ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κατώτατος μισθός: Πάνω 1,1 δισ. ευρώ το κόστος της αύξησης για τις επιχειρήσεις
Η αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό 6,02%, οδηγεί σε ετήσια αύξηση των ασφαλιστέων αποδοχών κατά 842,8 εκ. ευρώ και κατά συνέπεια σε εκτιμώμενη ετήσια αύξηση των εσόδων των ανωτέρω φορέων ύψους 296,33 εκ. ευρώ

Ξεπερνά το 1,1 δισ. ευρώ το κόστος της αύξησης του κατώτατου μισθού 6% (η οποία τίθεται σε ισχύ από την 1η Απριλίου) σε ετήσια βάση, σύμφωνα με όσα προκύπτουν από τη σχετική απόφαση της υπ. Εργασίας, Νίκης Κεραμέως.
Αναλυτικά, η υπουργική απόφαση με την οποία τίθεται σε ισχύ η αύξηση 6% στον κατώτατο μισθό αναφέρει πως «το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού αλλά αύξηση εσόδων στον προϋπολογισμό του e-ΕΦΚΑ, ΕΟΠΥΥ και ΔΥΠΑ εκτιμώμενου ύψους 186,17 εκ. € κατ’ έτος, η οποία αναλύεται ως εξής:
Σύμφωνα με στοιχεία από την τρέχουσα κατάσταση του ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ, σε σύνολο 2.861.242 απασχολούμενων υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών, με διαφορετικό καθεστώς απασχόλησης (πλήρους/μερικής/εκ περιτροπής), ποσοστό 32,33% αμείβεται με αποδοχές έως του ύψους του νέου κατώτατου μισθού ή ημερομισθίου.
Επίσης, σύμφωνα με τον e- ΕΦΚΑ, για κάθε ποσοστιαία μονάδα (1%) αύξησης του κατώτατου μισθού οι ασφαλιστέες αποδοχές αυξάνονται, κατά προσέγγιση, κατά €140 εκ. σε ετήσια βάση.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού και του κατώτατου ημερομισθίου σε ποσοστό 6,02%, ήτοι από 830€ σε 880€ και από 37,07€ σε 39,30€ αντίστοιχα, με μέσο ποσοστό εισφορών 35,16%, επί 14 μήνες, οδηγεί σε ετήσια αύξηση των ασφαλιστέων αποδοχών κατά 842,8 εκ € και κατά συνέπεια σε εκτιμώμενη ετήσια αύξηση των εσόδων των ανωτέρω φορέων ύψους 296,33 εκ. €.
Επίσης προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού των ανωτέρω φορέων (e-ΕΦΚΑ, ΕΟΠΥΥ και ΔΥΠΑ), από την αύξηση των καταβαλλόμενων ποσών του επιδόματος ανεργίας και όσων επιδομάτων είναι συνδεδεμένα με τον κατώτατο μισθό ή ημερομίσθιο, εκτιμώμενου ύψους 110.16 εκ. €., καθώς και αύξηση των δαπανών προγραμμάτων απασχόλησης που είναι συνδεδεμένα με τον κατώτατο μισθό ή ημερομίσθιο, η οποία όμως δεν δύναται να υπολογισθεί καθώς εξαρτάται από το πλήθος των προγραμμάτων, τον αριθμό των δικαιούχων και τη διάρκεια του κάθε προγράμματος».