Από την Κραυγή του Λύκου στους Πρόσφυγες

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

Όχι ένα, αλλά δύο μυθιστορήματα, μαζί, γίνονται η αφορμή για τα παρακάτω γραφόμενά μου.

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

 

      «Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης. | Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε, | αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα, και ξεχειλίσει, | ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια. | Ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων. | Εμείς, που τίποτε δεν είχαμε, θα τους διδάξουμε τη γαλήνη» 

                                                                                                                                                                                                ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

                                                                                                                                                                            (Από το ποίημά του  «Μυθιστόρημα»)    

      

 Όχι ένα, αλλά δύο μυθιστορήματα, μαζί, γίνονται η αφορμή για τα παρακάτω γραφόμενά μου. Είναι δυο βιβλία κάποιου, που μέχρι πρότινος δεν γνώριζα. Όμως ποτέ δεν είναι αργά για να γνωρίσεις κάποιον. 

      Μου δόθηκε η ευκαιρία να καλύψω αυτήν την παράλειψη ζωής όταν βρέθηκα ένα βράδυ στην Νεάπολη, παρακινημένος από τον Ελουντιανό φίλο μου Κωστή Μαυρικάκη που θα μιλούσε σε μια βιβλιοπαρουσίαση …μετά μουσικής και εδεσμάτων. Εκεί γνώρισα από κοντά τον Μανώλη Συλλιγάρδο. Όχι μόνο τον άνθρωπο, αλλά και την πένα του. Δανείζομαι ένα σημείο από τα σχόλια, τότε, του Κ. Μαυρικάκη: 

      «Η πένα του Μανώλη, ενός πολλά υποσχόμενου συντοπίτη συγγραφέα, επαναδιατυπώνει με σχολαστικότητα, με ακρίβεια, με επιμονή και με αθέατους υπαινιγμούς για τον υποψιασμένο αναγνώστη, τις αιώνιες και αειθαλείς αρχές της δικαιοσύνης που πρέπει να ριζώσει μόνιμα στη Γη μας…Ο συγγραφέας, το πρωί ένας ρομαντικός «Ρομπέν των Δασών» που υπηρετεί και περιφρουρεί την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και τον δασικό πλούτο στην πλώρη της Κρήτης, και το βράδυ ένας «Οβιδιακά μεταμορφούμενος» γραφιάς, που απεκδύεται τον ημερήσιο εαυτό του και κλειδομανταλώνεται στην επώδυνη μοναξιά και έρημο κάθε πνευματικού ανθρώπου, παρέα με τους φανταστικούς του ήρωες».

      Τον Μανώλη Συλλιγάρδο (η καταγωγή του είναι από τη Βουλισμένη και με τη γυναίκα του, την Μαρία Δεμέτζου, έχουμε κοινή καταγωγή από τις Λίιμνες) ο Κωστής τον αποκάλεσε «Ρομπέν των Δασών», γιατί είναι ο Δασάρχης της Ανατολικής Κρήτης. «Κατόπιν εορτής», λοιπόν, διάβασα τα δυο βιβλία του, την «Κραυγή του Λύκου» (με την υποστήριξη Εκδόσεων Αφοί Βλάσση) και τους «Πρόσφυγες» (Εκδόσεις Πηγή). 

      Μπορεί ο τίτλος της αναφοράς μου να δείχνει το πέρασμα από το πρώτο του βιβλίο στο δεύτερο, όμως - στο νόημά τους - οι δυο τίτλοι των βιβλίων μαζί, θέλω να δείξουν τη γενεσιουργό αιτία και το απαράδεκτο αποτέλεσμα της σκληρής ανθρώπινης πραγματικότητας, που ανέκαθεν δημιουργείται. Όσα και να ξεδιπλώνει με το ταλέντο του, όσα και να περιγράφει με την πένα του - ή μάλλον, απ’ ό,τι μου είπε ο ίδιος, με το δάκτυλό του στο πλήκτρο του κομπιούτερ του, λες και το βάζει ο ίδιος επί τον τύπον των ήλων - όσα και να βάζει στις σελίδες του, η αλήθεια τον ξεπερνάει. Όμως κάνοντας αυτή την αλήθεια «μούσα» του, τον οδηγάει - και μαζί του κι εμάς - σ’ έναν πολυδαίδαλο κόσμο ανασφάλειας και κτηνωδίας, που δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε. Γιατί ο Λύκος βρίσκεται μέσα μας. Και δημιουργεί τους Πρόσφυγες, που τελικά είμαστε εμείς. Μπορεί να μην έχει συμβεί ακόμα σ’ εμάς, αλλά ο Λύκος που γεννάμε (που στο πρώτο βιβλίο είναι ένας Γερμανός γεννημένος από Εβραία) σκοτώνει στο τέλος τον πατέρα του, αλλά δεν σκοτώνει και τον εαυτό του. Ξεπερνάει στην ηλικία του τα εκατό χρόνια. Κι όμως, η Νέμεση δεν έρχεται. Κι ας έχει, στο μεταξύ, αιματοκυλήσει πολλούς ανθρώπους στη ζωή του. Την καλεί ο ίδιος - με τα λόγια του Μανώλη Συλλιγάρδου: 

      «Το ροζιασμένο χέρι του, κουρασμένο από τα βαθιά γεράματα, σταμάτησε να γράφει. Έξω συνεχίζονταν ακατάπαυστα οι πυροβολισμοί των Ισραηλινών στρατιωτών κατά των Παλαιστινίων. Στη Χάιφα, όπου χρόνια ζει μετά τον Πόλεμο, αφού άλλαξε ταυτότητα, παντρεύτηκε εκεί, και έκανε παιδιά κι εγγόνια. Αφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη. Κι όμως τίποτα δεν άλλαξε…Αυτοί, που διώχθηκαν πριν ανήλεα από τον Χίτλερ, τώρα καθόριζαν τις τύχες άλλων λαών και μετέτρεπαν τη δικιά τους παλιά γενοκτονία στη μετέπειτα γενοκτονία των Παλαιστινίων…Το περίστροφο, ακουμπισμένο δίπλα του, περίμενε για να το σηκώσει. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε στο γκρίζο σούρουπο…Τα εγγόνια του δεν άργησαν να τον βρουν νεκρό, με τη βιογραφία του βουτηγμένη στο αίμα».

      Έτσι, συμβολικά, τελειώνει το βιβλίο: Η βιογραφία του, γεμάτη με το αίμα των άλλων, έμεινε βουτηγμένη στο δικό του αίμα. Και αν κάποιος πει ότι αυτά γράφονται σε μυθιστόρημα και δεν μπορεί ένας εγκληματίας πολέμου να παρουσιάζεται - μετά - σαν υπέρμαχος της ειρήνης, σας θυμίζω τον Κουρτ Βαλντχάιμ, που ήταν Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και που ήτανε παλιός ναζιστής. Ο καθυστερημένος θάνατος του Γερμανοεβραίου της ιστορίας του Συλλιγάρδου συμβαίνει, γιατί ο Λύκος επιβιώνει και είναι πάντα μέσα μας. Είναι έτοιμος από την φύση μας να κάνει κι άλλο κακό, χωρίς τελειωμό.

      Κι αυτό αποδεικνύεται στο δεύτερο βιβλίο, που καταργεί τον χρόνο και εκεί η κάθε του σελίδα μπλέκει το Παρελθόν με το Μέλλον. Σ’ αυτό το βιβλίο, ο καιρός του είναι πριν από τον καιρό του πρώτου βιβλίου που βρισκόταν μέσα στην Γερμανική Επικράτεια (όπου συμπεριλαμβανόταν και η κατοχική Ελλάδα) του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στους «Πρόσφυγες», το Παρελθόν βρίσκεται στη Σμύρνη, που καίγεται μαζί με τους σφαγμένους ή με τους πνιγμένους Έλληνες της και με τις βιασμένες Ελληνίδες της. Στο ίδιο όμως βιβλίο - έστω κι αν έχουν περάσει στο μεταξύ εκατό ολόκληρα χρόνια - συνυπάρχει το Μέλλον, που μοιάζει καταπληκτικά και απαράδεκτα με εκείνο το Παρελθόν, αφού όλα συναντιούνται στο Παρόν μας που συμβαίνει στη Συρία. 

      Πρόσφυγες κι εκεί - που προσπαθούν να περάσουν από τη Συρία των τζιχαντιστών στην Τουρκία, που έσφαζε τους Έλληνες, και να φτάσουν στην πολυπόθητη σημερινή Γερμανία. Εκεί που, ό,τι και να άλλαξε στα μέρη της, ακόμα ακούγεται η κραυγή του Λύκου.

      Ένα πλέγμα ανθρώπων και καταστάσεων και στα δυο βιβλία, όπου όλες τις επιμέρους συγγραφικές αδυναμίες του ο Συλλιγάρδος τις ξεπερνάει με τη δύναμη της φαντασίας στο πλευρό του και με τη συγκίνηση της συν-πάθειας μέσα του. Ένα πλέγμα ανθρώπων και καταστάσεων που γεννάει τα πλέγματα. Τα συρμάτινα πλέγματα, που εμποδίζουν τους πρόσφυγες να περάσουν τα σύνορα, που δεν είναι μόνο των κρατών αλλά και της ίδιας της μοίρας τους. Με ανθρώπους που ξαφνικά βρέθηκαν χωρίς μοίρα και χωρίς την προηγούμενη προσωπικότητά τους, είναι γεμάτο το βιβλίο. Ο Συλλιγάρδος περιγράφει μια ανθρώπινη κόλαση, χωρίς παράδεισο απέναντί της.  

      Το βιβλίο του «Πρόσφυγες» το γεμίζει με δρομολόγια. Τα δρομολόγια που χαράζει είναι σύντομα, σαν πάνω σε χάρτη, γιατί γίνονται με τα πόδια ή με τις βάρκες προς τον λυτρωμό. Τα δρομολόγια όμως που καταγράφει ότι κάνουν οι ψυχές τους από την αγωνία και τον τρόμο είναι ατελείωτα, γιατί συνεχίζονται κι όταν έχουνε βρει τον λυτρωμό. Είναι το παιδί τους που πνίγηκε ή που το άρπαξαν οι ξένοι, είναι η βέρα που τους έμεινε στο χέρι από τη γυναίκα τους που χάθηκε μπροστά τους μέσα στην αγριεμένη θάλασσα – τη θάλασσα που δεν έχει καμμιά σχέση με την ήρεμη θάλασσα των Ευρωπαίων τουριστών. Είναι, τέλος πάντων, τα ατελείωτα δρομολόγια του καημού που θα τους στοιχειώνουν μέχρι να πεθάνουν οι ίδιοι.     

       Ο Μανώλης Συλλιγάρδος έχει έναν ωραίο τρόπο, πολλές φορές, στην αφήγησή του να παίρνει τους πρωταγωνιστές του - και τον αναγνώστη του μαζί - και να τους πηγαίνει σ’ ένα ονειρικό αντάμωμα με σκιές ανθρώπων που δεν υπάρχουν πιά και μετά να επαναφέρει τα πάντα στην πραγματικότητα.        

     Η Γερμανία, ο σημερινός δηλαδή παράδεισος για τόσους και τόσους πρόσφυγες, εμφανίζεται στο βιβλίο να φτάνει για κάποιους κάτω από τα πόδια τους. Όμως και να συνταιριάζονται, στον παράδεισο αυτόν της εποχής μας, δυο διαφορετικές πραγματικότητες με το ίδιο χρώμα, στα λόγια: «Τα γκρίζα κτίρια υποδέχτηκαν τις γκρίζες ψυχές τους». Ο συγγραφέας διαμορφώνει, μέσα από τον βηματισμό των δύο βιβλίων του, έναν δικό του τρόπο να περιγράφει και να εξιστορεί. Αλλού επιλέγει να γλυκαίνει - κι αλλού να εξαγριώνει.

      Στο πρώτο του βιβλίο παρουσιάζει έναν γέρο 101 χρονών που ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει και στο δεύτερο εστιάζει σε ένα μικρό παιδί, που χάνεται πνιγμένο στα βάθη της τρικυμισμένης θάλασσας, αντιστρέφοντας το γνωστό «εάν γλυτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα». Γλυτώνει δηλαδή, μυθιστορηματικά, όλους τους άλλους, ακόμα κι αυτούς που τους αρπάζουν τζιχαντιστές για να τους εξισλαμίσουν και να τους κάνουν ανθρώπους-βόμβες, αλλά γλυτώνει και τις γυναίκες που τις αρπάζουν τα πνιγηρά κύματα. Και τους βάζει όλους αυτούς, στην τελευταία σελίδα, μαζί με μακρινούς συγγενείς τους που δεν τους ξέρουν - άλλους που γλύτωσαν από την Κόλαση της Σμύρνης παλιά και άλλους από την Κόλαση της Συρίας στις μέρες μας - να στέκονται δίπλα-δίπλα - για μια στιγμή - μπροστά στον γνωστό μεγάλο πίνακα του Ντελακρουά «Η καταστροφή της Χίου». Ένας πίνακας ζωγραφικής, που έχει ξεφύγει κι αυτός από τον Καιρό του Τότε και έχει γίνει διαχρονικός, γιατί η κραυγή του Λύκου - έστω από μακριά - ακούγεται πάντα, λες κι είναι απίστευτα κοντά μας. Τελικά, οι άγνωστοι μεταξύ τους συγγενείς, που συμβολίζουν όλους τους ανθρώπους, βλέπουν την «πληγή τους» στον πίνακα - και μετά χωρίζουν, χωρίς μιλιά.

      Ο Μανώλης Συλλιγάρδος αποδεικνύεται δυνατός στο γράψιμο, οργανωτικός στα αφηγηματικά πισωγυρίσματά του. Οι αφηγήσεις του θυμίζουν τεχνικές του Ομήρου, του πρώτου διδάξαντα του ιστορικού μυθιστορήματος. Η μοναδική προσωπική του αδυναμία (μέσα στα δυο βιβλία του) είναι αυτή που ξεδιπλώνεται στα λιγοστά γράμματα της αφιέρωσής τους στη μητέρα του.                   

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ