Η λαπαροσκοπική μέθοδος πιο αποτελεσματική στην απόφραξη του λεπτού εντέρου

Οι επιστήμονες ερεύνησαν αρχεία από το Εθνικό Πρόγραμμα Βελτίωσης της Χειρουργικής Ποιότητας των ΗΠΑ και μελέτησαν τα περιστατικά με απόφραξη του λεπτού εντέρου που συνέβησαν μεταξύ 2005 και 2015.

Ποια μέθοδος όμως υπερτερεί στην απόφραξη του λεπτού εντέρου; Η ανοιχτή ή η λαπαροσκοπική; Στο ερώτημα αυτό έδωσαν την απάντηση ερευνητές από την Ιατρική Σχολή Rutgers του New Jersey.

Οι επιστήμονες ερεύνησαν αρχεία  από το Εθνικό Πρόγραμμα Βελτίωσης της Χειρουργικής Ποιότητας (NSQIP) των ΗΠΑ και μελέτησαν τα περιστατικά με απόφραξη του λεπτού εντέρου που συνέβησαν μεταξύ 2005 και 2015.

Εντόπισαν ασθενείς που υποβλήθηκαν σε επείγουσα ή μη προαιρετική χειρουργική επέμβαση για απόφραξη του λεπτού εντέρου τους και τους αντιστοίχησαν, βάσει ηλικίας, φύλου και διαφόρων συννοσηροτήτων και άλλων παραγόντων. Από ένα συνολικό δείγμα 24.028 ασθενών εξετάστηκαν 6.782 περιστατικά. Τα μισά  απ’  αυτά είχαν υποβληθεί σε ανοιχτή και τα άλλα μισά σε λαπαροσκοπική επέμβαση. Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Surgical Endoscopy».

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα τα μελέτης η λαπαροσκοπική χειρουργική επέμβαση έχει τις χαμηλότερες πιθανότητες εμφάνισης κάθε είδους επιπλοκών ή περιπλοκών στο τραύμα, σε σύγκριση με την ανοικτή χειρουργική επέμβαση.

Επίσης, παρατήρησαν ότι οι πιθανότητες επανεπέμβασης δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ των χειρουργικών προσεγγίσεων. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η παραμονή στο νοσοκομείο όσων χειρουργήθηκαν λαπαροσκοπικά ήταν σημαντικά μικρότερη συγκριτικά με εκείνους που είχαν υποβληθεί σε ανοιχτή χειρουργική επέμβαση (7,18 έναντι 10,84 ημέρες).

Οι ασθενείς που συσχετίστηκαν με αυξημένες πιθανότητες θνησιμότητας εντός 30 ήταν όσοι είχαν ηλικία άνω των 60 ετών, είχαν συνοδά αναπνευστικά προβλήματα που σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Αναισθησιολόγων κατατάσσονται σε κατηγορία μεγαλύτερη από 3, και ο δείκτης μάζας σώματος τους ήταν μικρότερος από 18,5 kg / m2. Αντίθετα, ο μεγαλύτερος από 25 δείκτης μάζας σώματος συσχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο θανάτου.

Σύμφωνα με τον Aziz M. Merchant, MD, FACS, αναπληρωτή καθηγητή και επικεφαλής του τμήματος γενικής / ελάχιστα επεμβατικής και ρομποτικής χειρουργικής, η μελέτη αυτή παρέχει στους ειδικούς τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να εξετάσουν και να αποφασίσουν αν οι ασθενείς τους πληρούν τις προϋποθέσεις για να υποβληθούν σε λαπαροσκοπική επέμβαση.

Όπως επισημαίνει, παρόλο που οι ανοικτές επεμβάσεις χρησιμοποιούνται ευρέως για τη θεραπεία της απόφραξης του λεπτού εντέρου, η λαπαροσκοπική μπορεί να πλεονεκτεί σε ορισμένους ασθενείς. Ωστόσο, επισήμανε ότι υπάρχει ένας σημαντικός περιορισμός στη συγκεκριμένη μελέτη που είναι η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με την εμπειρία και τους πόρους των χειρούργων στα νοσοκομεία στα οποία έγιναν οι επεμβάσεις.

Όπως είπε «Ένα από τα πράγματα που δεν μπορούσαμε να αξιολογήσουμε σε αυτή τη μελέτη, το οποίο είναι πραγματικά ζωτικής σημασίας, είναι η εμπειρία των χειρουργών που εκτέλεσαν τις λαπαροσκοπικές επεμβάσεις. Η χειρουργική εμπειρία και το νοσοκομειακό περιβάλλον μπορούν να βαρύνουν σε μεγάλο βαθμό την απόφαση για τη διεξαγωγή λαπαροσκοπικής ή ανοικτής χειρουργικής και τα σχετικά αποτελέσματα».

Όπως εξηγεί ο γενικός χειρουργός Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος, Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργική η απόφραξη του λεπτού εντέρου αφορά μια στένωση σε κάποιο σημείο του, η οποία προκαλείται από μια σειρά αιτιών και κυρίως από την ύπαρξη, κηλών, όγκων, από συστροφή και από φλεγμονώδη νοσήματα όπως το Crohn. Το 75% των περιστατικών οφείλεται σε συμφύσεις εντέρου μετά από εγχείρηση στην κοιλιακή χώρα, με το 1/3 αυτών να εμφανίζεται μέσα στον πρώτο μετεγχειρητικό χρόνο και τα 2/3 στην άμεση μετεγχειρητική περίοδο.

Η μη θεραπεία της εντερικής απόφραξης μπορεί να προκαλέσει σοβαρές, απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές, όπως νέκρωση του ιστού, εξαιτίας της διακοπής στην παροχή αίματος που προκαλείται σε τμήμα του εντέρου.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ