ΑΠΟΨΕΙΣ
Ανεξιχνίαστοι οι μήνες του Κυρίου
Νοέμβριος ταξιδεύει! Μια λιάζει, μια συννεφιάζει, μια φυσάει, μια δε φυσάει, μια λέει πώς θα βρέξει και δε βρέχει, μια λέει πώς θα βρέξει και βρέχει, ελάχιστα , μια ψιχάλα, ίσα ίσα να λερώσει τα αυτοκίνητα και τα μπαλκόνια
της Μαρίας Λιονάκη
Νοέμβριος ταξιδεύει! Με καράβι, με αεροπλάνο, με αερόστατο, με πατίνι ; Δεν ξέρω. Τι είμαι εγώ να τα ξέρω όλα; Πάπας; Πάπας δεν είμαι.
Νοέμβριος ταξιδεύει! Με καράβι, με αεροπλάνο, με αερόστατο, με πατίνι; Εγώ θα σας πω! Εγώ που τα ξέρω όλα.
Νοέμβριος ταξιδεύει! Με καράβι, με αεροπλάνο, με αερόστατο, με πατίνι; Δεν ξέρω. Σάμπως ρώτησε κι αυτός κανένα; Πότε θα έρθει, πώς θα έρθει, πώς θα τον διάγει τον καιρό; Τον κακό του, τον κακό μας;
Ανεξιχνίαστοι οι μήνες του Κυρίου…
Νοέμβριος ταξιδεύει! Μια λιάζει, μια συννεφιάζει, μια φυσάει, μια δε φυσάει, μια λέει πώς θα βρέξει και δε βρέχει, μια λέει πώς θα βρέξει και βρέχει, ελάχιστα , μια ψιχάλα, ίσα ίσα να λερώσει τα αυτοκίνητα και τα μπαλκόνια. Πού άλλες εποχές, τέτοια εποχή, που έβρεχε πολύ… δεν είναι καιρός αυτός να τον προβλέψεις, να τον συνεννοηθείς. Νεύρα, πολλά νεύρα. Τα νεύρα μας τσατάλια. Θυμός, μεγάλος θυμός! Χωρίς λόγο, με όλα.
Με τον άντρα σου, όταν μιλάει πολύ, με τον άντρα σου, όταν δε μιλάει. Όταν δεν κάνει τίποτα στο σπίτι, αλλά και όταν κάνει, όλο κάτι κάνει, όλο καταγίνεται , πηγαινοέρχεται, όλο μες στα πόδια σου είναι. Και είναι μέσα στα πόδια σου και όλα λάθος τα κάνει. Γενικά με τον άντρα σου έχεις νεύρα. Πάντα. Φταίει, δε φταίει.
Με τη γειτόνισσα που ξεσκονίζει τα κιλίμια τα χρωματιστά, τα πλουμιστά, τα υφαντά πάνω από την απλωμένη μπουγάδα σου. Που βάζει σκούπα και κάνει θόρυβο πρωί πρωί, που εσύ δεν έχεις ξυπνήσει ακόμα, γιατί χθες βράδυ δούλευες. Να μη δουλέψεις; Να μην αργήσεις να ξυπνήσεις το πρωί; Καφές, πού είναι ο καφές;
Με τη γειτόνισσα που δε ξεσκονίζει, δεν ξεσηκώνει ποτέ το σπίτι και πώς ζει Θεέ μου μέσα σε τόση σκόνη, τόση βρωμιά; Η αχαΐρευτη; Ενώ εσύ… έχουν να το λένε είκοσι εννέα κατασκευαστές πλυντηρίων για το πόσο καθαρή και μυρωδάτη μπουγάδα απλώνεις.
Με τα παιδιά της γειτονιάς που παίζουν από κάτω, γυρνώντας από το σχολείο και κάνουν θόρυβο και δεν έχουν σπίτια να πάνε να παίξουν; Δικές τους πιλοτές πολυκατοικιών δεν έχουν, να τσιρίξουν από κάτω, κάτω από το σπίτι σου πρέπει να έρθουν; Την ώρα που ακούς τις ειδήσεις; Να μην τις ακούσεις, να μην ενημερωθείς; Μανάδες δεν έχουν να τα μαζέψουν; Διάβασμα δεν έχουν;
Με τα παιδιά που δεν παίζουν έχεις νεύρα. Που όλο μέσα κάθονται και διαβάζουν και θα πάθουν τα μάτια τους, θα βγουν ακοινώνητα και όταν μεγαλώσουν και περάσουν τα χρόνια, ο καιρός, θα καταλάβουν ότι έχασαν τα καλύτερα τους χρόνια, χωρίς να παίξουν καθόλου, αλλά τότε θα είναι αργά. Θα έχουν μεγαλώσει και τι σόι ισορροπημένοι άνθρωποι θα έχουν γίνει;
Καλέ ο Γιαννάκης είναι αυτός; Της κυρά- Ελένης; Της συμπεθέρας της κυρά-Βαγγελιώς; Που χώρισε με την Κική; Του Παντελή την πρώην; Και ποια είναι αυτή δίπλα του, καινούργια είναι η λεγάμενη; Η προηγούμενη ήταν καλύτερη! Αυτή είναι κοντή. Σαν τα πουκάμισα τις αλλάζει τις γυναίκες αυτός…
Νεύρα, πολλά νεύρα. Πάλι χτυπάει το τηλέφωνο. Από τις τηλεφωνικές εταιρείες θα είναι. Μόνο αυτοί με θυμούνται. Πάλι προσφορά. Δε θέλω άλλη προσφορά. Τόσο πάγιο, τόσα λεπτά προς όλους, τόσα προς λίγους, τόσα γίγα… Ακριβό τηλέφωνο και την ησυχία μου θέλω! Γίνεται; Δε φτάνει που πληρώνω τόσους λογαριασμούς, ΔΕΗ , ΟΤΕ, ΔΕΥΑΗ, ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ, όλα τα κεφαλαία γράμματα, αλλά και όλα τα μικρά μαζί, εφορία, φροντιστήρια, σούπερ μάρκετ, δεν μπορώ να ησυχάσω κιόλας; Μεσημεριάτικα τηλέφωνα;
Νεύρα πολλά νεύρα! Άνθρωπος δεν με παίρνει τηλέφωνο. Ούτε καν η κοπέλα που με πήρε τις προάλλες από την τηλεφωνική εταιρεία. Συμπαθητική μου φάνηκε. Κι ευγενική. Μια χαρά τα λέγαμε, κουβεντιάζαμε. Με είχε πείσει. Σχεδόν.
Νεύρα πολλά νεύρα. Με τους πολιτικούς. Πάντα έχεις νεύρα με τους πολιτικούς. Όπως με το σύζυγο. Εσύ τον ψήφισες τον Τσίπρα; Εγώ; Όχι! Να στο σταυρό που σου κάνω, να μου κοπεί το χέρι σου λέω. Ούτε στις πρώτες, ούτε στις δεύτερες, ούτε στο δημοψήφισμα. Ποτέ, ποτέ, μη με κοιτάς. Ψάξε αλλού τον ένοχο. Η απέναντι μπορεί. Τη βλέπω εγώ που όταν βγαίνει να μπει στο αυτοκίνητο της έχει ένα αέρα. Ο αέρας της εξουσίας είναι!
Με το αφεντικό στη δουλειά σου έχεις νεύρα. Όλο σου βάζει υπερωρίες, όλες τις δουλειές σε εσένα τις αναθέτει, όλο το όνομά σου έχει στο στόμα του. Καλά δεν υπάρχουν άλλοι να δουλέψουν, το ξέρεις ότι είσαι ικανός, ο πιο ικανός, αλλά κι εσύ πόσα να προλάβεις, να αντέξεις, χίλια κομμάτια να γίνεις; Κι αργεί η άδεια η καλοκαιρινή. Και η σύνταξη.
Προτεραιότητα είχα κύριε μου, πού πας; Δε φαίνομαι, δεν με είδες; Ύστερα λέμε γιατί σκοτωνόμαστε. Αλλά, άμα κρατάς κινητό και τιμόνι μαζί, δεν γίνεται, γίνεται; Ύστερα οι γυναίκες οδηγοί δεν οδηγούν καλά και να πάνε σπίτι τους να πλύνουν κανένα πιάτο. Κοίταξε πού σταμάτησε ο άλλος, καταμεσής του δρόμου να πετάξει τα σκουπίδια. Στην άκρη δεν μπορούσες να κάνεις κι εσύ ; Εγωισμός παιδί μου, ξεκάθαρος ανδρικός εγωισμός. Τι κίνηση! Πού πάνε όλοι αυτοί τέτοια ώρα; Από δω βρήκαν να περάσουν; Τώρα θυμήθηκαν να βγουν; Που άργησα κι εγώ;
Από τη μέσα μεριά του δρόμου κράτα χριστιανή μου το παιδί. Έτσι που πας θα το σκοτώσεις. Αλλά πού μυαλό… Γίνονται γονείς βρε παιδί μου, χωρίς να είναι σε θέση, χωρίς να είναι ώριμοι, χωρίς ενσυναίσθηση –κάπου το άκουσα αυτό- τι περιμένεις; χάλασε ο κόσμος, παλιά…
Εδώ θα παρκάρω κι αν σου αρέσει. Θα βγάλω τη γλάστρα και θα παρκάρω. Πού το είδες γραμμένο να κρατάς τη θέση παρκαρίσματος με γλάστρες;
Νεύρα πολλά νεύρα! Μαύρα , γκρι, καφέ, σκούρα μπλε. Σαν κλωστές, χορδές, σαν καλώδια ηλεκτρικά. Σαν κομπρεσέρ που τραντάζει το τσιμέντο, κόρνα κολλημένη, μουσική ροκ στη διαπασών, ασανσέρ που συνεχώς ανεβοκατεβαίνει, χωρίς σταματημό. Σαν θυελλώδης αέρας, σαν τρικυμισμένη θάλασσα. Σα μαλλί όρθιο. Της απέναντι. Που δε μαζεύει τα παιδιά της απ’ το δρόμο.
Κι όμως…
-«Γεια σου τι κάνεις;». –« Είμαι καλά, εσύ;». –«Κι εγώ καλά.»
Όταν είμαι θυμωμένη, τόσο θυμωμένη, με όλα, χωρίς λόγο, είμαι καλά. Όταν είμαι κουρασμένη από τα καθημερινά και τη ρουτίνα, όταν φοβάμαι, αγωνιώ, αμφιβάλλω, απογοητεύομαι είμαι καλά. Όταν νιώθω μόνη, διαψευσμένη, προδομένη, νεράιδα δίχως παραμύθι σ’ ένα κόσμο σκληρό και μια δύσκολη εποχή είμαι καλά. Όταν άλλα θέλω, άλλα κάνω κι άλλα εννοώ, σαν την Πριγκιπέσσα του Μάλαμα είμαι καλά. Όταν κάνω λάθη και κλαίω, όταν κάνω σωστά και γελάω, όταν νιώθω δυνατή, σίγουρη, χαρούμενη είμαι καλά. Καλά εγώ, εσύ, αυτός, χθες, σήμερα, αύριο. Το ένα καλά σαν αλήθεια, το άλλο σα ψέμα, σα λύπη, σα μοναξιά, σαν ειρωνεία, σαν μομφή, σαν κραυγή. Παντού και πάντα ένα κλειδωμένο, αξιοπρεπές καλά. Λέξη εύθραυστη που γλιστρά απ’ τα χέρια μας και σπάει, σα γυαλί. Τα κομμάτια της βάφονται χρώματα, γίνονται ευχούλες κι όνειρα που ταξιδεύουν σαν αερόστατα, αθόρυβα και μυστικά, να συναντήσουν ένα άγνωστο Θεό.