ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Απαγόρευση βίας και παρενόχλησης στην εργασία: Η (προβληματική) αντιστροφή του βάρους απόδειξης
Περιστατικά βίας και παρενόχλησης στον χώρο της εργασίας είναι φαινόμενο παλαιό και, δυστυχώς σε όλους μας, γνωστό
SHARE:
Παρακολουθούμε, από το περασμένο καλοκαίρι ακόμα, έντονη τη συζήτηση επί του νομοσχεδίου για τα εργασιακά-πριν ακόμα δει το φως της δημοσιότητας. Εστιάζουν, κατά κύριο λόγο, οι πολέμιοι στα θέματα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, για την οποία παλαιότερη αλλά και απολύτως πρόσφατη αρθρογραφία μας. Δεν είναι, φυσικά, το μόνο σημαντικό ζήτημα που τίθεται με το ν.4808/21 (ΦΕΚ Α 101/21). Ένα, ακόμα σημαντικότερο, είναι η (περιβόητη-πλην όμως όχι πολυσυζητημένη) «αντιστροφή του βάρους απόδειξης» σε θέματα βίας και παρενόχλησης. Δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος προορατικό χάρισμα για να σχηματίσει τη βεβαιότητα, πως η συγκεκριμένη διάταξη μέλλει, δυστυχώς, να αποδειχθεί προβληματική.
Η (επιβεβλημένη) απαγόρευση βίας και παρενόχλησης στην εργασία
Περιστατικά βίας και παρενόχλησης στον χώρο της εργασίας είναι φαινόμενο παλαιό και, δυστυχώς σε όλους μας, γνωστό. Κανένας μας, ωστόσο, δεν θα μπορούσε να φανταστεί το μέγεθός του. Ώσπου μια απολύτως πρόσφατη έρευνα της MRK (που παρουσιάστηκε και στα μέλη του ΣΔΑΔΕ) ήρθε, ανώμαλα, να μας προσγειώσει.
Λαμβανομένου, λοιπόν, υπόψη του μεγέθους του προβλήματος, με ικανοποίηση διαβάζουμε στο συγκεκριμένο νομοθέτημα:
«Απαγορεύεται κάθε μορφής βία και παρενόχληση, που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της εργασίας είτε συνδέεται με αυτήν είτε προκύπτει από αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της βίας και παρενόχλησης λόγω φύλου και της σεξουαλικής παρενόχλησης» (άρθρο 4 §1).
Η αντιστροφή του βάρους απόδειξης
Με βάση όμως τη διάταξη του άρθρου 15, εκείνος που κατηγορείται για το περιστατικό βίας ή παρενόχλησης οφείλει να αποδείξει πως το συγκεκριμένο περιστατικό ΔΕΝ έλαβε χώρα. Πόσο δίκαιη/ορθή/ακίνδυνη είναι αυτή η αντιστροφή του βάρους απόδειξης;
Στην Ανάλυση των Συνεπειών Ρύθμισης διαβάζουμε πως λαμβάνει χώρα «κατ’ αντιστοιχία με τα ισχύοντα στη νομοθεσία για την απαγόρευση των διακρίσεων, εξ ου και γίνεται παραπομπή σε αυτή..».
Είναι, άραγε, σωστή η συγκεκριμένη αντιστοίχιση;
Η απόδειξη αρνητικού γεγονότος
Είναι γνωστό πως η απόδειξη αρνητικού γεγονότος είναι αδύνατη (λ.χ.: «δεν σου μίλησα άσχημα», «δεν σου έκανα κακό»). Κατά τούτο, εκείνος που επικαλείται ένα γεγονός, οφείλει και να το αποδείξει (:338 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Επίσης: είναι δεδομένο πως η χώρα μας δεν δεσμεύεται από κάποια Οδηγία ή Διεθνή Σύμβαση για την εν λόγω αντιστροφή του βάρους απόδειξης για περιστατικά άσκησης βίας ή παρενόχλησης. Κι ακόμα: δεν μπορεί να υπάρχει οποιαδήποτε συσχέτιση με τη νομοθεσία για τις διακρίσεις στο χώρο εργασίας.
Με όλο τον απαιτούμενο (απεριόριστο και απολύτως αναγκαίο) σεβασμό στα θύματα περιστατικών βίας ή παρενόχλησης, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη η συγκεκριμένη αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Για όσο χρόνο η συγκεκριμένη διάταξη παραμείνει, είναι δεδομένο ότι αυτή που θα κινδυνεύσει περισσότερο είναι η αλήθεια: Ο κάθε δυσαρεστημένος εργαζόμενος (ή πρώην εργαζόμενος) «αδαπάνως» θα είναι δυνατό να επικαλεστεί περιστατικό βίας ή παρενόχλησης για την ενίσχυση της επιχειρηματολογίας του. Στη περίπτωση αυτή, ο καταγγελλόμενος (:συνάδελφος, προϊστάμενος, υφιστάμενος ή εργοδότης του) θα καλείται για το αδύνατο: την ανυπαρξία δηλ. του καταγγελλόμενου γεγονότος να αποδείξει.
Ο κίνδυνος διαπόμπευσης και καταδίκης, σε κάθε επίπεδο, θα επικρέμαται «επί δικαίων και (όχι μόνον επί) αδίκων».
Όπερ άτοπο. Και, αυτονοήτως, άδικο.
Ενδεχόμενη, πάντως, εμμονή στη συγκεκριμένη ρύθμιση είναι δεδομένο πως κάποιους θα κάνει, ξεχωριστά, χαρούμενους:
Εμάς τους δικηγόρους!
Ας επιλέξουμε.-
Managing Partner
Koumentakis and Associates Law Firm
Σημ.: Το παρόν άρθρο σε πλήρη μορφή