ΥΓΕΙΑ
Τα πολλά ντεσιμπέλ βλάπτουν σοβαρά
«Πρόβλημα δημόσιας υγείας η ηχορρύπανση», λένε Έλληνες και ξένοι επιστήμονες – Προκαλεί ακόμη και εμφράγματα
SHARE:
Γνωρίζετε ότι αν εκτεθείτε στον ήχο μιας μηχανής του γκαζόν (90 ντεσιμπέλ) για οκτώ συνεχείς ώρες και από κοντινή απόσταση διατρέχετε σοβαρό κίνδυνο μόνιμης βλάβης της ακοής σας; Αν ο ήχος προέρχεται από μοτοσικλέτα (95 ντεσιμπέλ) η βλάβη μπορεί να προκληθεί σε τέσσερις ώρες· από ακρόαση μουσικής με ακουστικά σε υπερβολικά υψηλή ένταση σε δύο ώρες· από ελικόπτερο (105 ντεσιμπέλ) σε μία ώρα· από απογείωση αεροπλάνου (140 ντεσιμπέλ) η ζημιά ενδέχεται να είναι ακαριαία.
Οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων θεωρούν τους ποικίλους θορύβους τους οποίους καθημερινά αναγκαστικά υπομένουν –από οδική, σιδηροδρομική και εναέρια κυκλοφορία, βιοτεχνία και βιομηχανία, εργοτάξια, οικοδομές και υπαίθριες αγορές, ακόμα και οικιακές συσκευές (ραδιόφωνο, τηλεόραση)– απλώς ενοχλητικούς. Δικαίως. Πέρα από την όχληση, όμως, υπάρχει και μια άλλη διάσταση: η ηχορρύπανση βλάπτει σοβαρά την υγεία.
Πρόσφατη μελέτη ερευνητών του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Υγείας (ISGlobal) της Βαρκελώνης, η οποία δημοσιεύθηκε στο έγκυρο περιοδικό Environment International, κατέγραψε όσα… ακούγονται στους δρόμους 749 ευρωπαϊκών πόλεων. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σχεδόν οι μισοί (48%) Ευρωπαίοι άνω των 20 ετών εκτίθενται λόγω της οδικής κυκλοφορίας σε επίπεδα θορύβου πολύ υψηλότερα από τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (κατά μέσον όρο 53 ντεσιμπέλ ημερησίως). Τα ποσοστά ήταν: 29,8% για το Βερολίνο, 33,8% για το Λονδίνο, 43,8% για τη Μαδρίτη, 46% για την Κοπεγχάγη, 60,5% για τη Ρώμη και 70% για το Παρίσι. Στις πόλεις με τους πιο θορυβώδεις δρόμους συγκαταλέγονται η Βιέννη με 87% και η Σόφια με 99%.
Και θάνατοι
Οι επιστήμονες δυστυχώς, δεν έχουν καταγράψει στοιχεία από την Αθήνα, αν και μπορούμε να φανταστούμε πόσο υψηλό θα ήταν το (αρνητικό) σκορ της ελληνικής πρωτεύουσας στη συγκεκριμένη λίστα. Αναφέρουν, όμως, τον αντίκτυπο της ηχορύπανσης: περισσότεροι από 11 εκατομμύρια ενήλικοι στην Ευρώπη δυσκολεύονται λόγω της αέναης κίνησης των οχημάτων να κοιμηθούν, να διαβάσουν, να εργασθούν, να ηρεμήσουν, να επικοινωνήσουν – κι όλα αυτά αυξάνουν το στρες τους και κατ’ επέκταση τους κινδύνους για την υγεία τους. Αν τηρούνταν τα όρια θορύβου του ΠΟY, εκτιμούν οι συγγραφείς της μελέτης, τουλάχιστον 3.600 θάνατοι από ισχαιμική καρδιακή νόσο θα αποφεύγονταν κάθε χρόνο.
Η Γαλλία φαίνεται να είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που τα συνειδητοποιεί όλα αυτά. Στα μέσα Φεβρουαρίου τέθηκε σε εφαρμογή ένα πιλοτικό πρόγραμμα, με τη χρήση προηγμένης τεχνολογίας ραντάρ, για την καταγραφή των παραβιάσεων ορίων στους δρόμους – όχι της ταχύτητας, αλλά των ντεσιμπέλ (πειραγμένες ή χαλασμένες εξατμίσεις και ηχοσυστήματα υπερβολικά υψηλής έντασης). Τα πρώτα ραντάρ τοποθετήθηκαν στην Ιλ-ντε-Φρανς, περιοχή με μεγάλη δημογραφική πυκνότητα. Πρόκειται για τρεις συσκευές, από διαφορετικούς κατασκευαστές, που θα «αναμετρηθούν» σε αποτελεσματικότητα. Η καλύτερη θα επιλεγεί για την επόμενη φάση του προγράμματος, που περιλαμβάνει την επέκταση της χρήσης των ραντάρ θορύβου και σε άλλες πόλεις.
Οι ειδικοί είναι σαφείς: ο θόρυβος μας αρρωσταίνει. Πέρα από τις ακουστικές επιδράσεις που έχει στα αυτιά μας, δηλαδή την υπερευαισθησία ή την ελάττωση της ακουστικής ικανότητας (κάτι που αφορά κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο μέρος του πληθυσμού των αστικών περιοχών), υπάρχουν και οι μη ακουστικές, με δυσμενείς συνέπειες στη γενικότερη λειτουργία του οργανισμού μας. Γι’ αυτό και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τοποθετεί την ηχορρύπανση στη δεύτερη θέση (στην πρώτη βρίσκεται η ατμοσφαιρική ρύπανση) στην κατάταξη των μεγαλύτερων περιβαλλοντικών κινδύνων για την υγεία.
Η υπερέκθεση σε θόρυβο ή πολύ δυνατό ήχο προκαλεί, από την αύξηση παραγωγής διαφόρων επιβλαβών ορμονών, τη διαστολή της κόρης των οφθαλμών και τη σύσφιγξη των φλεβών, μέχρι την κίνηση του στομάχου και του υπογαστρίου και την αύξηση των σφυγμών της καρδιάς.
«Η έκθεση σε θορύβους υψηλής έντασης, όπως αυτοί από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, μπορεί να προκαλέσει διάφορα νοσήματα, με κυρίαρχη τη βαρηκοΐα και το χρόνιο ακουστικό τραύμα. Η θορυβογενής απώλεια της ακοής βραχυπρόθεσμα μπορεί να δημιουργήσει στρες και νευρικότητα με αρνητικό αντίκτυπο στην αυτοσυγκέντρωση και την αποδοτικότητα του ατόμου στην εργασία του, ενώ μακροπρόθεσμα, με τη συνεχή έκθεση στον θόρυβο, ενδέχεται να εγκατασταθούν μόνιμες βλάβες στην ακοή. Με τη συνεχή έκθεση σε θόρυβο, όπως συμβαίνει στους κατοίκους των μεγάλων πόλεων, τα επίπεδα έντασης του ήχου μπορεί να ξεπεράσουν τα 70 ντεσιμπέλ και μια προϊούσα βαρηκοΐα προοδευτικά να επιδεινωθεί. Τότε το άτομο θα αρχίσει να έχει δυσκολίες στην επικοινωνία του και τις διαπροσωπικές του σχέσεις», επισημαίνει ο Γεώργιος Ψύλλας, αναπληρωτής καθηγητής Ωτορινολαρυγγολογίας – Νευροωτολογίας ΑΠΘ / Μονάδα Ακοής και Ισορροπίας / Α΄ Πανεπιστημιακή ΩΡΛ Κλινική Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ Θεσσαλονίκης.
«Δεν αποκλείεται, όμως, και ήχοι έντασης άνω των 50 ντεσιμπέλ, όταν ακούγονται καθημερινά και χωρίς παύσεις, να προκαλέσουν καρδιαγγειακές βλάβες: κίνδυνο εμφράγματος μυοκαρδίου, στεφανιαίας νόσου και αρτηριακής υπέρτασης, λόγω αύξησης των επιπέδων της κορτιζόλης, γνωστής και ως «ορμόνης του στρες». Αλλες βλάβες που ενδέχεται να εμφανιστούν λόγω θορυβογενούς απώλειας της ακοής είναι οι εμβοές (ή βουητά στο αυτί), οι οποίες έχουν δυσμενή επίπτωση στην ψυχολογία, ιδίως όσων εργάζονται σε θορυβώδες περιβάλλον, καθώς και διαταραχές του ύπνου. Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 8 εκατομμύρια άνθρωποι διεθνώς υποφέρουν από διαταραχές του ύπνου λόγω περιβαλλοντικής ηχορρύπανσης», συνεχίζει ο κ. Ψύλλας.
Η ψυχική υγεία
«Ο θόρυβος έχει και άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στην υγεία. Κατ’ αρχάς μπορεί να βλάψει την ακοή μας προσωρινά ή μόνιμα. Αυτό παρατηρείται κυρίως σε όσους εργάζονται σε θορυβώδη περιβάλλοντα. Εμμεσα, ο επίμονος και υψηλής έντασης ήχος μπορεί να επηρεάσει τον ύπνο και τη διάθεσή μας, ειδικά αν δεν μπορούμε να ελέγξουμε την πηγή του. Ετσι πυροδοτείται μια απόκριση άγχους: αυξημένος καρδιακός ρυθμός και αρτηριακή πίεση, απελευθέρωση ορμονών του στρες, εφίδρωση κ.λπ. Μακροπρόθεσμα, αυτή η συνεχής ενεργοποίηση της σωματικής μας αντίδρασης στο στρες ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα: από υπέρταση έως θάνατο. Επίσης, αν ο θόρυβος (δηλαδή ο ανεπιθύμητος ήχος) είναι κάτι από το οποίο αδυνατούμε να ξεφύγουμε, αυτό μπορεί να οδηγήσει έως και σε κατάθλιψη. Οι επιπτώσεις της ηχορρύπανσης στην ψυχική υγεία είναι λιγότερο κατανοητές – άρα πρέπει να μελετηθούν περισσότερο στο άμεσο μέλλον», τονίζει η Ερικα Γουόκερ, καθηγήτρια Επιδημιολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του αμερικανικού πανεπιστημίου Brown και διευθύντρια του Community Noise Lab.
«Επιταχυντής» κοινωνικών ανισοτήτων
Μια άλλη πτυχή του προβλήματος είναι ότι ο θόρυβος θεωρείται ένας από τους πιο δραστικούς «επιταχυντές» των κοινωνικών ανισοτήτων, αφού συνήθως πλήττει φτωχούς, μη προνομιούχους πληθυσμούς, κοινότητες που ζουν σε υποβαθμισμένες, θορυβώδεις περιοχές: κοντά σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, λιμάνια, μεγάλες οδικές αρτηρίες, αεροδρόμια, βιομηχανικές ζώνες. Η κ. Γουόκερ συμφωνεί: «Γι’ αυτόν τον λόγο ο πολεοδομικός σχεδιασμός θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη του και αυτή την παράμετρο. Εάν σχεδιάζαμε τις πόλεις μας έχοντας και τις πηγές θορύβων ως κριτήριο του πώς αυτές θα αναπτυχθούν σωστά, δεν θα χρειαζόταν να αναπτύξουμε εκ των υστέρων ακριβές λύσεις. Ισως φανεί υπερβολικό αυτό που θα σας πω, αλλά πιστεύω ότι η ησυχία δίνει δύναμη κι αυτή, στον 21ο αιώνα, δεν μπορεί να είναι προνόμιο λίγων. Συνεπώς, η ηχορρύπανση είναι μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας και ως τέτοιο οφείλουμε να την αντιμετωπίζουμε».