνίες μαστίζονται από ανισόμερη ανάπτυξη ακόμη και εντός του περιγράμματος κρατών-μελών.
ο λαϊκισμός και ο ασύμμετρος εθνικισμός
Ένα από τα διδάγματα που πρέπει να εξαχθούν από τη διαδικασία του πρόσφατου βρετανικού δημοψηφίσματος είναι ότι, παρά τα «εργαλεία» που υπάρχουν για την πρόβλεψη της συμπεριφοράς των εκλογικών σωμάτων και ειδικότερα των κοινωνιών, πολλές φορές «πολιτικές εκτιμήσεις» στηρίζονται σε εσφαλμένες προϋποθέσεις. Υπ’ όψιν ότι το δίκτυο CNBC επεσήμανε εγκαίρως ότι και ο ίδιος ο Νάιτζελ Φάραντζ με το που έκλεισαν οι κάλπες του δημοψηφίσματος, θεώρησε πιο πιθανή την επικράτηση του Brexit έναντι του Bremain. Παρατηρήθηκε δε ιδιαίτερος εφησυχασμός τόσο γιατί οι δημοσκοπήσεις έδειχναν (στα όρια όμως στατιστικού λάθους) επικράτηση του Bremain όσο και γιατί οι «εταιρείες στοιχημάτων»(!) έδιδαν συντριπτικά ποσοστά υπέρ του Brimain της τάξης του 70%!
Οι προαναφερόμενες παρατηρήσεις αναδεικνύουν επιτακτική την ανάγκη να επανέλθει η πολιτική στο προσκήνιο. Άλλωστε, οι νεφελώδεις ισχυρισμοί, ο λαϊκισμός και η απλουστευτική συνθηματολογία δεν μπορούν να καθορίζουν το πολιτικό λόγο των ημερών, πράγματα από τα οποία χαρακτηρίστηκε και η συγκεκριμένη εκστρατεία του Βρετανικού δημοψηφίσματος. Έτσι η αοριστία του πολιτικού λόγου επικαλύφθηκε από το ένστικτο, τη κοινή πείρα και την απλή λογική των πολιτών, παρά από την ακριβή και συγκεκριμένη πληροφόρηση που έπρεπε να είχε παρασχεθεί. Υπάρχει δε κίνδυνος μέσω του ευρωσκεπτικισμού να «υπεισέλθουν» οι κοινωνίες σε μια περίοδο εθνικιστικής αντίδρασης και ακροδεξιών αντιλήψεων πράγματα για τα οποία την αποκλειστική ευθύνη φέρουν οι πολιτικές της λιτότητας, η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και το άχθος του δανεισμού. Αυτός ο κίνδυνος πρέπει να διαγνωσθεί εγκαίρως και να αντιμετωπισθεί λυσιτελώς.
το Brexit είναι γεγονός-η έννομη διαδικασία
Το Brexit είναι γεγονός και στις Βρυξέλες έχει σημάνει συναγερμός! Τούτο αποδεικνύει την απόλυτη έλλειψη προετοιμασίας των Θεσμικών Οργάνων. Οι εξελίξεις εάν λάβουν χώρα με ψυχραιμία, μπορούν επιγραμματικώς να αφορούν στα εξής:
Το άρθρο 50 της ΣΕΕ που για πρώτη φορά καθιερώνει το δικαίωμα εξόδου κράτους-μέλους από τη νομική προσωπικότητα της Ένωσης, δεν λειτουργεί με «αυτόματο τρόπο»! Δηλαδή, η διαδικασία εξόδου δεν συνεπάγεται αυτόματα αποτελέσματα, όπως ατυχώς είχε δηλώσει ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και αναπαράγουν οι Βρυξέλλες. Η προνομία και πρωτοβουλία αφορά ευθέως το κράτος-μέλος που σύμφωνα με την εσωτερική έννομη τάξη αποφασίζει να αποχωρήσει. Την απόφαση δε αυτή γνωστοποιεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επικαιροποιεί «προσανατολισμούς» εν όψει του συγκεκριμένου αιτήματος και υπό το «πρίσμα» αυτών συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομέρειες για την αποχώρηση, λαμβανομένων πάντοτε υπ’ όψιν των πολιτικών που θα πρέπει στο εξής να υφίστανται μεταξύ της Ένωσης και του συγκεκριμένου κράτους.
Η συμφωνία αυτή συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία μετά όμως από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Αυτή η διαδικασία έχει προβλεφθεί πρώτη φορά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Το επικρατέστερο σενάριο είναι ότι θα υπάρξει μακρά περίοδος διαπραγμάτευσης, προκειμένου να ρυθμισθούν όλες οι εκκρεμότητες που αφορούν στην ενιαία αγορά, και σε άλλου είδους εκκρεμότητες (π.χ. αιτήματα δικαστικής προστασίας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων του Λουξεμβούργου κλπ.).
Τέλος, λόγω του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, δεν προβλέπεται ενεργοποίηση των διατάξεων του άρθρου 8 ΣΕΕ σε συνδυασμό με τα άρθρα 216-219 ΣΛΕΕ που αφορούν «την ιδιαίτερη εταιρική σχέση γειτονίας», όπως συμβαίνει για παράδειγμα με άλλες χώρες: την Αίγυπτο, την Αλγερία, το Ισραήλ, το Μαρόκο, το Μονακό κλπ. Συνεπώς εκτιμάται ότι μάλλον θα υπάρξει μια κατ’ αναλογία ιδιαίτερη σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως εκείνη της Νορβηγίας η οποία από το έτος 1994 είναι συμμέτοχος του λεγόμενου «Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου».
Σε κάθε περίπτωση, οι περιστάσεις επιβάλλουν, γνώση των Συνθηκών, νηφαλιότητα, δημοκρατική ευαισθησία και υπευθυνότητα, καθόσον είναι αναγκαία όσο ποτέ, έναντι του λαϊκισμού και του εθνικισμού, η επαναφορά στο προσκήνιο του ορθού λόγου και των πολιτικών, πολιτιστικών και νομικών αξιών της Ένωσης.
---------------------------------------------
* Ο Πέτρος Μηλιαράκηςδικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Χώρας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC - EU).