Με εξοντωτικούς ρυθμούς, χωρίς ανάπαυλα, λειτουργεί το Εργαστήριο Ανοσοβιολογίας του Ιδρύματος Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, συμβάλλοντας στη μάχη κατά του κορωνοϊού.
Συγκεκριμένα, δίνει γρήγορα αποτελέσματα σχετικά με τις πιθανότητες ένας νοσηλευόμενος ασθενής να νοσήσει βαριά και παράλληλα επιχειρεί να εντοπίσει την αιτία που κάποια άτομα νοσούν βαριά από κορωνοϊό και άλλα όχι.
Με ίδιους πόρους διενεργεί αδιαλλείπτως αναλύσεις δειγμάτων και σε βάθος έρευνα, ήδη από τις 20 Μαρτίου, όταν ο Καθηγητής Λοιμωξιολογίας, επικεφαλής της Εθνικής Επιτροπής και καθημερινή φωνή ενημέρωσης σχετικά με τον ιό, Σωτήρης Τσιόδρας, ανακοίνωσε τη συστράτευση ερευνητικών κέντρων και εργαστηρίων για την προσφορά διαγνωστικών τεστ και κλινικο-εργαστηριακών υπηρεσιών.
«Αμέσως το Ιδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών (ΙΙΒΕΑΑ), όπως και άλλα ερευνητικά κέντρα και εργαστήρια, προσφέρθηκε να συνδράμει την πολιτεία στην αντιμετώπιση αυτής της πρωτοφανούς κρίσης» λέει ο επικεφαλής του Εργαστηρίου Ανοσοβιολογίας Ευάγγελος Ανδρεάκος, Ερευνητής Α ́- Διευθυντής Ερευνών. «Τότε μου ζητήθηκε από τη Δοίκηση να συμβάλλω καθώς η ομάδα μας διαθέτει υψηλή τεχνογνωσία και πολυετείς έρευνες πάνω στις ιϊκές λοιμώξεις του αναπνευστικού.
Ετοιμάστηκε γρήγορα και μας παραχωρήθηκε αποκλειστικά και μόνο για τις μελέτες σχετικά με τον κορωνοϊό, ένα άρτια εξοπλισμένο Εργαστήριο, κατηγορίας Βιοασφάλειας-2, την ενδεδειγμένη για τον χειρισμό δειγμάτων από ασθενείς με Covid-19. Ο αυξημένος βαθμός ασφάλειας είναι κρίσιμος για το προσωπικό, ώστε να μην υπάρχει καμία πιθανότητα να μολυνθεί ή να μεταδώσει τον ιό» εξηγεί ο κ. Ανδρεάκος.
«Σε στενή συνεργασία με τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας της πανεπιστημικής κλινικής του νοσοκομείου “Σωτηρία” και συγκεκριμένα με την καθηγήτρια Πνευμονολογίας- Εντατικολογίας Αντωνία Κουτσούκου και την επίκουρη καθηγήτρια Νικολέττα Ροβίνα, σχεδιάσαμε μια ροή τακτικής ανάλυσης δειγμάτων των ασθενών που νοσηλεύονται είτε στη ΜΕΘ ή στην πανεπιστημιακή κλινική του νοσοκομείου, πριν εισαχθούν στη ΜΕΘ. Ο στόχος ήταν διπλός.
Ο πρώτος, να παρέχουμε γρήγορα αποτελέσματα σχετικά με την ένταση και τον τύπο της φλεγμονώδους απόκρισης του ασθενούς, δηλαδή τις πιθανότητες που έχει ο ασθενής να αναπτύξει αναπνευστική ανεπάρκεια, στοιχεία πολύ σημαντικά για τους γιατρούς, προκειμένου να παρέμβουν έγκαιρα και να επιχειρήσουν να προλάβουν την επιδείνωση της νόσου. Γίνεται πολύ συζήτηση αυτές τις μέρες για τη χορήγηση βιολογικών παραγόντων – φαρμάκων, τα οποία, με βάση κάποιες συγκεκριμένες μελέτες, έχουν σε συγκεκριμένους ασθενείς πολύ καλό αποτέλεσμα. Η δική μας δουλειά είναι να δίνουμε όσο πιο άμεσα γίνεται την πληροφορία που χρειάζονται άμεσα οι θεράποντες γιατροί: το ποιος ασθενής ενδέχεται να νοσήσει βαριά. Το αποτέλεσμα εξάγεται με γρήγορες αναλύσεις, εντός της ημέρας, το αργότερο σε ένα 24ωρο, δειγμάτων από ασθενείς μόνο του “Σωτηρία”, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή η δυνατότητα ανάλυσης μεγαλύτερου αριθμού δειγμάτων».
Ο δεύτερος και περισσότερο μεσοπρόθεσμος στόχος του Εργαστηρίου Ανοσοβιολογίας του ΙΙΒΕΑΑ είναι, όπως περιγράφει ο κ. Ανδρεάκος, «να μελετήσουμε σε βάθος τους μηχανισμούς οι οποίοι προκαλούν αυτό που ο κ. Τσιόδρας συχνά αναφέρει ως εκτεταμένη φλεγμονώδη “καταιγίδα”, και οδηγούν μόνο ορισμένους ασθενείς με κορωνοϊό σε οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια, να μάθουμε περισσότερα για τον ιό και να σχεδιάσουμε καλύτερα και πιο στοχευμένα τις θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Η έρευνα αυτή έχει να κάνει με πολύ λεπτομερείς αναλύσεις των δειγμάτων των ασθενών, οι οποίες παίρνουν χρόνο και ανιχνεύουν το πώς ακριβώς αντιδρά το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών και τι είναι αυτό που διαφοροποιεί τον ασθενή που νοσηλεύεται και δεν καταλήγει στη ΜΕΘ από εκείνον που νοσηλεύεται και καταλήγει στην εντατική θεραπεία. Στην πρώτη κατηγορία εντοπίζονται ορισμένες πρωτεϊνες στο αίμα του ασθενούς, οι κυτταροκίνες, που ρυθμίζουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Στη δεύτερη κατηγορία, ανιχνεύονται μοριακές επιγενετικές και μεταγραφικές αλλαγές σε επίπεδο γονιδιώματος τόσο σε υποπληθυσμούς κυττάρων όσο και σε κάθε κύτταρο ξεχωριστά, που διαφοροποιούν τον τύπο και την ένταση της φλεγμονής. Με μια σειρά από τεχνολογίες αιχμής, μπαίνουμε σε μεγάλο βάθος διερευνώντας όλη την ανοσιακή απόκριση του αθενούς. Δίνουμε έμφαση σε αυτό που ονομάζουμε πρωτογενές σύστημα αντιϊικής προστασίας του πνεύμονα, το οποίο αποτελείται από τις ιντερφερόνες λάμδα, γνωστές και ως ιντερφερόνες τύπου ΙΙΙ.
Αν είναι αρκετά ενεργοποιημένο, δεν προκαλεί φλεγμονή και κατά συνέπεια δεν δημιουργεί συμπτώματα. Προλαμβάνει την εκδήλωση της λοίμωξης και ελαχιστοποιεί τη βλάβη που προκαλείται στον πνεύμονα. Παίζει καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση της πολύ λεπτής ισορροπίας της ανοσιακής απόκρισης, μεταξύ οφέλους και βλάβης, δηλαδή μεταξύ του πρωτογενούς και του δευτερογενούς συστήματος αντι-ιικής προστασίας, το οποίο αποτελείται από ιντερφερόνες τύπου Ι και προκαλεί εντονότερη φλεγμονή ως ένα επιπλέον όπλο, αλλά και μεγαλύτερη βλάβη», λέει ο κ. Ανδρεάκος και αναλυτικότερα εξηγεί: «Οταν υπάρχει μια ιική λοίμωξη ενεργοποιείται αυτό το πρώτο σύστημα το οποίο μπλοκάρει τον πολλαπλασιασμό του ιού χωρίς να ενεργοποιεί ή να επιβαρύνει τη φλεγμονή. Αν αυτό το σύστημα δεν καταφέρει να λειτουργήσει, ενεργοποιείται το δευτερογενές σύστημα, το οποίο παρέχει προστασία αλλά παράλληλα επιδεινώνει τη φλεγμονή. Οπότε θεωρούμε ότι αν σε έναν ασθενή είναι περισσότερο ενισχυμένο το πρωτογενές σύστημα, αυτό προλαμβάνει τα αρνητικά επακόλουθα».
Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο κ. Ανδρεάκος και η ομάδα του είχαν προβεί προ διετίας σε μια πρωτοποριακή ανακάλυψη: ότι δεν διαθέτουμε μόνο ένα σύστημα άμυνας του οργανισμού απέναντι στους ιούς, όπως μέχρι τότε πιστευόταν, αλλά δύο. Η απουσία ή η ανεπαρκής λειτουργία αυτού του άγνωστου μέχρι πρότινος πρωτογενούς συστήματος αντιϊικής προστασίας μπορεί να οδηγήσει σε βαριά νόσο ύστερα από μια απλή λοίμωξη με τον ιό της γρίπης, με ανάπτυξη πνευμονίας και σε κάποιες περιπτώσεις οξείας αναπνευστικής ανεπάρκειας, είχε αποφανθεί η ομάδα των επιστημόνων.
Οπως βεβαιώνει ο κ. Ανδρεάκος το πρωτογενές αυτό σύστημα μπορεί να ενισχυθεί με τη χορήγηση φαρμάκων, όπως των ίδιων των ιντερφερινών λάμδα ή παραγόντων τους. Ωστόσο για να φτάσουν να χρησιμοποιηθούν στον άνθρωπο «χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά, πειράματα, δοκιμές ασφάλειας, τοξικολογίας πρώτα σε ζώα, μετά σε υγιείς ανθρώπους και τέλος σε ασθενείς. Αν ο Covid – 19 εμφανιζόταν σε μια διετία θα ήμασταν περισσότερο έτοιμοι. Βέβαια υπάρχει μια μικρή φαρμακευτική εταιρεία στις ΗΠΑ, η οποία έχει αναπτύξει ένα τέτοιο φάρμακο, μια πεγκυλιωμένη μορφή της ιντερφερόνης λάμδα, που έχει χορηγηθεί για άλλη ένδειξη σε ασθενείς με μαγάλη ασφάλεια, και ετοιμάζεται να καταθέσει αίτηση για κλινική μελέτη στον αμερικανικό Οργανισμό Φαρμάκων και Τροφίμων, ωστόσο δεν διαθέτει αρκετούς πόρους. Η εταιρεία έχει επικοινωνήσει και με μας για τη δυνατότητα μιας τέτοιας μελέτης στην Ελλάδα».
Στη μάχη των ακατάπαυστων αναλύσεων ο κ. Ανδρεάκος είναι σχεδόν μόνος. «Υπήρξε μια γενική απροθυμία του προσωπικού να συμμετάσχει στις έρευνες, λόγω κορωνοϊού και βιοασφάλειας. Εχει καλλιεργηθεί ένας μεγάλος φόβος απέναντι στον νέο ιό, που προκάλεσε μια έλλειψη ζήλου, καθ ́όλα σεβαστή. Από τις ελάχιστες εξαιρέσεις η Βασιλική Λαμπροπούλου, μια νέα ιδιαίτερα καταρτισμένη συνεργάτιδά μου που επέστρεψε πρόσφατα από τις ΗΠΑ. Είχα χρόνια πάντως να κάνω εργαστηριακή δουλειά και το απολαμβάνω, μολονότι δουλεύω μέχρι αργά τη νύχτα και Σαββατοκύριακα. Πρέπει να τρέξουμε για το καλό των ασθενών και της ιατρικής».