Οι άνδρες που ποτέ δεν παντρεύτηκαν, έχουν υπερδιπλάσια πιθανότητα να πεθάνουν μέσα στην επόμενη πενταετία μετά τη διάγνωση καρδιακής ανεπάρκειας, σε σχέση με τους παντρεμένους άνδρες και τις γυναίκες ανεξαρτήτως οικογενειακής κατάστασης, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη.
Είναι άλλη μία έρευνα που δείχνει ότι το φύλο και η οικογενειακή κατάσταση μπορούν να επηρεάσουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και την πρόγνωση για τον ασθενή. Η καρδιακή ανεπάρκεια, που συμβαίνει όταν το μυοκάρδιο είναι πολύ αδύναμο ή άκαμπτο για να αντλήσει αίμα αποτελεσματικά, αποτελεί βασική αιτία καρδιοπάθειας και θανάτου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρ Καταρίνα Λέιμπα του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, που έκαναν τη σχετική ανακοίνωση σε διεθνές καρδιολογικό συνέδριο στις ΗΠΑ, μελέτησαν 6.800 άτομα 45-84 ετών, εκ των οποίων ορισμένα είχαν διαγνωσμένη καρδιακή ανεπάρκεια.
Η παρακολούθησή τους επί περίπου πέντε χρόνια έδειξε ότι οι εργένηδες είχαν 2,2 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν πρόωρα σε σχέση με τους παντρεμένους.
Οι χήροι και οι διαζευγμένοι δεν είχαν αυξημένη πιθανότητα θανάτου σε σύγκριση με τους παντρεμένους. Από την άλλη, η οικογενειακή κατάσταση δεν φάνηκε να αποτελεί άξιο λόγου προγνωστικό δείκτη για τις γυναίκες.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω η σχέση ανάμεσα στην οικογενειακή κατάσταση ενός άνδρα και στην πιθανότητα επιβίωσής του αν έχει διαγνωστεί με καρδιακή ανεπάρκεια.
Η έλλειψη κοινωνικών σχέσεων και η απομόνωση έχει διαπιστωθεί από άλλες μελέτες ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στην υγεία.
«Ως γιατροί πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη για τους ασθενείς μας όχι μόνο τους ιατρικούς παράγοντες κινδύνου αλλά επίσης το γενικότερο πλαίσιο της ζωής τους», τόνισε η δρ Λέιμπα.
Δεν υπάρχει θεραπεία για την καρδιακή ανεπάρκεια, πέρα από φάρμακα, αλλαγές στη διατροφή και τακτική σωματική άσκηση που βοηθούν τους ασθενείς να ζήσουν περισσότερα χρόνια και να μειώσουν κοινά συμπτώματα όπως η δύσπνοια, η κόπωση και το πρήξιμο.
Ως χρόνια πάθηση, η καρδιακή ανεπάρκεια πρέπει να παρακολουθείται στενά και ενεργά για όλη τη ζωή του ασθενούς, με συχνές επισκέψεις στους γιατρούς και καθημερινό έλεγχο βάρους.