ΑΠΟΨΕΙΣ
Ανίερη Ιεροσύνη
Ποιος φταίει γι’ αυτά τα φαινόμενα; Οι αιτίες μπορούν να αναζητηθούν είτε στο σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον είτε στην ίδια την Εκκλησία είτε στο ίδιο το πρόσωπο του ιερέα.
Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη
Το επεισόδιο με τον αρχιμανδρίτη που «ράντισε» τους μητροπολίτες του εκκλησιαστικού δικαστηρίου με καυστικό υγρό είναι πράγματι πρωτόφαντο και πρωτόγνωρο. Ένας άνθρωπος που φέρει το ράσο, που υποτίθεται πως διδάσκει την αγάπη και την καλοσύνη, που έχει ταχθεί να διακονεί ένα υψηλό λειτούργημα, αυτό της ιεροσύνης, συμπεριφέρθηκε με τέτοιο ανίερο, εκδικητικό και απάδοντα προς κάθε έννοια σεβασμού προς την ανθρώπινη ζωή τρόπο. Διότι, ακόμα κι αν είχε δίκιο (που δεν είχε), η πράξη του δείχνει πως στην ψυχή του δεν είχε καρπίσει τίποτε από τη διδασκαλία του Χριστού, τον Οποίο υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε. Αλλά δεν είναι αυτό το μοναδικό φαινόμενο με ιερείς που εμπλέκονται σε πράξεις που αμαυρώνουν το λειτούργημά τους και κατ’ επέκταση σπιλώνουν-δυστυχώς- την ίδια την Εκκλησία ως θεσμό.
Πληροφορούμαστε από τα ΜΜΕ για ιερείς που εμπλέκονται σε παιδεραστία, σε βιασμούς ανηλίκων, σε κλοπές, σε οπλοκατοχή, σε ναρκωτικά, σε βίαιες συμπεριφορές. Αποκλειστικά σ’ αυτούς τους ελάχιστους ανίερους ιερείς αναφέρεται τούτο το κείμενο.
Δεν θέλω να πω ότι και σε παλαιότερες εποχές δεν υπήρξαν ιερείς που δεν τίμησαν το ράσο τους. Ωστόσο, τότε οι κοινωνίες ήταν πιο συντηρητικές, υπήρχαν οι αυστηροί άγραφοι κανόνες, ο κοινωνικός έλεγχος λειτουργούσε, ο σεβασμός προς την Εκκλησία ήταν δεδομένος και οι ιερείς, αν και με χαμηλή μόρφωση, είχαν μεγαλύτερη επίγνωση της ιερότητας του έργου και του ρόλου τους. Σήμερα τι έχει αλλάξει και παρατηρούνται αυτά τα σωρευτικά φαινόμενα; Ο Χριστός στην «Επί του όρους ομιλία του» είχε αποκαλέσει τους μαθητές του «ἅλας τῆς γῆς» και «φῶς τοῦ κόσμου», λέγοντάς τους: «Ό, τι είναι το αλάτι για την τροφή είστε κι εσείς για τον κόσμο. Αν το αλάτι χάσει την αρμύρα του, πώς θα την αποκτήσει ξανά; Δεν χρησιμεύει σε τίποτε‧ το πετούν στο δρόμο και το πατούν οι άνθρωποι. Εσείς είστε το φως του κόσμου‧ μια πόλη χτισμένη ψηλά δεν μπορεί να κρυφτεί. Οι άνθρωποι, όταν ανάψουν ένα λυχνάρι, δεν το βάζουν κάτω από ένα δοχείο, αλλά το τοποθετούν στο λυχνοστάτη, για να φωτίζει τους ανθρώπους του σπιτιού. Έτσι να λάμψει και το δικό σας φως μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά έργα σας και να δοξάσουν τον ουράνιο Πατέρα τους» (Ματθ. 5,13-15).
Φαίνεται πως για κάποιους (ευτυχώς πολύ λίγους) ιερείς αυτά είναι όχι λόγια του αρχηγού της πίστεώς μας αλλά λόγια «του αέρα». Φαίνεται πως για τους συγκεκριμένους το αλάτι έχει «μωρανθῇ», έχει χάσει την αρμύρα του, άρα έχουν απολέσει την ουσία του ιερατικού αξιώματος, έχουν απολέσει αυτό που τους δίδει την ιερατική ιδιότητα. Φαίνεται ακόμη ότι το φως της ιεροσύνης είτε έχει σβήσει μέσα τους είτε το έχουν κρύψει «ὑπὸ τὸν μόδιον», δηλαδή κάτω από το «αγγείο» του εξωτερικού σχήματος (του ράσου), ώστε το φως του να μη φωτίζει τους ανθρώπους. Κρατούν μόνο το εξωτερικό σχήμα, ενώ ο κόσμος μέσα τους είναι ά-σχημος, χωρίς καλλιέργεια, χωρίς πίστη, χωρίς αγάπη, χωρίς πνευματικότητα. Έχουν ξεχάσει τις υποσχέσεις που έδωσαν κατά τη χειροτονία τους, με τις βαρύγδουπες ομιλίες που εκφώνησαν ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Εξέλιπε από μέσα τους ο «φόβος του Θεού», που είναι η αρχή της σοφίας, και ζουν «ὡς ἄσοφοι» και όχι «ὡς σοφοί» (Εφεσ. 5,15). Αδιαφορούν για «το της ιεροσύνης αξίωμα», για το θυσιαστικό φρόνημα που πρέπει να χαρακτηρίζει τον ιερέα, και μένουν προσκολλημένοι στη σκοτεινή πλευρά του εαυτού τους. Μοιάζουν με τους «κεκονιαμένους (σοβαντισμένους) τάφους», για τους οποίους ομιλεί ο Χριστός, «οι οποίοι απέξω φαίνονται ωραίοι, από μέσα όμως είναι γεμάτοι νεκρά κόκκαλα και κάθε ακαθαρσία» (Ματθ. 23,27).
Επανέρχομαι στο ερώτημα: ποιος φταίει γι’ αυτά τα φαινόμενα; Οι αιτίες μπορούν να αναζητηθούν είτε στο σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον είτε στην ίδια την Εκκλησία είτε στο ίδιο το πρόσωπο του ιερέα. Ο υποψήφιος ιερέας, ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, ζει σε ένα περιβάλλον χωρίς πνευματικότητα, με ανθρώπους χωρίς εσωτερικές αναζητήσεις, με ένα επιφανειακό («ερασιτεχνικό» θα τον έλεγα) χριστιανισμό, με ρηχή και ανεπίγνωστη πίστη, με υλιστικό φρόνημα. Οι πειρασμοί σήμερα είναι περισσότεροι και το κακό παραμένει γοητευτικό. Είναι, λοιπόν, εύκολο να παρασυρθεί ένας ιερέας από το πνεύμα του κόσμου, γιατί κι αυτός είναι «σάρκα φορῶν καὶ τὸν κόσμον οἰκῶν». Ωστόσο, αυτό μπορεί να αιτιολογεί το φαινόμενο, δεν το δικαιολογεί όμως, γιατί την ίδια στιγμή οι ιερείς, στη μεγάλη πλειονότητά τους, ζουν στο ίδιο περιβάλλον, τιμούν όμως το ράσο και το λειτούργημά τους.
Ευθύνες, όμως, έχει και η διοικούσα Εκκλησία, που ίσως δεν ελέγχει, όσο και όπως θα έπρεπε και απαιτούν οι κανόνες της, τους υποψηφίους για την ιεροσύνη. Ο σκοπός δεν είναι να βρεθεί κάποιος-οποιοσδήποτε- για να χειροτονηθεί, επειδή η Εκκλησία έχει ανάγκη από ιερείς. Ο σκοπός είναι, εκείνος που θα θελήσει να μπει στην ιεροσύνη, να έχει επίγνωση του έργου και της αποστολής του, που σαφώς και διαφέρει πολύ από άλλα έργα. Η Εκκλησία πρέπει να βεβαιώνεται ότι ο υποψήφιος ιερέας είναι άξιος για την ιεροσύνη. Και προτού ο χειροτονών αρχιερέας καλέσει το λαό να φωνάξει το «άξιος», πρέπει να έχει εξετάσει ποικιλότροπα και πολύπλευρα τον χειροτονούμενο, να τον γνωρίζει σε βάθος, ώστε το «άξιος» να ανταποκρίνεται στην αλήθεια και να μην είναι λόγος χωρίς περιεχόμενο. Βεβαίως και οι αρχιερείς μας δίχως αμφιβολία φροντίζουν γι’ αυτό, αλλά η «συμμαρτυρία» που δίδει στον υποψήφιο ο πνευματικός του πρέπει να έχει όλα τα εχέγγυα, ώστε να προλαμβάνονται, στο μέτρο του δυνατού, πράξεις σαν κι αυτές που προαναφέραμε, οι οποίες δεν εκθέτουν μόνο τον ίδιο τον δράστη αλλά ολόκληρη την Εκκλησία, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτοί που καραδοκούν, για να την κατηγορήσουν αδιακρίτως, δεν είναι λίγοι. Γι’ αυτό, η Εκκλησία πρέπει μεν να προσεύχεται για τους παραβάτες ιερείς, η εκκλησιαστική δικαιοσύνη όμως οφείλει να κάνει το έργο της- πάντα με αγάπη και αμεροληψία- και να μη διστάζει να αποκόπτει από το σώμα των κληρικών τους αναξίους.
Η τρίτη αιτία βρίσκεται στα ίδια τα πρόσωπα των ιερέων εκείνων, που δεν τιμούν το αξίωμα της ιεροσύνης. Προφανώς, πρόκειται για ανθρώπους που δεν έχουν πνευματικά ερείσματα, που η πίστη τους είναι έωλη και που βλέπουν την ιεροσύνη απλώς ως βιοποριστικό επάγγελμα και άρα την υποβιβάζουν, διαστρέφουν το νόημά της και αλλοτριώνονται από το περιεχόμενό της. Είναι πρόσωπα χωρίς πνευματικό βάθος αλλά με κοσμικό φρόνημα. Ο απόστολος Παύλος, στην Α΄ προς Τιμόθεον επιστολή του (3, 2-5), , σκιαγραφεί τον υποψήφιο ιερέα ως εξής: ὁ ιερέας πρέπει να είναι «αδιάβλητος και σύζυγος μιας μόνο γυναίκας, να είναι προσεκτικός, συνετός, ευπρεπής, φιλόξενος, καλός δάσκαλος‧ να μην είναι πότης, να μην είναι βίαιος, να μην είναι αισχροκερδής, αλλά να είναι επιεικής, ειρηνικός και αφιλοχρήματος‧ να διευθύνει καλά το σπίτι του και να έχει παιδιά που να τον υπακούνε με πολύ σεβασμό, γιατί αν κάποιος δεν ξέρει να κυβερνήσει το ίδιο του το σπίτι πώς θα φροντίσει την Εκκλησία του Θεού;».
Κι αν ο παλαιότερος ιερέας μπορεί να δικαιολογηθεί, στις περιπτώσεις που, λόγω χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, έπεφτε σε κάποιο λάθος ή έκανε κάποια παρεκτροπή, σήμερα που οι περισσότεροι ιερείς έχουν σπουδάσει, είναι κάτοχοι πανεπιστημιακών διπλωμάτων ή έχουν κάνει μεταπτυχιακές σπουδές, θα περίμενε κανείς τέτοια φαινόμενα να έχουν εκλείψει. Φαίνεται όμως ότι η γνώση δεν είναι αρκετή. Εξάλλου, όπως έχει πει ο Παύλος, «ἡ γνῶσις φυσιοῖ», δηλαδή η γνώση φουσκώνει τα μυαλά, κάνει τον άνθρωπο υπερόπτη. Δεν λείπει λοιπόν η γνώση αλλά η πίστη, η αγάπη, ο φόβος του Θεού, το ιερατικό ήθος, η επίγνωση της ιερότητας του ιερατικού έργου και κυρίως η υποταγή του ατομικού θελήματος στο θείο θέλημα: «Γενηθήτω το θέλημά σου», λέμε στην Κυριακή Προσευχή. Γι’ αυτό, ο ιερέας οφείλει αφενός να μελετά τη Γραφή και τους Πατέρες και να παρακολουθεί τη σύγχρονη θεολογική σκέψη, αλλά συγχρόνως να προσεύχεται, να ζει την ιεροσύνη του ως μεγάλη δωρεά του Θεού στο πρόσωπό του, να διατηρεί ζωντανό και να ανανεώνει διαρκώς το χάρισμα που του έδωσε ο Θεός δια της επιθέσεως των χειρών του αρχιερέα, τον οποίο οφείλει να σέβεται και να τιμά.
Θα κλείσω τούτο το κείμενο με ένα απόσπασμα από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, αφού διακρίνει το πρόσωπο του ιερέα από το μυστήριο της ιεροσύνης, λέγοντας ότι ένας ανάξιος ιερέας δεν μπορεί να κηλιδώσει την αξία της ιεροσύνης (τα μυστήρια δηλ. που τελεί αυτός ο ιερέας είναι κανονικά κι έχουν όλη την αγιαστική αξία και δύναμη), τονίζει: «Αν κάποιος αξιωθεί να φτάσει σε αυτό το αξίωμα και πορευτεί με την ιεροσύνη του επάξια και άμεμπτα, το γεγονός αυτό του προσφέρει ζωή και άφθαρτο στεφάνι‧ αν όμως τολμήσει και μπει σ’ αυτήν χωρίς να το αξίζει, προξενεί για τον εαυτό του το πιο βαθύ σκοτάδι και κρίση ανελέητη (…) Αξιώθηκες, αδελφέ, να λάβεις βαθμό ιεροσύνης; Δείξε επιμέλεια να ευαρεστήσεις εκείνον που σε πήρε στο «στράτευμά» του, ζώντας με αγνότητα και με δικαιοσύνη και με σοφία πνευματική και με σαρκική καθαρότητα» (Περί ιερωσύνης, Λόγος 7, MPG 48, 1069).