Βίγλες στο βορειοανατολικό Μεραμπέλλο

Γιώργος Παπατζανάκης
Γιώργος Παπατζανάκης

Μια ματιά στην ενετοκρατούμενη Κρήτη

Του Γεωργίου Παπατζανάκη*

Η Κρήτη από τα αρχαία χρόνια είχε αναπτύξει ένα λαμπρό πολιτισμό, αποτέλεσμα της εξαιρετικής γεωφυσικής διαμόρφωσης της και του έφορου εδάφους της. Τα ψηλά βουνά, τα μεγάλα οροπέδια, οι δασώδεις εκτάσεις, τα φαράγγια και οι ατέλειωτες ακτές συνέθεταν ένα τοπίο μοναδικής φυσικής ομορφιάς.

Η γεωγραφική θέση της Κρήτης ήταν η αιτία να γίνει στόχος πολλών κατακτητών στο πέρασμα των αιώνων. Βρισκόταν ανάμεσα στην Αφρική, την Ευρώπη και την Ασία. Η θέση αυτή της έδινε μια ξεχωριστή σημασία καθώς ήταν εμπορικό σταυροδρόμι, με αποτέλεσμα να αποτελεί στρατηγικό στόχο διάφορων κατακτητών.

Οι κατακτητές που πέρασαν από το νησί, άφησαν τα δικά τους σημάδια που ακόμα και σήμερα μας θυμίζουν τα πολυτάραχα χρόνια που έζησαν οι κρητικοί στο πέρασμα του χρόνου.

Οι σημαντικότερες οχυρώσεις στο νησί της Κρήτης αρχίζουν να κατασκευάζονται το 824, όταν οι Άραβες την καταλαμβάνουν βρίσκοντας την σχεδόν ανοχύρωτη. Οι Βυζαντινοί στην πρώτη Βυζαντινή περίοδο δεν είχαν κατασκευάσει σοβαρά οχυρωματικά έργα με αποτέλεσμα οι Άραβες να μην δυσκολευτούν καθόλου να την κατακτήσουν.

Την περίοδο της αραβοκρατίας έχουμε και την πρώτη ισχυρή οχύρωση του Χάνδακα.

Το 961, όταν οι Βυζαντινοί ανακαταλαμβάνουν το νησί, ήξεραν πλέον πόσο σημαντική ήταν η οχύρωση του και έτσι προχώρησαν στην κατασκευή τειχών, φρουρίων, σκοπιών και βιγλών.

Με την παρουσία των Γενουατών στο νησί, το 1204, κατασκευάζονται δεκατέσσερα φρούρια σε καίριες θέσεις ώστε να μπορούν να ελέγχουν τους Κρητικούς.

Οι Ενετοί που ακολουθούν ενισχύουν αυτά τα φρούρια και προχωρούν σε νέες ισχυρές οχυρώσεις στις μεγάλες πόλεις. Κατασκευάζουν νέα φρούρια και οικοδομούν πύργους – παρατηρητήρια (Βίγλες) κατά μήκος των ακτών. Η επικοινωνία των μεγάλων κάστρων και φρουρίων με τις βίγλες που κατασκευάζονται, γίνεται με τη χρήση της φωτιάς.

Η Κρήτη ήταν για τους Βενετούς ένα αφιλόξενο νησί, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα όπου ήταν η έδρα διαφόρων αρχών και κυριαρχούσαν πληθυσμιακά οι Κρητικοί. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην κατασκευή ασφαλών λιμενικών εγκαταστάσεων σε κατάλληλα σημεία, ώστε η διακίνηση εμπορικών και πολεμικών πλοίων να γίνεται με τους λιγότερους κινδύνους.

Για την καλύτερη διοίκηση του νησιού, οι Ενετοί το χωρίζουν σε τέσσερα διαμερίσματα (territori). Για την προστασία των Φεουδαρχών και τον έλεγχο της ιδιαίτερα ανήσυχης ενδοχώρας, όπου το Κρητικό στοιχείο είχε καθολική υπεροχή, και την άσκηση αποκεντρωμένης διοίκησης φρόντισαν για την κατασκευή μικρότερων φρουρίων. Στις έδρες των επαρχιών των τεσσάρων διαμερισμάτων (territoria) προχωρούν στην κατασκευή οχυρωμένων οικισμών οι οποίοι ονομάζονται Καστελλανίες (castellanie ή castelli). 

Στο Λασίθι υπάρχουν οι Καστελλανίες της Σητείας, της Ιεράπετρας και του Μεραμπέλλου. Ο διοικητής ονομαζόταν Καστελιάνος και η έδρα του, η οποία βρισκόταν στο λόφο που σήμερα βρίσκεται το κτίριο της Περιφερειακής Ενότητας Λασιθίου, Καστέλλι

Το 1538 στη διάρκεια του τρίτου Βενετοτουρκικού πολέμου, η Τουρκική αρμάδα με επικεφαλής τον Χαϊρέδιν Μπαρμπαρόσσα, επιτέθηκαν σε ολόκληρη τη Βόρεια Κρήτη. Αυτή την περίοδο πολλοί Κρητικοί άρχοντες προσέφεραν μεγάλη βοήθεια στους Ενετούς.

Το 1567 είχαμε νέες λεηλασίες και αιχμαλωτισμούς από τους Τούρκους υπό τον Σουλτάν Σελήμ και το 1571 από τον Ολούτς Αλή.

Όλες αυτές οι επιθέσεις ανέδειξαν τον ανερχόμενο Τουρκικό κίνδυνο και την αναγκαιότητα ενίσχυσης της άμυνας του νησιού, οπότε οι Ενετοί προχώρησαν στην κατασκευή οχυρωματικών έργων και επί τη ευκαιρία στην ανέγερση διαφόρων δημοσίων κτιρίων. Δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά από τη Γαληνοτάτη για την κατασκευή φρουρίων και συγχρόνως επιβαρύνθηκαν οι κάτοικοι με έκτακτους φόρους και αγγαρείες.

Εκτός των οχυρών είχαν ανεγερθεί σε καίριες θέσεις πύργοι – βίγλες για την φρούρηση των ακτών. Οι σκοπιές αυτές είχαν οργανωθεί από τους Βενετούς, ενώ παράλληλα είχε δημιουργηθεί ένας κώδικας επικοινωνίας μεταξύ τους, μεταδίδοντας μηνύματα με τη χρήση της φωτιάς και του καπνού. Σε εργασίες της συντοπίτισσας καθηγήτριας της Αρχιτεκτονικής σχολής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Αρακαδάκη Μαρίας, καταγράφονται Βενετικοί κατάλογοι οι οποίοι ορίζουν τις σκοπιές αυτές και έχουν συνταχθεί το 1590 και 1633.

Ο σημαντικότερος ρόλος των σκοπιών αυτών είναι η εποπτεία και ο έλεγχος των γύρω περιοχών και η επικοινωνία μεταξύ τους ώστε σε περίπτωση κινδύνου ή εξωτερικής απειλής να ειδοποιούνται γρήγορα οι κάτοικοι των αστικών περιοχών του νησιού.

Η λέξη Βίγλα έχει λατινική ρίζα και προέρχεται από το vigil ή vigilia που σημαίνει σκοπιά – φυλάκιο – παρατηρητήριο.

Οι Βίγλες μοιάζουν με τους παραδοσιακούς πύργους, εμφανίζουν όμως σημαντικές διαφοροποιήσεις. Το μέγεθος τους είναι μικρότερο καθώς έχουν περιορισμένο αμυντικό ρόλο. Επίσης έχουν πολύ μικρούς έως ανύπαρκτους χώρους διαμονής και απουσιάζει η κεντρική είσοδος με τη συνηθισμένη κατασκευή. Κάθε Βίγλα αποτελεί κομμάτι ενός συνολικού δικτύου οχύρωσης και σπάνια συναντάμε μεμονωμένες Βίγλες.

Η επιλογή των σημείων κατασκευής τους γινόταν με πολύ μεγάλη προσοχή, έτσι ώστε το σημείο κατασκευής τους να έχει ανοικτό ορίζοντα κυρίως προς τη θάλασσα, να ελέγχει τα θαλάσσια περάσματα και να ελέγχονται χώροι που ήταν πρόσφοροι για αποβάσεις. Καθοριστικός παράγοντας για την κατασκευή των Βιγλών ήταν η δυνατότητα επικοινωνίας της μίας με την άλλη ώστε να υπάρχει η δυνατότητα μετάδοσης των μηνυμάτων ακόμα και κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες. Οι τοπικές συνθήκες κάθε περιοχής, η μορφή των ελεγχόμενων ακτών και η μορφολογία του εδάφους, έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην τελική επιλογή των σημείων κατασκευής τους και στην μεταξύ τους απόσταση.

Υπεύθυνοι για την φρούρηση της Βίγλας ήταν οι Βιγλάτωρες, οι οποίοι είχαν την ευθύνη να ειδοποιήσουν τις γειτονικές Βίγλες μόλις έβλεπαν εχθρικό πλοίο. Τα σήματα κινδύνου δίνονταν με τη χρήση καπνού την ημέρα και φωτιάς τη νύχτα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούσαν εύφλεκτη ξυλεία, ξερά χόρτα, θάμνους, καλάμια που τους επέτρεπαν να έχουν ζωηρή φωτιά τη νύχτα, ενώ για πυκνό καπνό την ημέρα χρησιμοποιούσαν βρεγμένα σανά και κοπριές από τα ζώα. Με κωδικοποιημένα μηνύματα ειδοποιούσαν για το σημείο επερχόμενης απόβασης και τον αριθμό των πλοίων, ώστε να αποσταλεί στρατιωτική δύναμη προκειμένου να αποκρούσει τον επιδρομέα. Τη φωτιά και τους καπνούς συνήθως τους άναβαν στην κορυφή της Βίγλας.

Όλοι οι άρρενες ήταν υποχρεωμένοι να μετέχουν εκ περιτροπής στη φρούρηση που διαρκούσε από τα τέλη Μαρτίου ή αρχές Απριλίου μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου.

Γύρω από τις Βίγλες υπήρχαν και βοηθητικά μικρά κτίσματα για διάφορες χρήσεις. Η διαμονή των Βιγλατόρων, η αποθήκευση τροφίμων και η παρασκευή φαγητού, η αποθήκευση ξυλείας ήταν μερικές από τις βασικές χρήσεις αυτών των χώρων. Παράλληλα υπήρχαν χώροι για τα ζώα όπως και στέρνες για περισυλλογή νερού.

Το 1573 η Βενετία είχε σχεδιάσει να χτίσει πολλές Βίγλες, σε αποστάσεις που να έχουν οπτική επαφή η μία με την άλλη, γεγονός που επαληθεύεται από σωζόμενο σχεδιασμό του 1590νπου προέβλεπε παράκτιες σκοπιές. Στο βορειανατολικό Μεραμπέλλο το 1590 βρίσκουμε έντεκα θέσεις σκοπιάς.

Μετά το φρούριο της Σπιναλόγκας που αντάλλασε μηνύματα με τη σκοπιά Τουρλωτό Κεφάλι, οι υπόλοιπες σκοπιές είναι: Άσπρη Λίμνη, Καμπάνες, Άγιος Ιωάννης, Άσπρη Μύτη, Άγιος Αντώνιος στο Μουρί, Άσπρα Σπήλια, Γιαλού Κεφάλι, Συκιά, Άσπρο Αρμί, Σούβλου Μύτη. Βρίσκουμε ακόμα μία σκοπιά, τον Άγιο Βασίλη, η οποία δεν καταγράφεται ξεχωριστά και ταυτίζεται με τη σκοπιά Άσπρα Σπήλια. Η φρούρηση στα Άσπρα Σπήλια ήταν συνεχής όλο το εικοσιτετράωρο, ενώ στον Άγιο Βασίλη ήταν μόνο νυκτερινή. Ονομασίες Άσπρη Λίμνη, Καμπάνες, Άγιος Ιωάννης, Άγιος Βασίλης, Γιαλού Κεφάλι, Συκιά, Άσπρο Αρμί, Σούβλο συναντάμε μέχρι και σήμερα.

Την τελευταία δεκαπενταετία της κυριαρχίας των Ενετών στην Κρήτη και με αναμενόμενο πλέον τον κίνδυνο τουρκικής απόβασης στη νησί (ακολούθησε ο πόλεμος 1645 – 1669), αναγκάστηκαν να αναδιοργανώσουν το υπάρχον δίκτυο φρούρησης των ακτών και της υπαίθρου. Την επιθεώρηση και ριζική αναδιοργάνωση του δικτύου φρούρησης των ακτών και της υπαίθρου της Κρήτης ανέθεσε το 1633 ο γενικός προβλεπτής Lorenzo Contarini, στον Conte Nicola Gualdo de Priorati, αρχηγό της πολιτοφυλακής.

Ο Gualdo ζωγραφίζει με μάλλον μελανά χρώματα την κατάσταση που διαπίστωσε κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης και επισημαίνει πλήθος προβλημάτων. Ακατάλληλες σκοπιές, με μικρή ορατότητα. Αμέλεια και αταξία στο πρόγραμμα των φρουρήσεων και σύγχυση ως προς το ποιοι ηταν οι υπεύθυνοι για την ορθή διεξαγωγή τους. Ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση ως προς τον τρόπο μετάδοσης των σημάτων. Δωροδοκίες των υπευθύνων από τους χωρικούς που υποχρεούντο στην εκτέλεση της δύσκολης αυτής εργασίας, για να επιτύχουν την εξαίρεση τους. Απουσία σημαντικών φρουρίων από το δίκτυο (Γραμβούσα, Σούδα, Σπιναλόγκα) κλπ.

Ο Lorenzo Contarini έδωσε λεπτομερείς οδηγίες στον Gualdo για την βελτίωση της κατάστασης. Οι κατά τόπους Ιταλοί καπιτάνοι να ορισθούν υπεύθυνοι για όλες τις σκοπιές της περιοχής δικαιοδοσίας τους. Από τον κατάλογο των αρρένων κατοίκων των χωριών που χρεώνονταν τις φρουρήσεις, να εξαιρούνται μόνον οι κάτω των δεκαέξι και άνω των εξήντα ετών και οι άρρωστοι. Η περίοδος των φρουρήσεων να αρχίζει από την 1η Μαρτίου κάθε έτους. Οι φρουροί των ακτών στις οποίες υπήρχε αυξημένος κίνδυνος απόβασης να φέρουν πυροβόλα όπλα και να διοικούνται από Ιταλούς αξιωματικούς. Να ελέγχεται τακτικά ο βαθμός επαγρύπνησης των φρουρών και να επιβάλλονται αυστηρές ποινές. Στις σκοπιές 24ωρης φρούρησης οι βάρδιες να είναι πενταμελείς, ενώ στις νυκτερινές τετραμελείς και να βρίσκονται στις θέσεις τους από την δύση του ηλίου μέχρι την επόμενη αυγή. Οι σκοπιές που θα μετέδιδαν στα χωριά το μήνυμα τυχόν επιδρομής να είναι εφοδιασμένες με mascoli (μικρά κανόνια για τιμητικές βολές). Να δοθούν όπλα στους κατοίκους ορισμένων παράκτιων οικισμών, ώστε να υπάρχει δυνατότητα άμεσης αντίδρασης σε ενδεχόμενη απόβαση. Οι εκατόνταρχοι με τα σώματα των προνομιούχων (privileggiati) να κατανεμηθούν στις πιο εκτεθειμένες σε κίνδυνο περιοχές. Τέλος ο ίδιος ο Contarini καθόρισε με ακρίβεια τις ποσότητες πυρομαχικών που έπρεπε να διανέμουν οι υπεύθυνοι καπιτάνοι στους ακτοφρουρούς, καθώς και τον τρόπο μετάδοσης και διασταύρωσης των σημάτων ανάμεσα στις σκοπιές. Σε περίπτωση εμφάνισης υπόπτων πλοίων, η σκοπιά που τα εντόπιζε πρώτη έπρεπε να δώσει αμέσως σήμα συναγερμού, σύμφωνα με τον καθορισμένο κώδικα.

Ο Contarini διέθεσε στον Gualdo μια φρεγάτα, με την οποία ο τελευταίος έκανε το γύρο του Βασιλείου και φρόντιζε για την υλοποίηση των οδηγιών που είχε λάβει. Πύκνωσε το υφιστάμενο δίκτυο σκοπιών με πολλές νέες, καθόρισε τον αριθμό των φρουρών για κάθε μια και τον επικεφαλής τους και άφησε λεπτομερείς εντολές (ordini) στους υπεύθυνους. Αντίγραφα των εντολών επισυνάπτονται στην έκθεση μετά τους καταλόγους σκοπιών κάθε διαμερίσματος και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της.

Οι 120 περίπου από τις 470 συνολικά σκοπιές που αναφέρονται στην έκθεση του Gualdo, συμμετείχαν σε δίκτυο ασφαλείας, που εκάλυπτε όλη την περίμετρο του Βασιλείου. Τα βόρεια και τα νότια παράλια της νήσου συνδέθηκαν μεταξύ τους με την παρεμβολή μικρού αριθμού σκοπιών της ενδοχώρας. Στις σκοπιές του πρωτεύοντος αυτού δικτύου, που λειτουργούσε συνεχώς και όχι μόνο σε περίπτωση ανάγκης, έπρεπε να ανάβονται κάθε νύκτα τρεις πυρές ασφάλειας, μία μετά τη δύση του ηλίου, μία τα μεσάνυκτα και μία με το πρώτο χάραμα. Η μετάδοση των σημάτων θα άρχιζε από τη Γραμβούσα στα δυτικά και από το ακρωτήριο του Αγίου Ισιδώρου στα ανατολικά. Θ απαντούσαν διαδοχικά οι σκοπιές κατά μήκος τόσο των βόρειων όσο και των νότιων ακτών και τα σήματα θα κατέληγαν στο Χάνδακα. Για αποφυγή σύγχυσης απαγορευόταν να ανάβει μια σκοπιά πυρά ασφαλείας, αν δεν έβλεπε πρώτα εκείνη της προηγούμενης σκοπιάς. Επίσης απαγορευόταν αυστηρά στις παράκτιες σκοπιές να απαντούν σε σήματα σκοπιών της ενδοχώρας.

Στο πρωτεύον δίκτυο συμμετείχε το βορειοανατολικό Μεραμπέλλο με την σκοπιά στον Άγιο Ιωάννη τον Αφορεσμένο. Εξαιτίας της προνομιακής θέσης του ακρωτηρίου, η εδώ βίγλα πρέπει να υπήρχε από πολύ παλαιότερα. Για αυτό και ο πύργος ίσως να κατασκευάστηκε πριν από τη βενετοκρατία. Ο Gualdo συνιστά την επιδιόρθωση του την οποία δεν γνωρίζουμε αν πραγματοποιήθηκε. Εδώ, σε θέση λίγο ψηλότερα από τον πύργο του ακρωτηρίου, πάνω στο βουνό Voraginiti (το τοπωνύμιο είναι μάλλον κατασκεύασμα των βενετών, οφειλόμενο στη μορφολογία του εδάφους, voragine = βάραθρο, άβυσσος και για αυτό δεν διασώθηκε) φρουρούσαν όλο το 24ωρο έξι άντρες από τη Φουρνή. Η σκοπιά αυτή ήταν καίριας σημασίας επειδή πρόκειται για ένα από τα κυριότερα ακρωτήρια της Κρήτης, με μεγάλη ορατότητα προς το ανοικτό πέλαγος. Επίσης κάτω από τον πύργο του ακρωτηρίου σχηματίζεται ένα λιμανάκι που, επειδή είναι σχετικά κοντά στο φρούριο της Σπιναλόγκας, θεωρήθηκε ότι χρειαζόταν κάποια φύλαξη. Για αυτό τρεις από τους φρουρούς, οπλισμένοι με πυροβόλα όπλα, κατέβαιναν τις νύχτες σε θέση κάτω από τον πύργο, που είχε οπτική επαφή με τη βίγλα, ώστε να επιτηρούν το λιμανάκι αυτό. Στη σκοπιά υπήρχε και mascolo.


Μετά τη σκοπιά του Αγίου Ιωάννη, που ήταν στο βασικό δίκτυο στο βορειοανατολικό Μεραμπέλλο και μετά το φρούριο της Σπιναλόγκας, συναντάμε τη σκοπιά Τουρλωτό Κεφάλι στα βόρεια του σημερινού οικισμού της Πλάκας. Στη σκοπιά υπήρχε και mascolo. Τρία μίλια βόρεια της Σπιναλόγκας και έξι μίλια από τη Φουρνή υπήρχε η σκοπιά στις Καμπάνες. Και στις δύο σκοπιές οι φρουροί ήταν από τη Φουρνή.

Η σκοπιά στα Άσπρα Σπήλια που συνέπιπτε με τον Άγιο Αντώνη στο Μουρί βρίσκεται βόρεια του χωριού Σκινιάς, δίπλα στην εκκλησία του προφήτη Ηλία και βλέπει προς το Κρητικό πέλαγος. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια χρονιά το 1633 βρίσκουμε έγγραφο για τη μονή του Αγίου Αντωνίου στην ακρογιαλιά του Σκινέα. Η θέση στην οποία είναι κτισμένη η Βίγλα είναι τέτοια ώστε να κατοπτεύεται μεγάλο μέρος της θάλασσας αλλά και τα γύρω μονοπάτια. Το 2003 από την 13η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων έγιναν εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης της Βίγλας. Πριν τις εργασίες αυτές είχε τη μορφή ενός μικρού κυκλικού πετρόχτιστου πύργου, εξωτερικής διαμέτρου τεσσάρων μέτρων και ύψους τριών μέτρων. Η οροφή ήταν θολωτή και ήταν μισοκατεστραμμένη όπως και η δυτική πλευρά. Στην ανατολική όψη ήταν μια μικρή πόρτα ύψους 1,4 μέτρα και πλάτους μόλις 60 εκατοστών. Υπήρχαν δύο μικρά παράθυρα ένα στη βόρεια και ένα στη νότια πλευρά. Ανατολικά της σκοπιάς υπάρχουν δύο δωμάτια μερικώς αναστηλωμένα, ένα ερειπωμένο δωμάτιο και ένας φούρνος, ενώ στα νοτιανατολικά της σκοπιάς υπάρχουν δύο κυκλικές δεξαμενές.

Υπεύθυνοι για τη φρούρηση και αυτής της σκοπιάς ήταν κάτοικοι από τη Φουρνή.

Με το νέο σχεδιασμό που εφάρμοσε ο Cualdo στο βορειανατολικό Μεραμπέλλο, καταργήθηκαν πολλές παράκτιες σκοπιές μιας και οι ακτές εδώ ήταν απόκρημνες και αλίμενες, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να κάνει μια ορθολογικότερη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Η διατήρηση της παραπάνω σκοπιάς αναδεικνύει τη σημασία της και τη χρησιμότητα της στη λειτουργία όλου αυτού του δικτύου για την προστασία του νησιού.

Η ύπαρξη του μνημείου αυτού στο Δήμο μας, μας δίνει την ευκαιρία εάν οι συνθήκες ευνοήσουν, για την πλήρη αναστήλωση του μαζί με τους χώρους που το περιβάλλουν. Θα δωθεί έτσι η ευκαιρία να λειτουργήσει σαν παρατηρητήριο, λόγο της μοναδικότητας της θέσης του, αλλά και να δημιουργηθεί ένα μουσείο με αναφορά στην Ενετική περίοδο της Κρήτης. Η λειτουργία ενός τέτοιου μουσείου θα δώσει μια νέα αναπτυξιακή προοπτική στην περιοχή του βορειανατολικού Μεραμπέλλου, σε συνδυασμό πάντα με την προσπάθεια που γίνεται για την ένταξη της Σπιναλόγκας στα προστατευόμενα μνημεία της UNESCO.




* O Παπατζανάκης Γεώργιος είναι Πρόεδρος Τοπικής Κοινότητας Σκινιά


Πηγές:

  • «Κατάλογος Σκοπιών στην Καστελλανία Μεραμπέλλου κατά την τελευταία φάση της ενετοκρατίας», Μαρία Αρακαδάκη περιοδικό Κρητικά Χρονικά.
  • «Διάγραμμα του δικτύου ακτοφρουρών της Κρήτης από την έκθεση του Nicola Gualdo De Priorati (1633)», Μαρία Αρακαδάκη.
  • «Οι οχυρώσεις της Κρήτης κατά την Βενετοκρατία 1204 – 1669», Μιχάλης Γ. Ανδριανάκης.
  • «Ενετοκρατία στην Κρήτη», Χρύσα Α. Μαλτέζου.
  • «ΚΑΤΑΣΤΙΧΟ 43 1607 – 1635», Κωστής Ηλιάκης – Ιωάννης Κατζαράς.
  • «Φρυκτωρίες στην Κρήτη – Αποτύπωση – Χωροθέτηση», Μαστοράκης Ιωάννης – Παντελιάς Εμμανουήλ πτυχιακή εργασία στο ΤΕΙ Πειραιά 2006.
  • «Ιστορικά Οχυρωματικά Μνημεία της Κρήτης», Γιάννη Γ. Χρηστάκη, εκδόσεις Κρητικά Γράμματα

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ