ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Οι στρεβλώσεις που πιέζουν συντάξεις και μισθούς στην Ελλάδα

Ποιοι παράγοντες αυξάνουν μακροχρόνια τους κινδύνους του εγχώριου διανεμητικού ασφαλιστικού συστήματος. Η Ελλάδα και πώς ο υπολογισμός των συντάξεων συνιστά μοναδική περίπτωση.

Πετροπουλάκος Φιλιππάκης
Photo Credits: @euro2day.gr

Τη συνέχιση στην απώλεια της αγοραστικής δύναμης των σημερινών συνταξιούχων επιβεβαιώνει η ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού έτους 2025, με τον οποίο αυξάνονται οι συντάξεις από 1 Ιανουαρίου 2025 κατά 2,45%, σύμφωνα με τον Στ. Πετροπουλάκο και τον Κρητικό Ν. Φιλιππάκη. 

Σε άρθρο τους στο euro2day, σημειώνεται πως "δεκαπέντε χρόνια μετά την πρωτοφανή συρρίκνωση του συνταξιοδοτικού εισοδήματος, η οποία συνοδεύτηκε με επανυπολογισμό των συντάξεων, αλλά και πάγωμα του μηχανισμού αναπροσαρμογής τους (2010 - 2022), η πτώση του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων εντείνεται. Από το 2022 η εμφάνιση υψηλού και επίμονου πληθωρισμού επιδείνωσε το ήδη δυσμενές περιβάλλον, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος διαβίωσης".

Στο ίδιο άρθρο αναφέρουν τα εξής:

Δείκτης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής συντάξεων

Οι συντάξεις οφείλουν να διασφαλίζουν, αφενός, ένα ελάχιστο επίπεδο βιοτικών πόρων για τους συνταξιούχους («τα προς το ζην») και, αφετέρου, ένα λογικό ποσοστό (αναπλήρωσης) του εισοδήματος που είχαν κατά τη διάρκεια ενός διαστήματος πριν από τη συνταξιοδότησή τους.

Η προστατευτική λειτουργία των συντάξεων εξαρτάται από τη διατήρηση της αγοραστικής τους δύναμης (Στεργίου, 2022). Η προσήκουσα αναπροσαρμογή των συντάξεων είναι προϋπόθεση για τη διατήρηση της επάρκειάς τους. Τα είκοσι επτά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μέτρο προστασίας των συνταξιούχων απέναντι στον κίνδυνο διάβρωσης του εισοδήματος τους χρησιμοποιούν τον δείκτη τιμαριθμικής αναπροσαρμογής.

Ο εν λόγω δείκτης στοχεύει κυρίως στην προστασία από τον πληθωρισμό, καθώς και στη βελτίωση των συντάξεων μέσω της αύξησης των πραγματικών μισθών. Η πλειονότητα των χωρών της ΕΕ υιοθετεί για τον υπολογισμό το ύψος του πληθωρισμού και την εξέλιξη των μισθών. Υπάρχουν όμως και χώρες οι οποίες εφαρμόζουν διαφορετικά κριτήρια, όπως το γενικό επίπεδο διαβίωσης (Βέλγιο), τα έσοδα από τη συσσώρευση των ασφαλιστικών εισφορών (Εσθονία) ή το ΑΕΠ σε συνδυασμό με το επίπεδο διαβίωσης (Πορτογαλία).

Γενικά, η προστασία από την άνοδο των τιμών έχει ως σκοπό τη σταθεροποίηση της αγοραστικής δύναμης των συνταξιούχων, ενώ η τιμαριθμοποίηση βάσει των μισθών στοχεύει στη βελτίωση τους μέσω της μεσοπρόθεσμης ενίσχυσης της παραγωγικότητας εργασίας. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι υπό κανονικές συνθήκες (όχι δηλαδή σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού) ο κανόνας αναπροσαρμογής ο οποίος εστιάζει στις αμοιβές από εργασία, θεωρείται μακροχρόνια ο πλέον επωφελής, τόσο για τους συνταξιούχους, όσο και για την οικονομία συνολικότερα.

Παράγοντες βελτίωσης συνταξιοδοτικών παροχών

Η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική περίπτωση μεταξύ των κρατών της ΕΕ όπου η τιμαριθμοποίηση, πέραν της κάλυψης από τη μεταβολή των τιμών του προηγούμενου έτους, η οποία καταλαμβάνει το 50%, συνδέει το υπόλοιπο μισό με την πορεία του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

Ωστόσο, η επιλογή αυτή ενέχει αρκετούς περιορισμούς. Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι έως το 2070 η μέση ετήσια πραγματική μεγέθυνση του ελληνικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος θα είναι μόλις 1,1%.

Η τιμαριθμική αναπροσαρμογή, συνδεόμενη είτε με τις τιμές, είτε με τους μισθούς, είτε με άλλα κριτήρια, είναι εξαιρετικά σημαντική, δεδομένου ότι επηρεάζει το επίπεδο των συνταξιοδοτικών παροχών. Στη χώρα μας ο λόγος των παροχών (benefit ratio) δηλαδή της μέσης σύνταξης προς τον μέσο μισθό από 76,4% το 2022 προβλέπεται να μειωθεί στο 52,3% το 2062.

Μακροοικονομικοί και δημογραφικοί παράγοντες προσδιορίζουν εξίσου το ύψος των συντάξεων, όμως ο βαθμός επίδρασης τους διαφέρει. Για παράδειγμα η γήρανση του πληθυσμού και η διάρκεια των ετών που λαμβάνει κάποιος σύνταξη επενεργούν στη βελτίωση των παροχών, αλλά μόνο οριακά.

Πρόσφατη μελέτη (Dedak and Fiser, 2024) υποστηρίζει ότι τους σημαντικότερους συντελεστές αύξησης των συντάξεων αποτελούν η εξέλιξη των πραγματικών μισθών και το ποσοστό αναπλήρωσης τους βάσει των αποδοχών του εργασιακού βίου.

Πραγματικοί μισθοί και παραγωγικότητα

Η συζήτηση περί ενίσχυσης των μισθών (κατ’ επέκταση και των συντάξεων) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παραγωγικότητα εργασίας. Η Ελλάδα πριν από μερικές ημέρες ενσωμάτωσε στην εθνική της νομοθεσία την Οδηγία (ΕΕ) 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022 για την προστασία του εισοδήματος των εργαζομένων μέσω της επάρκειας των κατώτατων μισθών.

Παρά την ισχυριζόμενη μείωση της αβεβαιότητας ως προς τη μελλοντική θετική εξέλιξη των αποδοχών των εργαζομένων, το άρθρο 6 του ν. 5163/2024 (ΦΕΚ Α΄ 199) θέτει μια σειρά ισχυρών περιορισμών, οι οποίοι στην πράξη αναστέλλουν την ουσιαστική αναπροσαρμογή του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου.

Ένας από τους παράγοντες, τους οποίους η Επιστημονική Επιτροπή, που συστάθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λαμβάνει υπόψη της προκειμένου να διατυπώσει γνώμη σχετικά με το ύψος του κατώτατου μισθού (ο οποίος συμπαρασύρει και τον μέσο μισθό), αφορά το επίπεδο και τις μακροπρόθεσμες εξελίξεις στην παραγωγικότητα και στη δυναμική που αυτή αναπτύσσει.

Αναφορικά με την παραγωγικότητα, επισημαίνουμε ότι η χώρα μας παραμένει ουραγός τόσο μεταξύ των μελών της ΕΕ όσο και αυτών της Ευρωζώνης (ΕΖ). Ιδιαίτερα σε σχέση με τις οικονομίες της ζώνης του Ευρώ, η παραγωγικότητα εργασίας σε απασχολούμενους για το έτος 2023 βρίσκεται στο 57% του μέσου όρου του συνόλου των χωρών και ως προς τις ώρες εργασίας στο 44% (Εθνικό Συμβούλιο Παραγωγικότητας, 2024).

Οι προσπάθειες βελτίωσης του εισοδήματος από εργασία μετά το 2019 μέσω της σημαντικής μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών (μη μισθολογικό κόστος) και τη μείωση του κόστους παραγωγής από πλευράς εργοδοτών, δεν δημιούργησαν τα προσδοκόμενα πολλαπλασιαστικά οφέλη.

Μολονότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 1,6% το 2023, σε σχέση με το 2022, καταγράφοντας την πέμπτη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, η διαφορά παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ αλλά και της ΕΖ διατηρήθηκε αμετάβλητη.

Κίνδυνοι και μελλοντικές προκλήσεις

Η αναιμική μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας και το μειούμενο ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων αυξάνουν μακροχρόνια τους κινδύνους του εγχώριου διανεμητικού ασφαλιστικού συστήματος.

Οι κίνδυνοι αυτοί ενισχύονται εάν συνεκτιμηθούν ταυτόχρονα και άλλες μεταβλητές, όπως για παράδειγμα τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, τα έτη συνταξιοδοτικού βίου, ο λόγος εξάρτησης ηλικιωμένων προς εργαζομένους και το αφανές συνταξιοδοτικό χρέος.

Δεδομένης της αλληλένδετης σχέσης μεταξύ οικονομίας και ασφαλιστικού συστήματος, η ενίσχυση των αποδοχών των εργαζομένων και η δυνατότητα του συστήματος να διασφαλίζει επαρκείς συνταξιοδοτικές παροχές διέρχονται μέσα από τη δημιουργία παραγωγικών επενδύσεων, οι οποίες θα ενσωματώνουν τεχνολογία, καινοτομία, αξιοποιώντας παράλληλα το ανθρώπινο κεφάλαιο.

Τίθεται, δηλαδή, ως βασική προϋπόθεση η αλλαγή του υφιστάμενου παραγωγικού υποδείγματος, το οποίο στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, στην πολιτική διατήρησης χαμηλών μισθών.

 

* Ο κ. Στέφανος Πετροπουλάκος (φωτ. αριστερά) είναι Δικαστικός Πληρεξούσιος Α΄ Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ΜΔΕ.

** Ο κ. Νίκος Φιλιππάκης είναι Οικονομολόγος MBA.

Πηγή:euro2day.gr

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση