ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Άλμα των ενοικίων για κατοικίες στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις
Αυξήσεις άνω του 60% σε χώρες της Ε.Ε., εντείνονται οι αντιδράσεις στο Βερολίνο
SHARE:
Διαστάσεις πανδημίας έχει προσλάβει η διαστημική άνοδος των ενοικίων κατοικιών, που προκαλεί πλέον επιθετικές συσπειρώσεις ενοικιαστών και συλλογικές διεκδικήσεις. Έχει, άλλωστε, κινητοποιήσει τις Αρχές πολλών χωρών, που σπεύδουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα μετατρέποντας σε διαμερίσματα όσους χώρους μπορούν να διαθέσουν.
Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, στο Βερολίνο, την ευρωπαϊκή μητρόπολη στην οποία έχουν εκδηλωθεί οι περισσότερες αντιδράσεις για την άνοδο των ενοικίων, βρίσκεται σε εξέλιξη κινητοποίηση ενοικιαστών. Εχουν συγκεντρώσει 350.000 υπογραφές με τις οποίες ζητούν απαλλοτρίωση 240.000 κατοικιών. Πρόκειται για διαμερίσματα και κατοικίες μεγάλων εταιρειών ακινήτων που έχουν στην κατοχή τους τουλάχιστον 3.000 ακίνητα η κάθε μία και είναι εισηγμένες σε μεγάλα χρηματιστήρια. Οι εταιρείες αυτές επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους για τους μετόχους τους και, σύμφωνα με τους ενοικιαστές τους, επιβάλλουν δυσβάσταχτα ενοίκια, ενώ δεν συντηρούν κατάλληλα τα ακίνητα που έχουν προς εκμετάλλευση. Ενδεικτική της κερδοφορίας τους είναι η αύξηση της συνολικής κεφαλαιοποίησης που συγκεντρώνει ο τομέας των εισηγμένων εταιρειών ακινήτων στην Ευρώπη: από 3,5 δισ. ευρώ στα οποία ανερχόταν μόλις το 2006 έχει εκτιναχθεί στα 85 δισ. ευρώ με στοιχεία του περασμένου μήνα. Σημειωτέον ότι το αίτημα των ενοικιαστών για απαλλοτρίωση των 240.000 ακινήτων θα τεθεί στην κρίση των κατοίκων του Βερολίνου σε σχετικό δημοψήφισμα που έχει προγραμματισθεί για τον Σεπτέμβριο.
Σύμφωνα με τη Eurostat, από το 2010 μέχρι το 2020, τα ενοίκια στις μεγάλες πόλεις των χωρών της Ε.Ε. αυξήθηκαν κατά μέσον όρο σχεδόν 15%, για την ακρίβεια 14,9%. Η αύξηση φτάνει, όμως, το 60% στην Ιρλανδία, μία από τις χώρες που γνώρισαν μιαν άνευ προηγουμένου κρίση στην αγορά στέγης, ενώ εκτοξεύεται στα αδιανόητα επίπεδα της τάξης ακόμη και του 110% στη Λιθουανία και πάνω από το 140% στην Εσθονία. Απότοκος της αστυφιλίας αλλά και της μειωμένης οικοδομικής δραστηριότητας που έχει οδηγήσει σε ανεπάρκεια κατοικιών σε όλες τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, αλλά και της νέας τάσης των ιδιοκτητών κατοικιών να ενοικιάζουν τα σπίτια τους σε τουρίστες μέσα από πλατφόρμες τύπου Airbnb, η εκτίναξη των ενοικίων απασχολεί τις Αρχές πολλών ευρωπαϊκών χωρών.
Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των δυσθεώρητων ενοικίων, οι Αρχές του Βερολίνου σχεδιάζουν να οικοδομήσουν 5.000 διαμερίσματα στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου της πόλης, του Τέγκελ, που έκλεισε τον Νοέμβριο. Παρεμφερή σχέδια εκπονούν και οι Αρχές της Σουηδίας, που μελετούν τη δυνατότητα ανέγερσης 30.000 νέων κατοικιών στη δυτική πλευρά της Στοκχόλμης στον χώρο του αεροδρομίου Μπρόμα. Στη Βρετανία, η κυβέρνηση Τζόνσον ανακοίνωσε τον Απρίλιο ότι θα μετατρέψει τα άδεια γραφεία επιχειρήσεων σε κατοικίες. Οι δημοτικές αρχές πολλών αμερικανικών πόλεων έχουν αποφασίσει να μετατρέψουν τα κενά γραφεία σε διαμερίσματα.
Και την ίδια στιγμή, όλο και συχνότερα χαρακτηρίζεται πλέον «φούσκα» η άνοδος των τιμών των κατοικιών, συνεπακόλουθο της αναγκαστικής αποταμίευσης από τα νοικοκυριά του ανεπτυγμένου κόσμου στη διάρκεια των lockdown, αλλά και των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων. Οπως αναφέρει σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg, ο δείκτης UBS που παρακολουθεί την αγορά κατοικιών στην Ελβετία φέρει τις τιμές των ελβετικών κατοικιών να αγγίζουν τα επίπεδα «φούσκας». Ο ελβετικός τραπεζικός όμιλος υπογραμμίζει πως οι τιμές των κατοικιών στη χώρα έχουν σημειώσει τη μεγαλύτερη αύξηση των τελευταίων οκτώ ετών. Η κατάσταση είναι παραπλήσια σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες, με τις τιμές των κατοικιών στις ΗΠΑ να σημειώνουν τη μεγαλύτερη αύξηση των τελευταίων 30 ετών και να ακολουθούν οι αγορές ακινήτων Βρετανίας, Σουηδίας, Νέας Ζηλανδίας, Καναδά, Τουρκίας, Νότιας Κορέας και Ολλανδίας, αλλά και σε μικρότερο βαθμό σε πολλές άλλες χώρες. Σύμφωνα με σχετική έρευνα των Financial Times, το πρώτο τρίμηνο του έτους η αύξηση των τιμών των κατοικιών μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ έφτασε το 9,4% και ήταν η μεγαλύτερη των τελευταίων 30 ετών.