ΑΠΟΨΕΙΣ

Αλέξανδρος, το παρ’ ολίγον τέλος πριν το τέλος του

"Εβδομήντα ολόκληρες μέρες οι στρατιώτες του ήταν εκτεθειμένοι στην αφόρητη ζέστη και στη βροχή των μουσώνων"

Αλέξανδρος, το παρ’ ολίγον τέλος πριν το τέλος του

του Θανάση Γιαπιτζάκη 

Από τότε. Πολύ μετά από τότε, που δυό Πέρσες προσπάθησαν να πάρουνε πρόωρα τη ζωή του εικοσάχρονου τότε Αλέξανδρου, στην πρώτη εκείνη σύγκρουσή του, πάνω στον Βουκεφάλα και μέσα στα νερά του Γρανικού Ποταμού. Ο πρώτος από τους δυό λεγόταν Ροισάκης. Είχε επιτεθεί στον Αλέξανδρο και τον είχε χτυπήσει με την πάλα του στο κεφάλι, σχίζοντάς του το κράνος. Η αντίδραση του Αλέξανδρου ήταν αστραπιαία και ακαριαία. Με το δικό του δόρυ είχε διαπεράσει τον θώρακα και το στέρνο του Πέρση, ρίχνοντάς τον μέσα στα ματωμένα νερά. Όμως την ίδια στιγμή από πίσω του είχε βρει την ευκαιρία να έρθει ένας άλλος Πέρσης, ο Σπιθριδάτης, κρατώντας την δικιά του πάλα ψηλά, για το τελειωτικό χτύπημα. Η ζωή του Αλέξανδρου έμελλε όμως να σωθεί, την ύστατη εκείνη στιγμή, χάρη σε κάποιον από τους επικεφαλής ολόγυρά του, τον Κλείτο. Ήταν ένας από τους διοικητές του ιππικού του,  αλλά και η συγκυρία το ήθελε να είναι ο αδελφός της παραμάνας του, όταν ο Αλέξανδρος ήταν μικρός. Ο Κλείτος, ο επονομαζόμενος Μέλας, είχε πάρει τη σειρά του να απλώσει πάνω του την προστατευτική σκιά του, προλαβαίνοντας τον Σπιθριδάτη. Τον είχε χτυπήσει στον ώμο, κόβοντάς του το χέρι. 

      Αυτά έγιναν τότε. Από εκείνο το παρ’ ολίγον τέλος της ζωής του αλλά και του ξεκινήματος της πορείας του Αλέξανδρου είχαν περάσει τώρα οκτώ ολόκληρα χρόνια - και μαζί μ’ αυτά μεγαλύτεροι ποταμοί από τον Γρανικό. Ο Νείλος της Αιγύπτου, ο Τίγρης και ο Ευφράτης της Μεσοποταμίας, ο Υδάσπης της Πενταποταμίας. Οι Ινδοί σήμερα ακολουθούν στη γλώσσα τους την αρχική ελληνική ονομασία για την περιοχή αυτή των πέντε ποταμών, λέγοντάς την Παντζάμπ (Παντζ = πέντε και αμπ = νερά). Έτσι κι ο αλλοτινός ποταμός Υδάσπης, όπου δόθηκε η τελευταία μεγάλη μάχη με τον Πώρο και τους ελέφαντές του, λέγεται σήμερα Τζέλουμ. Και ήτανε τότε που οι Μακεδόνες έφταναν, μέσα στην ατέλειωτη εξάμηνη βροχερή εποχή των μουσώνων, σ’ έναν άλλο ποταμό της Ινδίας. Οι Έλληνες τον είπαν ο Ύφασης, για τους Ινδούς ήταν ο Βίας. 
      «Δεκαπέντε μέρες μετά τον Βία» είπαν στον Αλέξανδρο «θα φτάσεις στον Γκάνγκα» (στον Γάγγη), στον μεγαλύτερο ποταμό της Ινδίας που απέχει πέντε ολόκληρα χιλιόμετρα η μια όχθη του από την άλλη. Πέρα από τον Γκάνγκα βρίσκεται ένα βασίλειο με μόνιμο στρατό 250.000 ανδρών με 3.000 ελέφαντες». Οι πληροφοριοδότες ήταν ίσως σε θέση να του πουν, αυτό που θα γνώριζαν πολύ καλά οι Έλληνες μια γενιά αργότερα: Ότι την πρωτεύουσα αυτού του βασιλείου, την Πάτνα, τη χώριζαν 600 χιλιόμετρα από τη θάλασσα και, για τον Αλέξανδρο, από την Άκρη της Γης. Ο Αλέξανδρος λοιπόν ήθελε να συνεχίσει - περνώντας κι αυτόν τον ποταμό, τον Ύφαση, αλλά και την έρημο που εκτεινόταν πιο πέρα. Σκοπός του ήταν να φτάσει στον τεράστιο Ποταμό - που πίστευαν οι Έλληνες ότι κυκλώνει γύρω γύρω όλη τη Γη, τον Ωκεανό. Γιατί το πίστευαν αυτό; Επειδή έβλεπαν τα σύννεφα στην αρχή τους να εμφανίζονται στην άκρη του ορίζοντα και ποτέ τους στη μέση του ουρανού. Έτσι φαντάζονταν ότι οι υδρατμοί τους προέρχονταν από κάποιον μεγάλο ποταμό που βρισκόταν πίσω από όλα τα βουνά, και αυτός περικύκλωνε τη Γη. Έτσι ο Αλέξανδρος, έχοντας υπ’ όψη του τον Ηρακλή που είχε αντικρίσει κάποτε τη δυτική πλευρά του Ωκεανού, ήθελε κι αυτός να φτάσει στην ανατολική πλευρά του Ωκεανού, δηλαδή να φτάσει κι αυτός στην Άκρη του Κόσμου.      
      Όμως μια τάση ανταρσίας πλανιόταν στον αέρα. Εβδομήντα ολόκληρες μέρες οι στρατιώτες του ήταν εκτεθειμένοι στην αφόρητη ζέστη και στη βροχή των μουσώνων. Με αυτές τις συνθήκες, ο εξοπλισμός φθάρθηκε, τα όπλα σκούριασαν, οι μέρες περνούσαν χωρίς να στεγνώνουν ποτέ. Η ελονοσία ήταν ανοιχτή πληγή. Η δυσεντερία μόνιμη. Τα φίδια βρίσκονταν παντού, παρασυρμένα σε μεγαλύτερα υψόμετρα από τις πλημμύρες. Πρέπει να πέθαναν πολλοί από την εξασθένηση κι από τις επιδημίες - πολύ περισσότεροι στρατιώτες από όσους χάθηκαν σε οποιαδήποτε μάχη. Αν και οι γιατροί είχαν ήδη μάθει τον νικητήριο δρόμο προς την αντιμετώπιση της ελονοσίας, που ήταν η απόσταξη της κινίνης από τον φλοιό του φυτού της και τους δόθηκαν και αντίδοτα από τους Ινδούς για τα δαγκώματα των φιδιών - όμως ήτανε τόσο συχνοί οι θάνατοι, που πολλοί είχαν καθιερώσει την χρήση της αιώρας για να μένουν σίγουροι ότι μόνο θα κοιμηθούνε. Γι’ αυτό, ο Αλέξανδρος τότε εκεί αντιμετώπισε την αντίδραση του στρατού του. 
      Σωματικά αλλά και ψυχικά εξαντλημένοι οι στρατιώτες του, διαμαρτυρήθηκαν έντονα, λέγοντάς του μέσω ενός πιστού του αξιωματικού, του Κοίνου, πως δεν θέλανε να συνεχίσουν. Ο Αλέξανδρος, όπως ήταν φυσικό γι’ αυτόν και το όραμά του, αντέδρασε θυμωμένα. Μέσα στα λόγια του μπορούσες να διακρίνεις, θαρρείς, το παιδί που του χαλούν τα σχέδια: «Εντάξει λοιπόν» φώναξε με τη βροντερή φωνή του. «Θα συνεχίσω μόνος μου και δεν θα υποχρεώσω κανένα Μακεδόνα να κάνει κάτι αντίθετο με τη θέλησή του! Θα έχω μαζί μου μόνο εθελοντές! Κι εκείνοι που θέλουν να γυρίσουν στην πατρίδα, μπορούν να το κάνουν! Και μπορούν να πουν στους φίλους τους ότι γύρισαν, αφήνοντας τον βασιλιά τους περικυκλωμένο από τους εχθρούς!» Μετά, κλείστηκε στη σκηνή του πεισματωμένος, σαν τον Αχιλλέα - το πρότυπό του. Τρεις μέρες πέρασαν. Και τότε βγήκε και έδωσε διπλωματική απάντηση: «Πείτε στους στρατιώτες μου ότι ο βασιλιάς τους μόνο απ’ αυτούς ανέχεται να νικηθεί» Κι έδωσε το γενικό πρόσταγμα για πίσω. 

      Έτσι, στις όχθες του ποταμού Ύφαση ο αήττητος Αλέξανδρος των 22 νικών θα γνώριζε την πρώτη του ήττα - και μάλιστα από τον στρατό του! Ως εκεί θα ήταν το τέλος της Μεγάλης Πορείας. Το στράτευμα πέρασε τον ποταμό και ο Αλέξανδρος ίδρυσε στην αντίπερα όχθη του την ανατολικότερη όλων των Αλεξανδρειών, την Αλεξάνδρεια επί του Ύφαση. Έτσι, ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να επιστρέψει. Θα ξανάβλεπαν την Μακεδονία και την Ελλάδα, τους γονείς τους και τα παιδιά τους. Μη νομίσετε πως ήταν πολλοί. Και είχαν διασχίσει 18.000 χιλιόμετρα, από τότε που είχαν ξεκινήσει. 
      Στα τελετουργικά της αποχώρησης, έχοντας φτάσει στην άκρη του δικού του κόσμου ο Αλέξανδρος, αφού ο στρατός του δεν τον άφησε να πάει στην Άκρη του Κόσμου που ήθελε ο ίδιος, έστησε για το τέλος της μεγάλης εκστρατείας - εκεί στις όχθες του Ύφαση - μια χάλκινη στήλη που έφερε την επιγραφή «Ο Αλέξανδρος σταμάτησε εδώ» και δίπλα της δώδεκα πελώριους πέτρινους τύμβους. «Τεράστιους πύργους, σαν πολιορκητικές μηχανές» τους είπαν άλλοι. Παρήγγειλε μέσα τους να βάλουν υπερμεγέθη όπλα, ανάκλιντρα, και διάφορα σκεύη, για να τα βρουν οι επερχόμενες γενεές και να νομίζουν ότι γίγαντες φτάσανε ως εκεί πέρα - ότι ήταν τιτάνιο το έργο του. 
      Αυτή η ιστορία είναι σίγουρα μεταγενέστερη επινόηση. Οι τύμβοι όμως ήταν αληθινοί. Τους άφησαν στην όχθη του Ύφαση, του ποταμού Βία των Ινδών, σε ανάμνηση της σπουδαίας εκστρατείας που είχε σταματήσει εκεί. Και σίγουρα έμειναν εκεί για κάποιο διάστημα. Αναφέρεται ότι ο Τσαντραγκούπτα Μαουρύα, ο ιδρυτής της πρώτης ινδικής αυτοκρατορίας, που είχε γνωρίσει τον Έλληνα βασιλιά όταν ήταν παιδί, σεβάστηκε τους τύμβους στα κατοπινά χρόνια, προς τιμή του Αλέξανδρου.
     Τον Ωκεανό που ήθελε ν’ αντικρίσει, θα τον βρει αργότερα στα νότια της δυτικής Ινδίας. Πλέοντας στον δυτικό βραχίονα του Ινδού Ποταμού προς τα κάτω, θα φτάσει στην ανοιχτή θάλασσα. Ύστερα θα πλεύσει νότια, όπου δεν θα έχει πιά επαφή με την ξηρά και θα θυσιάσει εκεί στα ανοιχτά έναν ταύρο, για να σημάνει το τέλος της εκστρατείας στην Ινδία. Μετά, επιστρέφοντας προς την ακτή, θα αποβιβαστεί σε ένα μικρό νησί όπου θα αφήσει πίσω του βωμούς στον Ωκεανό και στη Γαία, δηλαδή στην αρχέγονη Γη. Πριν φύγει απ’ αυτά τα διακόσια νησιωτικά μέτρα, θα σταθεί για λίγο στην άκρη του βράχου αντικρίζοντας τον ήλιο, που - όπως θα θυμόταν αργότερα ο Νέαρχος - έδυε ακριβώς πάνω στο μονοπάτι του ελληνικού στόλου για την επιστροφή στην πατρίδα. Αυτό το νησί στον δυτικό βραχίονα της εκβολής του ποταμού, στα χρόνια εκείνα, ήταν η τελευταία στεριά. Αφού ο Αλέξανδρος θα πλεύσει στα ανοιχτά για να βεβαιωθεί ότι πραγματικά δεν υπήρχε άλλη στεριά, θα επέστρεφε σ’ αυτό το βραχώδες πλάτωμα και θα άφηνε βωμούς στη Γη και στον Ωκεανό. Βωμοί, που ο συμβολισμός τους θα ήτανε ότι, αν όχι στην ανατολική Άκρη του Ωκεανού, είχε φτάσει και είχε αντικρίσει τουλάχιστον την νότια Άκρη του Κόσμου. 
      Αφού έκαναν θυσίες και γυμνικούς και ιππικούς αγώνες, ο στρατός αναχώρησε από τον Ύφαση. Τότε, μετά από μερικές μόνο μέρες, ο Κοίνος, αυτός που είχε μιλήσει εκ μέρους των στρατιωτών, έτυχε να αρρωστήσει και να πεθάνει. Κι ο Αλέξανδρος δεν απέφυγε να σχολιάσει πικραμένος: «Όλα έγιναν χάρη λίγων ημερών, λες και ήταν ο μόνος από εμάς που ήθελε να ξαναδεί την πατρίδα». Και παρόλο που τώρα οι Μακεδόνες δεν θα προχωρούσαν ανατολικότερα, έπρεπε ακόμη να συνεχίσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις, επειδή ο Αλέξανδρος σκόπευε να υποτάξει όλη τη «νότια Ινδία», που γι’ αυτόν ήταν η κοιλάδα του Ινδού Ποταμού μέχρι τη θάλασσα. Δεν θα ήταν εύκολη λοιπόν η επιστροφή στην Ελλάδα, για τον στρατό που είχε αρνηθεί να συνεχίσει εκεί, στον Ύφαση.
      Στα τέλη του 326 - αρχές του 325 - ο Αλέξανδρος πολιόρκησε την πόλη των Μαλλών (ίσως το σημερινό Μουλτάν στο νοτιοανατολικό Πακιστάν ή κάποια άλλη πόλη των Μαλλών που από τα χρόνια εκείνα δεν υπάρχει πιά στον χάρτη). Εδώ, ή εδώ γύρω, συνέβη ένα αναπάντεχο γεγονός της ζωής του Αλέξανδρου.
      Θα αφήσω τον Μάικλ Γουντ, έναν δημοσιογράφο του BBC γνωστό σε μας από την τηλεοπτική σειρά «Στα βήματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου», να μας αφηγηθεί με τα δικά του λόγια αυτό το γεγονός - και, αμέσως μετά, θα σας πω τον λόγο το γιατί θέλω να το κάνει αυτός:
      «Οι Έλληνες στρατιώτες περικύκλωσαν την πόλη και άρχισαν την επίθεση, αλλά έδειχναν σαφή έλλειψη αποφασιστικότητας. (Πρέπει να ήταν πιά αφόρητα κουρασμένοι από τις απαιτήσεις που τους προβάλλονταν διαρκώς). Ο Αλέξανδρος εξαγριωμένος, κατηγόρησε τους άνδρες για νωθρότητα και τότε αποφάσισε να δώσει ο ίδιος το παράδειγμα. Τοποθέτησε μια σκάλα πολιορκίας στον τοίχο και σκαρφάλωσε ως το στηθαίο του τείχους. Τρεις από τους σωματοφύλακές του ακολούθησαν, αλλά, όταν άρχισαν ν’ ανεβαίνουν κι άλλοι στρατιώτες, η σκάλα έσπασε και οι τέσσερεις άνδρες έμειναν μόνοι στην κορυφή του τείχους. Εκείνη τη στιγμή, αντί να σπεύσουν να κατεβούν, ο Αλέξανδρος έξαλλος πήδησε από τη μέσα μεριά του τείχους. Εκεί, αυτός και οι τρεις ακόλουθοί του αγωνίστηκαν ενάντια σε μια ορδή που τους επιτέθηκε, μέχρι που ένα βέλος διαπέρασε τον Αλέξανδρο στη δεξιά πλευρά του στήθους και έπεσε κάτω.

Ένας από τους σωματοφύλακες, ο Πευκέστας, στάθηκε μπροστά από το σώμα του βασιλιά με την ασπίδα του Αχιλλέα από την Τροία και προσπάθησε απεγνωσμένα να  τον προστατέψει. Οι άλλοι δύο σκοτώθηκαν. Αλαλάζοντας θριαμβευτικά οι πολιορκούμενοι, πλησίασαν για το τελειωτικό χτύπημα.
      Στο μεταξύ έξω από τα τείχη, ένα ρίγος πανικού διαπέρασε τις τάξεις των Μακεδόνων. Και προσπάθησαν αλλόφρονες να εισβάλλουν μέσα, τοποθετώντας πολιορκητικούς κριούς στα τείχη και σφυροκοπώντας μεταλλικές ράβδους μέσα στους πλίνθους. Τελικά κατάφεραν να γκρεμίσουν μία πύλη. Τότε διαδόθηκε στους στρατιώτες η είδηση ότι ο βασιλιάς ήταν νεκρός και έξαλλοι άρχισαν να σφάζουν όλο τον πληθυσμό της πόλης.
      Την ίδια ώρα ο Αλέξανδρος μεταφερόταν πίσω στο στρατόπεδο, όπου οι γιατροί εξέτασαν τη σοβαρότητα του τραύματος. Ήταν κοντά στον θάνατο, και οι χειρουργοί δίσταζαν να βγάλουν το βέλος, επειδή φοβόντουσαν μήπως έτσι τον σκοτώσουν. Ο βασιλιάς δεν είχε χάσει ακόμα τις αισθήσεις του και, σφίγγοντας τα δόντια του, τους είπε κοφτά να προχωρήσουν. Τελικά ένας τους, ο Κριτόβουλος, που καταγόταν από τη διάσημη ιατρική οικογένεια της Κω, πήρε βαθιά ανάσα, τράβηξε το μαχαίρι του και έβγαλε το βέλος. Όταν το έκανε αυτό, βγήκε «αίμα και αέρας», ο πνεύμονας είχε τρυπηθεί. Ο βασιλιάς λιποθύμησε και ο Κριτόβουλος έθεσε κρύα επιθέματα στην πληγή και κατόπιν την αποστείρωσε. Θα ήταν πολύ επικίνδυνη επέμβαση.
      Η φήμη ότι ο βασιλιάς ήταν νεκρός είχε, στο μεταξύ, διατρέξει όλο το στρατόπεδο. η κατάσταση έφτασε στο αποκορύφωμα. Ύστερα από μια εβδομάδα ο βασιλιάς συμφώνησε να εμφανιστεί δημόσια, για να τους δείξει ότι ήταν ακόμη ζωντανός. Καβάλησε ένα άλογο και χαιρέτησε με δυσκολία τον συγκεντρωμένο στρατό, που ξέσπασε σε άγριες ζητωκραυγές. Χρειάστηκαν τέσσερεις μέρες ανάρρωσης ακόμη ώστε να μπορέσει να μεταφερθεί με πλοίο ως τη συμβολή των δύο ποταμών, όπου οι κύριες μονάδες του στρατού είχαν οργανώσει τη βάση τους. Εδώ ο Αλέξανδρος παρέμεινε μέχρις ότου να είναι σε θέση να συνεχίσει νότια. Μόνο η σιδερένια κράση του έσωσε τον βασιλιά». 


      Σταματάω εδώ την αφήγηση του Μάικλ Γουντ. Βλέπετε ότι, επειδή είναι Άγγλος, λέει συνέχεια τη λέξη βασιλιάς και όχι Αλέξανδρος. Όμως ήρθε η στιγμή να σας πω και τον λόγο που αναφέρω το όνομά του. Με είχε εντυπωσιάσει το 1996 όταν οι τηλεοπτικοί δέκτες προβάλανε τη σειρά του για τον Αλέξανδρο. Θα πω εδώ τρία παραδείγματα. Το πρώτο αξέχαστο ήταν όταν διηγόταν πώς οι Μακεδόνες πήγαν μέσα στη θάλασσα κρυφά γύρω από έναν τεράστιο βράχο για να καταλάβουν μια πόλη που έμενε από κει αφύλαχτη. Και τότε πήδηξε κι ο ίδιος με τα ρούχα του μέσα στα ίδια εκείνα νερά, για να δείξει πώς το κάνανε! Το δεύτερο παράδειγμα είναι όταν ήταν στην Ινδία και με μια σκάλα που λύγιζε και κόντευε να σπάσει ανέβηκε επάνω στο υποτιθέμενο τείχος, σαν να ήταν ο ίδιος ο Αλέξανδρος. Και το τρίτο παράδειγμα που καταθέτω εδώ είναι, όταν με ένα μεγάλο τζιπ γεμάτο με πολύ νερό και πολλά τρόφιμα και βενζίνη φυσικά, έκανε την ίδια διαδρομή που έκανε στο Γυρισμό ο Αλέξανδρος με ό,τι απέμενε από τον στρατό του μέσα στην Έρημο της Γεδρωσίας (που σήμερα λέγεται Έρημος Μακράν, όνομα και πράγμα). Έχοντας μπροστά τους τον Αλέξανδρο, έκαναν μήνες για να τη διασχίσουν - με τα πόδια όλοι, γιατί είχαν φαγωθεί και τα άλογά τους - και ο Μάικλ Γουντ, που με το τζιπ του έκανε μόνο μια ή δυό βδομάδες δεν θυμάμαι, αναφώνησε: «Πού πήγε αυτός ο άνθρωπος!» 

      Όσο για τον θάνατό του στη Βαβυλώνα, πολλά έχουν ειπωθεί, βγαλμένα όλα από εικασίες - αναφέροντας, για αιτίες, άλλος την μεγάλη οινοποσία, άλλος το εκδικητικό δηλητήριο, άλλος την θανατηφόρα ασθένεια από μικρόβιο. Εγώ όμως, σε όλες αυτές τις πιθανότητες, θα προσθέσω με σιγουριά τον τελευταίο βαρύτατο τραυματισμό του από τους Μαλλούς και την ψυχική του κατάρρευση από τον αναπάντεχο θάνατο του Ηφαιστίωνα. Του επιστήθιου φίλου του - από τα παιδικά τους χρόνια μέχρι το τέλος. Ο ίδιος έλεγε: «Όλοι οι άλλοι με αγαπάνε σαν βασιλιά. Ο Ηφαιστίων μόνο με αγαπάει σαν Αλέξανδρο».

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση