"Βόρεια Μακεδονία" λοιπόν...

Γιώργος Κουμάκης
Γιώργος Κουμάκης

...θα έπρεπε η συμφωνία τώρα πριν από την υπογραφή της να εγκριθεί από τη Βουλή, για να μπορέσουν να γίνουν ορισμένες βελτιώσεις με τη βοήθεια του διαλόγου, που είναι η μητέρα της προόδου της συνδιαλλαγής και της εξομάλυνσης των διαφορών.

Γράφει ο Γεώργιος Κουμάκης

  

            Στις μέρες μας συνάπτεται  μια συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ , η οποία έχει προκαλέσει  ποικίλα και ενίοτε αντίθετα μεταξύ τους σχόλια τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας μας. Η συμφωνία θεωρείται από με την αντιπολίτευση κάθε χώρας επιζήμια, επαίσχυντη  και ταπεινωτική, από δε τις Κυβερνήσεις  ιστορικός σταθμός και θρίαμβος της διπλωματίας. Τα σχόλια στο εξωτερικό κινούνται στην ίδια περίπου κατεύθυνση, τα πλείστα όμως κάνουν λόγο για μεγάλη επιτυχία.  Ιδίως η Ευρώπη έχει μεγάλο συμφέρον από τη συμφωνία, διότι έτσι επεκτείνεται, ενισχύεται και τείνει προς την ολοκλήρωσή της με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική ανάπτυξη, την πολιτική σταθερότητα, την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών της. Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι η διαπραγμάτευση δεν γίνεται με ίσους όρους δεδομένου ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, αφού η συγκατάθεσή της είναι απολύτως απαραίτητη για την ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, πράγμα ύψιστης σημασίας γι αυτούς.

            Τα ερωτήματα που τίθενται κατά τη σύναψη της συμφωνίας αυτής είναι δύο ειδών. Αυτά αναφέρονται 1) στο αν η συμφωνία είναι επωφελής για τη χώρα μας, και 2) αν τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες στο πλαίσιο του συντάγματος. Το δεύτερο ερώτημα αφορά τον τρόπο, που άπτεται σε τελευταία ανάλυση της ορθής λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, για το οποίο κατ’ εξοχήν αρμόδιοι είναι οι νομικοί και οι πολιτειολόγοι. Εμείς μόνο γενικές αρχές μπορούμε ίσως να διατυπώσομε αναφορικά με την πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία.

            Το αν η συμφωνία είναι συμφέρουσα ή όχι εξαρτάται από τον πήχυ των προσδοκιών που θέτει ο καθένας, ο οποίος ποικίλλει, αφού είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων. Η Κυβέρνηση θριαμβολογεί, επειδή έτσι επιλύθηκε οριστικά ένα χρονίζον θέμα, το οποίο έριχνε σκιές στην αγαστή συνεργασία των δύο χωρών . Οι γείτονες δεν σφετερίζονται και δεν οικειοποιούνται πια  την πολιτιστική κληρονομιά και την ιστορία της χώρας μας. Αεροδρόμια και λεωφόροι , που έφεραν το όνομα του Μ. Αλεξάνδου, μετονομάσθηκαν, ενώ στο άγαλμά του Στρατηλάτη αναγράφεται ότι είναι Έλληνας. Επίσης , ενώ μέχρι σήμερα περισσότερα από 140 κράτη αναγνώριζαν την γείτονα ως Μακεδονία, από σήμερα θα την αποκαλούν βόρεια Μακεδονία. Αντίθετα, η αντιπολίτευση  μέμφεται την Κυβέρνηση, διότι παράδωσε την μακεδονική εθνότητα και τη γλώσσα στη γείτονα χωρίς τη συγκατάθεση ούτε του ελληνικού λαού ούτε της Βουλής και συνεπώς δεν διαθέτει την «πολιτική νομιμοποίηση» να προβεί στη σύναψη τέτοιας συμφωνίας.

            Δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες και δεν θα επιχειρήσω αποτίμηση ή αξιολόγηση των παραπάνω θέσεων, οι οποίες έχουν το ιστορικό τους δικαίωμα στην αλήθεια όπως την βλέπει ο καθένας, αλλά θα σχολιάσω ορισμένες μόνον πτυχές του προκείμενου θέματος. Η αξιολόγηση αυτή συντελείται σήμερα αναλυτικά και εμπεριστατωμένα με αφορμή την κατάθεση και ψήφιση της πρότασης δυσπιστίας. Συγκεκριμένα, θα εστιάσω την προσοχή μου μόνον σε μια πτυχή του θέματος, η οποία είναι κατά τη γνώμη μου και η σπουδαιότερη, αφού άπτεται της ουσίας του υπό πραγμάτευση θέματος. Σ’ ένα άρθρο της συμφωνίας αναγράφεται ότι ο ιθαγενής της γειτονικής χώρας είναι: «Μακεδόνας πολίτης της βόρειας Μακεδονίας». Η φράση «μακεδόνας πολίτης» είναι όχι μόνον εντελώς αχρείαστη και περιττή αλλά και δημιουργεί μια παραφωνία –αν όχι αντίφαση – στην όλη πρόταση, διότι το ένα αναιρεί το άλλο. Ή θα είναι κάποιος μακεδόνας πολίτης ή βορειομακεδόνας πολίτης, διαφορετικά θα ήταν αδύνατος ο διαχωρισμός. Ο Βορειομακεδόνας μπορεί να λέγεται Μακεδόνας πολίτης, μόνον εάν και εφόσον προϋποθέσομε ότι υπάρχει μια άλλη γεωγραφική περιοχή, στην οποία κατοικούν επίσης Μακεδόνες πολίτες, οι οποίοι θα ανήκουν στο ίδιο έθνος. Αυτό θα σήμαινε ότι οι Μακεδόνες της Ελλάδας και της Βουλγαρίας θα ανήκαν στο ίδιο έθνος. Αν όμως ο βορειομακεδόνας ονομασθεί βορειομακεδόνας πολίτης δεν δημιουργεί ιδιαίτερο πρόβλημα, διότι θεωρείται συμπαγής και ανεξάρτητη ονομασία. Πρέπει βέβαια να λεχθεί ότι το πρόβλημα δεν λύνεται οριστικά, διότι λέγοντας βόρεια Μακεδονία θα αναζητά κανείς μια άλλη Μακεδονία, η οποία θα έχει με αυτήν ισχυρούς δεσμούς συγγένειας, ακόμα και αν δεν λέγεται με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό, όπως π.χ. νότια Μακεδονία, ή νέα Μακεδονία, αλλά απλώς Μακεδονία.

Ορισμένα παραδείγματα θα αρκούσαν ίσως για να καταδείξουν του λόγου το αληθές. Οι κάτοικοι  της βορείου Ηπείρου ανήκουν στο ίδιο έθνος με εκείνους της Ηπείρου της Ελλάδας, δεν λέγονται βορειοηπειρώτες πολίτες, επειδή δεν έχουν αυτόνομο κράτος. Οι κάτοικοι του  νότιου Σουδάν ανήκουν στο ίδιο έθνος με εκείνους του Σουδάν. Δεν λέγονται όμως  σουδανοί πολίτες αλλά νοτιοσουδανοί πολίτες. Το ίδιο συμβαίνει με τη βόρειο και νότιο Κορέα, βόρειο και νότιο Βιετνάμ ή με την πάλαι ποτέ ανατολική και δυτική Γερμανία ,όπως λέγονταν πριν την ένωσή τους. Οι κάτοικοι των χωρών αυτών ανήκουν στο ίδιο έθνος. Σουδανός πολίτης λέγεται μόνον ο κάτοικος του Σουδάν και όχι εκείνος του νότιου Σουδάν. Ο κάτοικος του βόρειου Βιετνάμ λέγεται βορειοβιετναμέζος πολίτης , και της βόρειας Κορέας βορειοκορεάτης πολίτης.  Ο καθένας όμως είτε στη βόρεια είτε στη νότια Κορέα ανήκει ως προς την εθνότητα είναι Κορεάτης. Το ίδιο ισχύει και για τον σουδανό και τον νοτιοσουδανό. Και οι δύο ως προς το έθνος είναι σουδανοί. Από τα παρατεθέντα παραδείγματα προκύπtει νομίζω καθαρά ότι, αν ο κάτοικος της βόρειας Μακεδονίας λέγεται μακεδόνας πολίτης δημιουργεί πρόβλημα, αφού παραπέμπει σε μακεδονικό έθνος, επειδή πρέπει να υπάρχουν και άλλοι λαοί με το ίδιο όνομα και εθνότητα. Αν πάλι υποθέσομε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, τότε το μακεδονικό έθνος θα ανήκει αποκλειστικά και μόνον στο κράτος αυτό, δηλαδή στη βόρειο Μακεδονία και σε κανένα άλλο, οπότε αυτοί μονοπωλούν την ετικέτα του Μακεδόνα, ο οποίος ανήκει στο μακεδονικό έθνος. Αν ωστόσο λέγεται βορειομακεδόνας πολίτης και όχι μακεδόνας πολίτης, το πρόβλημα μετριάζεται μεν, δεν λύνεται όμως εντελώς. Αν κάμομε τώρα την απίθανη μεν αλλά όχι εντελώς αδύνατη υπόθεση, ότι δηλαδή στο απώτερο μέλλον αποσχίζεται η ελληνική Μακεδονία και αποτελεί αυτόνομο κράτος, τότε δεν θα μπορούν να ονομαστούν  Μακεδόνες πολίτες. Τούτο δε διότι μακεδόνες πολίτες λέγονται ήδη οι κάτοικοι της βόρειας Μακεδονίας, οπότε θα επέλθει σύγχυση σε ποιο κράτος θα ανήκει ένας συγκεκριμένος μακεδόνας  πολίτης . Θα ανήκει στη Μακεδονία, στη βόρεια ή στη νότια Μακεδονία;

Το δεύτερο και σπουδαιότερο πρόβλημα, που θα προσπαθήσω να αναδείξω είναι το διαδικαστικό, το οποίο παραπέμπει ευθέως στην ορθή λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, όχι βέβαια από νομική άποψη, διότι δεν είμαι νομικός, αλλά από μια γενικότερη θεώρηση των πραγμάτων. Δύο είναι τα επίμαχα σημεία, στα οποία πρέπει να επικεντρωθούμε. Το πρώτο είναι κατά πόσο η ελληνική Κυβέρνηση έχει τη συμπαράσταση και επιδοκιμασία του ελληνικού λαού να συνάψει τη συμφωνία αυτή, αφού ο σεβασμός της λαϊκής κυριαρχίας είναι μια ύψιστης προτεραιότητας αρχή για την ορθή λειτουργία  της δημοκρατίας. Αυτό είναι πανθομολογούμενο στα υγιή πολιτεύματα και ευκαιριακά ανακοινώνεται ακόμα και από τις μεγάλες δυνάμεις. Έτσι π.χ. το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είπε ότι η η συμφωνία είναι επωφελής, αν επιζητείται και από τα δύο εμπλεκόμενα μέρη, ο δε Υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας είπε ότι ή συμφωνία θα αποβεί προς αμοιβαίο συμφέρον, αν έχει την «ὑποστήριξη» και των δύο πλευρών. Η Κυβέρνηση δυστυχώς διαθέτει όχι τη συγκατάθεση αλλά την άρνηση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αν κρίνομε από το μεγαλειώδες συλλαλητήριο προεξάρχοντος του ονομαστού μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Ούτε είναι επίσης βέβαιο ότι διαθέτει την πλειοψηφία των βουλευτών της Βουλής δεδομένου ότι ο Αρχηγός του συγκυβερνώντος κόμματος διαχώρισε τη θέση του και δήλωσε ρητά και κατηγορηματικά ότι δεν θα ψηφίσει τη συμφωνία,  οπότε δεν είναι βέβαιο αν ο Πρωθυπουργός έχει ex officio το δικαίωμα, όπως λέγεται , να συνάπτει συμφωνίες. Το πράγμα γίνεται ακόμα χειρότερο για την Ελλάδα, όταν σκεφτεί κανείς ότι στην άλλη πλευρά όχι μόνον θα αποφασίσει η Βουλή αλλά θα διεξαχθεί και δημοψήφισμα. Όταν τελικά έλθει στην Ελληνική Βουλή, θα είναι πλέον αργά για να επέλθουν οποιεσδήποτε βελτιωτικές αλλαγές.

Ο λόγος ,που ο Έλληνας Πρωθυπουργός θέλησε να προχωρήσει στη συμφωνία αυτήν χωρίς να ενημερώσει ή να ζητήσει τη συναίνεση της Βουλής, είναι –όπως ο ίδιος εξήγησα σε συνέντευξή του – ότι τα οφέλη για τη χώρα μας είναι τόσο οφθαλμοφανή, ώστε κάθε άλλη γνώμη περιττεύει. Ειδικότερα τώρα για το  ότι δεν διεξάγει δημοψήφισμα είπε ότι  οι γείτονές μας έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και επομένως κανείς άλλος δεν έχει την αρμοδιότητα και το δικαίωμα να επιβάλει την απόφασή του. Αν τα πράγματα έχουν έτσι, τότε  η συμφωνία όχι μόνον περιττεύει εντελώς αλλά είναι και επιβλαβής για τη χώρα μας, διότι επικυρώνομε με τον πλέον επίσημο τρόπο το όνομά τους, Μακεδόνες

Ένα άλλο θέμα που επίσης αξίζει να προσεχθεί είναι ότι μετά την υπογραφή της συμφωνίας– ανεξάρτητα από το πότε αυτή μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα -η ελληνική Κυβέρνηση θα πρέπει να αποστείλει έγγραφα τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην ΕΕ για την έναρξη των ενταξιακών διαδικασιών. Η οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων της συμφωνίας αυτής τελεί υπό την αίρεση να ψηφιστεί στο τέλος από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Αυτό όμως δημιουργεί τετελεσμένα γεγονότα, διότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολο και δαπανηρό να ακυρωθούν όλες οι συντελεσμένες διαδικασίες. Θα υπάρξει επίσης πρόβλημα ερμηνείας της συμφωνίας από κάθε πλευρά. Άλλωστε τα δύο βασικά σημεία της συμφωνίας, της ταυτότητας και της γλώσσας ,δεν μεταβάλλονται. Θα υπάρξει επίσης πρόβλημα ερμηνείας της απόφασης. Οπότε θα είναι δύσκολο πράγμα η επαναδιαπραγμάτευση. Το ορθότερο και ασφαλέστερο θα ήταν να στέλνονταν τα σχετικά έγγραφα στους οργανισμούς αυτούς στο τέλος, αφού δηλαδή θα είχαν συντελεσθεί όλα τα συμφωνημένα χωρίς παρερμηνείες, όπως έκανε μέχρι σήμερα η ΕΕ σχετικά με τη χορήγηση του δανείου. Δεν γίνεται καμία εκταμίευση της δόσης, πριν κυρωθούν οι μεταρρυθμίσεις στη Βουλή. Το ίδιο κάνουν και οι  ΗΠΑ σχετικά με τη συμφωνία τους με τη βόρεια Κορέα.

Λίγα λόγια τέλος για τη στάση του αρχηγού των ΑΝΕΛ, του έτερου κυβερνητικού εταίρου. Η γραμμή που αποφασίστηκε είναι να μην ψηφίσουν τη συμφωνία. Το γεγονός όμως ότι δεν αποχωρούν από τον κυβερνητικό συνασπισμό συνηγορεί υπέρ του ότι δείχνουν μια ανοχή ή με άλλα λόγια διευκολύνουν να ψηφιστεί η συμφωνία στηρίζοντας την Κυβέρνηση. Επομένως δεν είναι και αυτοί άμοιροι ευθυνών αλλά συμμετέχουν ενεργά στη ψήφιση. Στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην Υπουργός διατύπωσε την άποψη ότι δεν μπορεί ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας να παραμένει στη θέση του, όταν διαφωνεί σε κρίσιμα εθνικά θέματα. Ο λόγος, που εξαιτίας της σοβαρής αυτής διαφωνίας ο αρχηγός του συγκυβερνώντος κόμματος δεν ρίχνει την Κυβέρνηση, είναι κατά τον Πρωθυπουργό ότι δεν είναι έμπορος πατριωτισμού όπως υπήρξαν άλλοι κατά το παρελθόν , για να δημιουργήσει πολιτική καριέρα. Κατά την αντιπολίτευση όμως ο λόγος είναι να μην χάσουν τις καρέκλες τους, αφού ο αγώνας γίνεται γι αυτές. Αλλά και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός σε άλλα συμφραζόμενα, προκειμένου να επιτεθεί στην Αντιπολίτευση, που ζητούσε επιμόνως εκλογές, χρησιμοποίησε τη λαϊκή παροιμία : «Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται». Αλλά και Αναπληρωτής Υπουργός με αφορμή τις οικονομικές ατασθαλίες στο ΚΕΛΠΝΟ είπε στους πολιτικούς του αντιπάλους ότι το «φαγοπότι»τελείωσε. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις υποδηλώνεται ότι ο αγώνας γίνεται κυρίως ή ενίοτε για τις καρέκλες. Η στάση του Προέδρου των ΑΝΕΛ, ότι δηλαδή δεν θα υπερψηφίσει ούτε την πρόταση δυσπιστίας ούτε τη συμφωνία, δεν συνιστά αντίφαση, όπως έχει λεχθεί στο Κοινοβούλιο, διότι υπάρχει και η ενδιάμεση λύση, μια εκδοχή δηλαδή μεταξύ των δύο. Όποιος δεν είναι καλός δεν συνεπάγεται ότι κατ’ ανάγκην είναι κακός και ό,τι δεν είναι μαύρο δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκη είναι άσπρο. Το ίδιο συμβαίνει και με το «Ποτάμι», το οποίο, ενώ θα υπερψηφίσει τη συμφωνία , δεν θα καταψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας. Συμπερασματικά θα έπρεπε η συμφωνία τώρα πριν από την υπογραφή της να εγκριθεί από τη Βουλή, για να μπορέσουν να γίνουν ορισμένες βελτιώσεις με τη βοήθεια του διαλόγου, που είναι η μητέρα της προόδου της συνδιαλλαγής και της εξομάλυνσης των διαφορών.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ