ΑΠΟΨΕΙΣ
Αμάλθεια, αλλά όχι η Αίγα
Τα σπουδαία του μέσα του, καλούνται να τα βρουν μόνο εκείνοι που έχουν κάποια σπουδαία μέσα τους και θέλουν να τα ταιριάξουν ή να τα εμπλουτίσουν με άλλα.
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Η Αμάλθεια της Μυθολογίας μας δεν ήταν μια απλή αίγα. Μεγάλωσε έναν θεό.
Η Αμάλθεια της ιστορίας μας δεν είναι κι αυτή ένα περιοδικό, δεν είναι κάτι που τυπώνεται. Είναι αερικό έχοντας όνομα Αίγας, είναι απροσδιόριστο που βγαίνει από το μυαλό, είναι - πάλι η Αίγα! - Αιγαίο Πέλαγος με τα κύματά του. Είναι κάτι που μεταφέρεται, είναι κάτι που διαδίδεται ή που φυλάγεται, είναι ιδέες που μαζεύονται και προορίζονται για τα μυθικά εδάφη - εκεί που το παρελθόν και το μέλλον γίνονται κοινό λίπασμα για να φυτρώνουνε σκέψεις αλλιώτικες.
Αυτές είναι οι λέξεις που γέννησαν, ανάμεσα σε διάφορα άλλα, την Αμάλθεια. Ένα περιοδικό που δεν το ψάχνει, που δεν το βρίσκει, που δεν το ξεφυλλίζει, που δεν το διαβάζει, και το χειρότερο, που δεν το αγοράζει κανείς.
Ένα περιοδικό που γεννήθηκε για όλους τους άλλους λόγους, έχοντας μόνο το σπουδαίο όνομα της Αίγας του Δία. Τα σπουδαία του μέσα του, καλούνται να τα βρουν μόνο εκείνοι που έχουν κάποια σπουδαία μέσα τους και θέλουν να τα ταιριάξουν ή να τα εμπλουτίσουν με άλλα.
Για να γίνω πιο σαφής (δεν ξέρω για άλλα) αυτό το περιοδικό δεν αγοράζεται, δεν το θέλουν, ούτε με το ζόρι το παίρνουν, ζει συνέχεια στη διαχρονική εποχή τού «τί να το κάνω».
Εκεί λοιπόν που δεν ισχύουν οι αριθμοί της οικονομικής επιβίωσης, ας πούμε έναν αριθμό που δείχνει ότι όλα εδώ έχουνε μυθική προέλευση, όπως το όνομα «Αμάλθεια». Ο αριθμός μας είναι 55, τα χρόνια που μετράνε από το μακρινό 1969 - τότε που ο πρώτος άνθρωπος πατούσε στο φεγγάρι ή τότε που κάποιοι πατούσαν το δικό τους πόδι σε έναν χώρο σύναξης, καλεσμένοι ο ένας από τον άλλον. Έτσι έγινε το ξεκίνημα ενός συλλόγου ή καλύτερα μιας εταιρείας όπως την είπανε, που οι εταίροι της θα έπρεπε, όχι από υποχρέωση αλλά από αφοσίωση αν όχι από αγάπη, να ασχοληθούν με την Ιστορία και με τη Λαογραφία της Ανατολικής Κρήτης - που το άλλο της όνομα είναι Νομός Λασιθίου. Ένας ιερέας ήταν ανάμεσά τους (και τον κάνανε μάλιστα τον πρώτο πρόεδρό τους) που είχε πολυσχιδή ενασχόληση στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη μουσική. Λεγόταν Ευάγγελος Παχυγιαννάκης από το Βραχάσι του Μεραμπέλλου και οι συνομιλητές του ήταν ο στρατιωτικός αλλά και ιστοριοδίφης Νίκος Ζερβογιάννης από τη Φουρνή, ο επιχειρηματίας αλλά και ρέκτης των περιηγήσεων ψηλά στα βουνά Στρατής Κουρουπάκης από τη Σητεία, ο δημοσιογράφος Ηλίας Κοζύρης και οι καθηγητές Γιάννης Επιτροπάκης, Νίκος Γιατζάκης και Ηλίας Καρύδης από τον Άγιο Νικόλαο.
Αυτοί ήταν ο αρχικός πυρήνας μάλλον και γι’ αυτό τους καταγράφω σαν πρωτεργάτες στη δημιουργία της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας και κατά προέκταση προς τον έξω κόσμο της «βιτρίνας» της που ήταν και παραμένει τόσα πολλά χρόνια η «Αμάλθεια». Αχλή μυθική την τυλίγει ακόμα και στο όνομά της, που σημαίνει τη μη στέρηση (α=στερητικό και μάλθος=έλλειψη) άρα τη γενναιοδωρία! Στην περίπτωση του περιοδικού αυτού που ταλανίζεται από οικονομική δυσκολία, η ονομασία του σαν ειρωνεία μού ακούγεται. Αν θυμηθούμε όμως, θα μπορούσε να λέγεται σύμφωνα με τους μεταγενέστερους μυθογράφους που το επινοήσανε τότε στην αρχαιότητα, το «Κέρας της Αμάλθειας». Θα ήταν ό,τι σώζεται απ’ όλη την μυθική Αίγα του Δία.
Χάρη στην αξέχαστη διαρκή φροντίδα της όταν εκείνος ήταν μικρός και κρυμμένος από την καταδίωξη του φιλεξουσιαστή φοβερού πατέρα του, του Κρόνου, το Κέρας - το κέρατό της - αν και σπασμένο ή καλύτερα αποσπασμένο από το κεφάλι της Αμάλθειας, φέρνει αργότερα, με την ευγνωμοσύνη του Δία, όλου του κόσμου τα αγαθά. Έτσι κι όλα τα θέματα, σε αράδες ή και σε στίχους, που περιέχονται σε κάθε νέο τεύχος της «Αμάλθειας», κάτι που εξηγεί τη μακροζωία του περιοδικού παρά τη χρόνια οικονομική δυσπραγία, θαρρείς πως βγαίνουν απ’ αυτό το σπασμένο κέρας.
Αλλά η ίδια η μυθική και η πραγματική σαν τίτλος ιδέα της Αμάλθειας δεν επιδέχεται κομμάτιασμα και νεώτερα βολέματα. Παραμένει μια ύπαρξη αυτούσια μες στο μυαλό των άλλων. Κι αυτό αρκεί. Αν οι άλλοι είναι λίγοι και οι άλλοι των άλλων παραμένουν πολλοί, δεν περιμένουμε να αλλάξει η «Αμάλθεια» αυτούς που δεν την αγοράζουν, που δεν την θέλουν, ούτε την παίρνουν με το ζόρι. Ζουν συνέχεια στην διαχρονική εποχή που λένε «τί να την κάνω».