ΑΠΟΨΕΙΣ
Το Αρκάδι του Βίκτωρα Ουγκώ
Την ενημέρωση και την ενεργοποίηση του Ουγκώ για το Κρητικό Ζήτημα ανέλαβε ο Αθηναίος διπλωμάτης και ποιητής εκείνης της εποχής Αλέξανδρος Ραγκαβής. Στάλθηκε λοιπόν μια επιστολή στον Ουγκώ, που ήταν εξόριστος σε ένα βραχώδες νησί στο στενό της Μάγχης.
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Όταν ο Παγκρήτιος Ξεσηκωμός του 1866 έδειχνε σε όλο τον κόσμο την αποφασιστικότητα των αγωνιστών (που δεν ήταν μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες, που δεν ήταν μόνο λαϊκοί αλλά και ιερωμένοι, που δεν ήταν μόνο μεγάλοι σε ηλικία αλλά και μικροί) όλοι τους έκριναν ότι η επανάσταση δεν θα είχε τύχη να προχωρήσει μόνη της κι ότι είχε ανάγκη την υποστήριξη της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, ενώ η θέληση των επαναστατημένων ήταν να απαλλαχθεί η Κρήτη από τη βάρβαρη τυραννία των Τούρκων και να ενωθεί με την Ελλάδα, πίστευαν με αφέλεια εκείνο τον καιρό ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, σαν ομόδοξοι, θα έσπευδαν να συμπαρασταθούν και να υποστηρίξουν τον αγώνα τους.
Έπρεπε όμως να βρεθούν οι κατάλληλες φωνές που θα τάραζαν τα νερά στην Ευρώπη και θα της έδειχναν «ποιό είναι το χρέος της». Είπαμε, πως έτσι αφελώς πίστευαν τότε. Παρ’ όλα αυτά, από εκείνη την αγνή τους σκέψη προέκυψε ένα ξεχωριστό γεγονός, που μας απασχολεί ακόμα και σήμερα:
Αποφασίστηκε ομόφωνα ότι, πρώτος ανάμεσα στους πρώτους που έπρεπε να δραστηριοποιηθεί για το σκοπό αυτό, θα έπρεπε να είναι ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ. Δεν είχε γράψει μόνο τους «Άθλιους», την «Παναγία των Παρισίων», τους «Εργάτες της Θάλασσας», τον «Άνθρωπο που Γελά». Ήτανε δημοκράτης και επαναστάτης και η φωνή του είχε παγκόσμια αποδοχή.
Την ενημέρωση και την ενεργοποίηση του Ουγκώ για το Κρητικό Ζήτημα ανέλαβε ο Αθηναίος διπλωμάτης και ποιητής εκείνης της εποχής Αλέξανδρος Ραγκαβής. Στάλθηκε λοιπόν μια επιστολή στον Ουγκώ, που ήταν εξόριστος σε ένα βραχώδες νησί στο στενό της Μάγχης. Το γράμμα αυτό του ζητούσε να γίνει κήρυκας των δικαίων της Κρήτης και με τη λύρα του να τραγουδήσει την παλικαριά των μαχόμενων παιδιών της.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ - που, σε διάρκεια, είναι ο δεύτερος μετά τον Μπάυρον κορυφαίος φιλέλληνας που έχει να επιδείξει ο ελληνισμός - ανταποκρίθηκε αμέσως. Δημοσιοποιεί την πρώτη του καταγγελία και με θέρμη διαλαλεί στα πέρατα του κόσμου, χωρίς περιστροφές και μισόλογα, τα δίκαια της επαναστατημένης Κρήτης:
«Από την Αθήνα έφτασε σ’ εμένα μια κραυγή. Έγινε έκκληση σ’ εμένα - και το όνομά μου προφέρεται από στόματα πολλά. Ποιός είμαι εγώ, ώστε να αξίζω μια τέτοια τιμή; Ένα τίποτα είμαι, ένας νικημένος. Και ποιοί είναι αυτοί που απευθύνονται σ’ εμένα; Νικητές. Ναί, ηρωικοί Κρήτες, εσείς που σήμερα καταδυναστεύεστε, θα είσαστε οι νικητές του μέλλοντος. Σταθείτε αδάμαστοι, έστω και με την ψυχή στο στόμα, ο θρίαμβος τελικά θα είναι δικός σας. Το βογγητό της αγωνίας σας είναι η δύναμή σας...Κρήτες, βαστάτε. Είναι αδύνατο να νικηθείτε. Οι αρχές της επανάστασης, κι αν ακόμα αυτή καταπνιγεί, παραμένουν ζωντανές. Τετελεσμένα γεγονότα, έξω από το δίκαιο, δεν υπάρχουν. Τα πράγματα δεν τελειώνουν ποτέ. Η αέναη ροή τους είναι το φυλαχτό που κρατάει το δίκαιο ζωντανό. Το δίκαιο πάντα επιπλέει. Τα άγρια και αφρισμένα κύματα, που γεννούν οι βρώμικες ενέργειες των ισχυρών, πέφτουν συνεχώς επάνω του, αυτό όμως βγαίνει πάντα στον αφρό».
Μόλις μαθεύτηκαν στην Κρήτη τα λόγια συμπαράταξης του διάσημου συγγραφέα, οι μαχητές του έστειλαν αμέσως ένα μεγάλο ευχαριστώ του λαού της Κρήτης και, μαζί με αυτό, μιαν έκκληση, να συνεχίσει το έργο που άρχισε. Η επιστολή στάλθηκε από το στρατόπεδο των Κρητικών στον Ομαλό, με την υπογραφή του στρατιωτικού αρχηγού Ιωάννη Ζυμπρακάκη:
«Από τη γερή σου την ψυχή ήρθε ένας αέρας και στέγνωσε τα δάκρυά μας. Στα παιδιά μας είπαμε: Πέρα από τις θάλασσες υπάρχουν λαοί δυνατοί και γενναίοι, που υπηρετούν το δίκαιο και θα σπάσουν τις αλυσίδες μας. Αν ίσως όμως χαθούμε στην πάλη και σας αφήσουμε ορφανά στους πέντε δρόμους να γυρίζετε τα βουνά με τις μανάδες σας πεινασμένες, οι λαοί αυτοί θα σας κάμουν παιδιά τους και τα βάσανά σας θα τελειώσουν.
Ωστόσο, ανώφελα αγναντεύουμε κατά τη Δύση. Βοήθεια καμμιά δεν μας πρόφθασε. Και τα παιδιά μάς είπαν: Μας γέλασαν. Ήρθε όμως το γράμμα σου, ό,τι πολυτιμότερο για μας κι από τα καλύτερα άρματα ακόμα. Το γράμμα αυτό σφραγίζει το δίκαιό μας, γι’ αυτό ξεσηκωθήκαμε. Δεν είχαμε, βέβαια, την αξίωση, πεντάφτωχοι βουνίσιοι εμείς, με άρματα λιγοστά, να νικήσουμε μονάχοι μας τις δύο αυτοκρατορίες, την Αίγυπτο και την Τουρκία, που ρίχτηκαν επάνω μας ενωμένες. Σκοπεύαμε να επικαλεσθούμε τη δημόσια γνώμη, που, όπως μας είπαν, κυριαρχεί στον σημερινό τον κόσμο. Να κάνουμε έκκληση στις μεγάλες ψυχές - που, όπως εσύ, είναι οι οδηγοί της δημόσιας αυτής γνώμης.
Χάρη στις επιστημονικές ανακαλύψεις, η υλική δύναμη σήμερα είναι υποχείρια του πολιτισμού. Έτσι, ενώ η Ευρώπη πριν τέσσερεις αιώνες ήταν ανήμπορη μπροστά στους βαρβάρους, σήμερα οι αποφάσεις και οι νόμοι της απλώνονται και σε αυτούς. Αν λοιπόν η Ευρώπη το θελήσει, θα πάψει να υπάρχει καταπίεση μέσα στην ανθρωπότητα.
Όπως μαθαίνουμε, η σκλαβιά των μαύρων στην Αμερική καταργήθηκε. Η δική μας όμως σκλαβιά είναι σίγουρα πολύ πιο βαριά από εκείνη των μαύρων, είναι ασήκωτη...Αν ήταν δυνατό να γνωρίζεις την ιστορία της καθεμιάς από τις οικογένειές μας όπως κατέχεις την ιστορία του άμοιρου του νησιού μας, θα έβλεπες από την μιαν άκρη του μέχρι την άλλη τον πατέρα να σφάζεται από το μαχαίρι του τυράννου, τη μάνα να την αρπάζουν από τα παιδιά της και να την οδηγούν στην πιο ατιμωτική απ’ όλες τις σκλαβιές, τις αδερφές να τις ατιμάζουν μπροστά στους αδερφούς τους, και αυτούς, με τη σειρά, να τους αιματοκυλούν καταγής.
Ποιητή, είσαι φως και φωτάς. Σε εξορκίζουμε, φώτισε εκείνους που δεν μας ξέρουν, που οι απατεώνες μάς διαβάλλουν, ώστε να στέκονται αυτοί εχθρικά απέναντι στην άγια υπόθεσή μας. Αποτελείωσε το έργο σου. Μας λες νικητές. Μα μαζί μ’ εσένα θα νικήσουμε".
Ο σπουδαίος Γάλλος φιλέλληνας, ενημερωμένος ήδη για την πτώση της Μονής Αρκαδίου, δημοσίευσε απαντητική επιστολή:
«Υπακούω σ’ εντολή άνωθεν και γράφω αυτές τις γραμμές. Σε εντολή που τη στέλνει η αγωνία. Μέσα της έχει το πυρ της ηρωικής προσταγής. Η επιγραφή της είναι: Ο Λαός των Κρητών προς τον Βίκτωρα Ουγκώ. Η εντολή λέει: «Εξακολούθησε αυτό που άρχισες». Κι εγώ, αφού το θέλει η Κρήτη που την ώρα αυτή δίνει τον υπέρ πάντων αγώνα, παίρνω ξανά το λόγο. Θέλετε να ακούσετε πώς έχουν τα γεγονότα στην Κρήτη; Ιδού: Η επανάσταση δεν πέθανε. Έχασε τον κάμπο, αλλά κρατάει τα βουνά. Η επανάσταση ζει, προσκαλεί, κράζει σε βοήθεια. Γιατί επαναστάτησε η Κρήτη; Γιατί ενώ ο Θεός την έπλασε ομορφότερη απ όλες τις περιοχές της οικουμένης, οι Τούρκοι την μετέβαλαν στην αθλιότερη. Η Κρήτη επαναστάτησε γιατί έχει προϊόντα, τα καλύτερα, και δεν έχει εμπόριο, γιατί έχει χωριά και δεν έχει δρόμους, γιατί έχει λιμάνια και δεν έχει πλοία, έχει δικαιώματα χωρίς όμως να είναι νομοθετημένα, έχει ήλιο και δεν έχει φως καθόλου. Το πηχτό σκοτάδι της τούρκικης σκλαβιάς είναι αδιαπέραστο. Επαναστάτησε η Κρήτη γιατί είναι Ελλάδα κι όχι Τουρκία. Γιατί η ξένη κυριαρχία είναι αφόρητη. Επαναστάτησε η Κρήτη γιατί είναι αδύνατον να ασκεί κυριαρχία στην πατρίδα του Ετέαρχου και του Μίνωα βαρβαρόφωνος τύραννος. Γιατί και συ, Γαλλία, θα επαναστατούσες!
Επαναστάτησε η Κρήτη κι έπραξε άγια. Η πολεμική γραμμή απλώνεται από την Κίσσαμο ως το Λασίιθι και μέχρι την Ιεράπετρα. Και νά τώρα τα ανδραγαθήματά της: Οι επαναστάτες έδωσαν τέσσερεις μάχες, στις τρεις από αυτές στάθηκαν νικητές. Στον Αποκόρωνα, στο Βαφέ, στου Σέλινου το Κάστρο. Υπήρξε όμως και ένα ουρανόφεγγο ολοκαύτωμα.
Το μοναστήρι του Αρκαδίου, που είχε χτιστεί επί εποχής του αυτοκράτορα Ηρακλείου, πολιορκήθηκε από δεκαέξι χιλιάδες Τούρκους που άρχισαν την επίθεση (7 Νοεμβρίου 1866) ενάντια σε 197 άνδρες και 343 γυναικόπαιδα. Οι Τούρκοι είχαν ακόμη μαζί τους 26 κανόνια και 2 μπομπάρδες. Οι Έλληνες κρατούσαν μονάχα 240 ντουφέκια. Δύο μερόνυχτα κρατάει ο πόλεμος και το μοναστήρι αντέχει. Οι χίλιες διακόσιες όμως βόμβες που ρίξαν οι Τούρκοι στο μαντρότοιχο που το περιζώνει, τον έχουν κάνει κόσκινο. Ένα μέρος του τοίχου υπονομεύτηκε και τινάχτηκε στον αέρα. Τώρα οι Τούρκοι χύνονται μέσα. Οι Έλληνες εξακολουθούν τη μάχη σώμα με σώμα. Εκατόν πενήντα ντουφέκια άναψαν, μα πολεμάνε ακόμα για έξη ώρες, από κελί σε κελί, από σκαλί σε σκαλί. Δυό χιλιάδες τούρκικα κουφάρια στοιβάζονται στην αυλή, αλλά και η στερνή αντίσταση λυγάει. Οι Τούρκοι πλημμυρίζουν τους χώρους του μοναστηριού.
Μια αίθουσα μόνο παραμένει σφαλιστή, εκεί όπου βρίσκονται η άγια τράπεζα, τα γυναικόπαιδα και το μπαρούτι. Ο ηγούμενος του μοναστηριού Γαβριήλ προσεύχεται, έξω οι πατεράδες και οι άντρες πέφτουν ο ένας μετά τον άλλο. Για τις γυναίκες και τα παιδιά η πιο φοβερή κακοτυχία είναι να ζήσουν και να συρθούν στα χαρέμια. Οι Τούρκοι, κυρίαρχοι πιά, αρχίζουν με τα τσεκούρια να πελεκάνε την πόρτα και, όπου να ’ναι, θα την κομματιάσουν. Ο γέροντας παίρνει το κερί που καίει στην άγια τράπεζα, απλώνει το βλέμμα του πάνω στις γυναίκες και στα παιδιά, γέρνει την φλόγα του κεριού στο μπαρούτι, και τους σώζει. Η τρομερή έκρηξη αποθεώνει τους «νικημένους», η αγωνία γίνεται θρίαμβος. Και το ηρωικό μοναστήρι που πολέμησε σαν κάστρο, πεθαίνει σαν ηφαίστειο. Τα Ψαρά δεν είναι επικότερα, το Μεσολόγγι δεν είναι ψηλότερο.
Αυτά συνέβησαν στην Κρήτη. Τί κάνουν όμως οι πολιτισμένες κυβερνήσεις; Τί περιμένουν; Σιγοψιθυρίζουν: Υπομονή, το συζητάμε. Το συζητάτε; Οι Τούρκοι όμως συνεχίζουν το καταστροφικό τους έργο: Ξεριζώνουν τις ελιές, ανατινάζουν τα ελαιοτριβεία, καίνε τα χωριά, αφανίζουν τα γεννήματα, διώχνουν ολάκερους πληθυσμούς για να πεθάνουν από την πείνα και την παγωνιά στα βουνά, αποκεφαλίζουν τους άνδρες, κρεμάνε τους γερόντους, βιάζουν τις γυναίκες, ακόμα και στα παιδιά που κείτονται στο χώμα τους χώνουν στα ρουθούνια τους αναμμένο κερί για να δουν αν είναι πράγματι πεθαμένα. Με τέτοιο τρόπο φέρανε στη ζωή πέντε πληγωμένους στο Αρκάδι, για να έχουν τη χαρά να τους κρεμάσουν! Κι εσείς, Ευρωπαίοι, συστήνετε υπομονή...»
Με τέτοια φωνή μίλησε στο παγκόσμιο και στο διαχρονικό κοινό για το Αρκάδι ο κορυφαίος αυτός πνευματικός δημιουργός.
Αργότερα, όταν πέθανε, οι Γάλλοι τον αποθέωσαν βάζοντας το σκήνωμά του κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου στην πρωτεύουσά τους, με χιλιάδες ανθρώπους από όλη τη Γη ολόγυρά του, που είχαν έρθει να τον τιμήσουν με ολονυκτία.
Ανάμεσά τους και μια αντιπροσωπεία Κρητικών - που θέλανε, με την παρουσία τους, να πούνε ένα σιωπηλό ευχαριστώ ευγνωμοσύνης σε μια μοναδική φωνή, που κάποτε μίλησε για τον αγώνα τους.