ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Η ανομβρία καταστρέφει τους ελαιώνες της Σητείας - 70% κάτω η παραγωγή

Η κλιματική κρίση "χτυπά" την ελιά - Τι λένε παραγωγοί από την Κρήτη

Ελιές
Photo Credits: @pixabay

Προκλήσεις λόγω της κλιματικής αλλαγής αντιμετωπίζουν (και) οι ελαιοπαραγωγοί της χώρας, καθώς η παρατεταμένη ανομβρία που έπληξε πολλές περιφέρειες της Ελλάδας τους προηγούμενους μήνες έχει επηρεάσει αρνητικά την παραγωγή σε ορισμένες περιοχές, όπως η ανατολική Κρήτη.

«Φέτος είχαμε πολύ λίγο νερό» λέει στην «ΗΜΕΡΗΣΙΑ» ο Μανώλης Μαυροματάκης, πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Σητείας. «Σε κάποιες περιοχές μάλιστα τα χιλιοστά βροχής ήταν μηδενικά. Αλλού έπεσαν 200 χιλιοστά, και σε δύο μόνο περιοχές καταγράφηκαν 600 χιλιοστά βροχόπτωσης», εξηγεί. Έτσι, φέτος «στην Κρήτη και ειδικά στη Σητεία οι ελιές είναι σε απελπιστική κατάσταση. Είναι κίτρινες και ορισμένες έχουν ξεραθεί.»
 

70% κάτω η παραγωγή στη Σητεία

Η φετινή δύσκολη χρονιά έρχεται μετά από ένα εξίσου άνυδρο 2023 καθώς, σύμφωνα με στοιχεία του climatebook.gr, οι βροχοπτώσεις στην ανατολική Κρήτη ήταν πέρσι μειωμένες κατά 30% σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας τριαντακονταετίας. Και τα προηγούμενα χρόνια όμως, από το 2019 και μετά, η κατάσταση στην περιοχή της Σητείας ήταν δύσκολη, με αποτέλεσμα τους παραγωγούς να βαραίνει πλέον ένα συνεχές άνυδρων καλοκαιριών και χειμώνων με λιγοστές βροχοπτώσεις.

«Φέτος η παραγωγή στην περιοχή της Σητείας θα είναι 70% κάτω από το κανονικό», λέει ο πρόεδρος της τοπικής ΕΑΣ, εξηγώντας ότι η μέση παραγωγή ανέρχεται στους 10-12 χιλιάδες τόνους «ενώ εμείς φέτος αναμένουμε γύρω στις 3,5 χιλιάδες τόνους». Η ζημιά μάλιστα στους ελαιώνες από την ξηρασία είναι τέτοια που καθιστά αμφίβολη την ανθοφορία και την καρποφορία τους την επόμενη χρονιά.

Μεσσηνία: Αυξημένη παραγωγή, ανησυχία για το κλίμα

Αρκετά μακρύτερα, στον νότο της Πελοποννήσου, η εικόνα είναι πολύ πιο ενθαρρυντική. Ωστόσο και εκεί δεν λείπει η ανησυχία για το τι μέλλει γενέσθαι τα επόμενα χρόνια, καθώς για τους παραγωγούς αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι το κλίμα έχει αλλάξει. «Φέτος η παραγωγή είναι αυξημένη, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με πέρσι» λέει στην «Η» ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Καλαμάτας Μιχάλης Αντωνόπουλος. Όπως εξηγεί, τις καλές χρονιές η περιοχή της Μεσσηνίας παράγει γύρω στους 60.000 τόνους – και προς τα εκεί δείχνει να κινείται η φετινή συγκομιδή.

Ωστόσο δεν είναι όλα ρόδινα: «Φέτος είχαμε ανομβρία, ένα φαινόμενο που είχε χρόνια να εμφανιστεί. Οι ελιές που δεν αρδευόντουσαν έχουν σοβαρά προβλήματα. Σε ένα 5% ο καρπός δεν σώθηκε και δεν συγκομίστηκε», μας λέει, προσθέτοντας ότι σε άλλες περιπτώσεις το μέγεθος του καρπού μπορεί να είναι στο 1/3 του κανονικού.

Όντας ο ίδιος γεωλόγος - περιβαλλοντολόγος, ο Μιχάλης Αντωνόπουλος γνωρίζει ότι, παρά τις διακυμάνσεις από έτος σε έτος, η κλιματική αλλαγή αποτελεί πραγματικότητα και συνιστά πρόκληση (και) για τους ελαιοπαραγωγούς καθώς φέρνει πιο υψηλές θερμοκρασίες και πιο ακανόνιστες βροχοπτώσεις. «Το νερό πέφτει μαζεμένο και δημιουργεί προβλήματα», εξηγεί. Οι βροχοπτώσεις «δεν είναι καλά κατανεμημένες στη διάρκεια του υδρολογικού έτους». Κίνδυνο άλλωστε αποτελούν και οι πυρκαγιές, καθώς και η ενδεχόμενη απουσία χιονιού «ή άλλων κατακρημνισμάτων που είναι πιο ευεργετικά από μια καταιγίδα».

Ανταγωνισμός για το νερό

Η ταυτόχρονη ανάπτυξη της ελαιοκαλλιέργειας και του τουρισμού, άλλωστε, πιέζει τους υδάτινους πόρους της περιοχής. «Οι υδρευτικές και αρδευτικές ανάγκες αυξάνονται δραματικά, με αποτέλεσμα να καταγράφεται ένα είδος ανταγωνισμού» ανάμεσα στις δραστηριότητες, περιγράφει. Όπως εξηγεί, πριν 30 χρόνια η περιοχή της Μεσσηνίας είχε περίπου 8 εκατομμύρια ελαιόδεντρα. Σήμερα ο αριθμός τους έχει διπλασιαστεί, ενώ παράλληλα αυξάνεται και ο πληθυσμός στην περιοχή της Καλαμάτας. Ως αποτέλεσμα έχουν δημιουργηθεί «τρομακτικές ανάγκες» για νερό, που πλέον «δεν μπορούν να καλυφθούν».

Οι νέες συνθήκες που διαμορφώνει η κλιματική κρίση καθώς και άλλες προκλήσεις, όπως η έλλειψη εργατικών χεριών και η ερήμωση της υπαίθρου, αναγκάζουν τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Καλαμάτας να σχεδιάζει ήδη από τώρα την «επόμενη ημέρα» της ελαιοπαραγωγής: «Το δυνατό μας χαρτί είναι ότι έχουμε κάποιους παραδοσιακούς ελαιώνες που πρέπει να διατηρηθούν», λέει ο Αντωνόπουλος. «Να βγαίνει ένα ποιοτικό λάδι που να είναι φημισμένο ως ΠΟΠ Καλαμάτας, όπως ορισμένα γαλλικά κρασιά ή ιταλικά τυριά», εξηγεί, τονίζοντας ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα της ελαιοπαραγωγής καθώς περιβαλλοντικοί παράγοντες ή ο ανταγωνισμός από χώρες όπως για παράδειγμα η Σαουδική Αραβία, που προχωρούν σε φαραωνικά πρότζεκτ ελαιοκαλλιέργειας, θα θέσουν σύντομα υπό αμφισβήτηση το σημερινό μοντέλο παραγωγής.

«Προχωράμε ήδη σε μελέτες ώστε να εξετάσουμε πώς θα μπορούσαμε να μειώσουμε ή και να μηδενίσουμε το ανθρακικό αποτύπωμα και τα απόβλητα της ελαιοπαραγωγής ώστε να αποκτήσουμε ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα», τονίζει ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού, εξηγώντας ότι «ο κλιματικά ουδέτερος ελαιώνας θα μπορεί να επιδοτηθεί και θα είναι βιώσιμος μακροπρόθεσμα».

Ασφυξία και νοθεία

Πίσω στην Κρήτη, οι ασφυκτικές συνθήκες που δημιουργεί η ανομβρία στην περιοχή της Σητείας, η τοπική οικονομίας της οποίας βασίζεται σε ποσοστό 90% στην ελαιοκαλλιέργεια, δεν αφήνει περιθώρια για μακροπρόθεσμες κινήσεις προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. «Τόσο φέτος όσο και του χρόνου, ακόμα και την επόμενη χρονιά, η περιοχή μας δεν θα έχει λάδι γιατί τα δέντρα έχουν καταστραφεί από την ανομβρία», λέει ο Μανώλης Μαυροματάκης. Ζητά προς τούτο τη στήριξη της πολιτείας, καθώς όπως λέει «ενώ έχουμε εδώ και τέσσερα έτη μειωμένη παραγωγή δεν έχουμε αποζημιωθεί για καμία χρονιά, παρότι έχουν γίνει σχετικά αιτήματα και έχουν προχωρήσει οι καταγραφές».

Εκτός από τον καιρό άλλωστε, οι παραγωγοί έχουν να αναμετρηθούν με τους επιτήδειους που διακινούν νοθευμένο λάδι το οποίο, εκτός από τους κινδύνους που εγκυμονεί για τους καταναλωτές, αποτελεί πλήγμα για τους παραγωγούς καθώς συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό.

«Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με τη νοθεία του ελαιολάδου», λέει ο Μανώλης Μαυροματάκης. «Βάζουν ακατάλληλα λάδια ή άλλες χημικές ενώσεις και πουλάνε τον τενεκέ πολύ φθηνότερα από ό,τι το τυποποιημένο μπουκάλι. Υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός και κίνδυνος για την υγεία του καταναλωτή», τονίζει, καταγγέλλοντας ότι οι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές είναι υποστελεχωμένες με αποτέλεσμα οι έλεγχοι να μην είναι επαρκείς. «Γίνονται κάποιες συλλήψεις και κατασχέσεις, αλλά είναι σταγόνα στον ωκεανό», προσθέτει, ξεκαθαρίζοντας ότι η πώληση μη τυποποιημένου ελαιολάδου σε «τενεκέδες» απαγορεύεται.

Υποχωρούν οι τιμές παραγωγού - Θα φανεί η μείωση στο ράφι;

Παρά τις δυσκολίες, η φετινή ελαιοκομική περίοδος αναμένεται να είναι πολύ καλύτερη από την περσινή, με τη θεαματικά μεγαλύτερη παραγωγή – τόσο σε πανελλαδικό όσο και σε διεθνές επίπεδο – να ρίχνει την τιμή για τον παραγωγό σε περίπου 6 ευρώ το κιλό από τα ιστορικά υψηλά των 9,5 ευρώ που είχε αγγίξει πέρσι. Πέραν της αυξημένης παραγωγής (στην Ελλάδα αναμένεται να φτάσει τους 250.000 τόνους έναντι 120.000 – 130.000 τόνων πέρσι και στην Ισπανία το 1.200.000 τόνους έναντι 700.000 τόνων πέρσι) την τιμή παραγωγού πιέζει προς τα κάτω και η μείωση της κατανάλωσης ελαιολάδου, καθώς λόγω των υψηλών τιμών πολλά νοικοκυριά στράφηκαν σε εναλλακτικές επιλογές.

Είναι αμφίβολο ωστόσο αν οι καταναλωτές θα δουν στο ράφι τις μειωμένες τιμές καθώς υπάρχουν φόβοι ότι η μείωση θα… χαθεί κάπου στη διαδρομή από το χωράφι στο ράφι. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δεν είναι ενθαρρυντικά: Τον Νοέμβριο η τιμή του ελαιολάδου παρέμενε κατά 6,4% υψηλότερη σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2023.

«Το λάδι ανεβαίνει γρήγορα και κατεβαίνει αργά»

«Οι μεγάλες ποσότητες ελαιολάδου πωλούνται κάθε χρόνο σε φυσιολογικές τιμές», λέει ο Μανώλης Μαυροματάκης της Ένωσης Αγροτικών Συναιτερισμών Σητείας. «Όταν το λάδι είχε 9,5 ευρώ το κιλό για τον παραγωγό, πωλούταν στα 14-15 ευρώ το λίτρο. Αν είναι 6 ευρώ η αμοιβή του παραγωγού, τα 10 ευρώ στο ράφι είναι μια φυσιολογική τιμή», επισημαίνει, εξηγώντας ότι στη διαδρομή από το χωράφι στο ράφι προστίθεται κόστος λόγω των μεταφορικών, της εμφιάλωσης, των χονδρεμπόρων και του λιανέμπορου. «Το “καπέλο” αυτό βεβαίως ενίοτε μπορεί να είναι και αθέμιτο», τονίζει ο Μαυροματάκης. «Είναι περιπτώσεις που πρέπει να ελεγχθούν από το κράτος».

Ο Μιχάλης Αντωνόπουλος είναι πιο δηκτικός: «Εμείς μπορεί να πουλήσουμε και με 5,5 ευρώ το κιλό στη χονδρική, και στο ράφι η τιμή να είναι 13 – 14 ευρώ το λίτρο για την ίδια ποιότητα» λέει, ξεκαθαρίζοντας ότι τόσο μεγάλη διαφορά δεν δικαιολογείται από τα κόστη. «Το λάδι ανεβαίνει γρήγορα και κατεβαίνει αργά», καταλήγει. «Μπορεί να μην κατέβει και ποτέ».

 

 

Φωτογραφία από Artvision-So από το Pixabay

 

 

 

 

 

 

 

Πηγή:imerisia.gr

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση