ΚΡΗΤΗ
Το τελευταίο προσκύνημα του καπετάν Σφακιανού στο χωριό του
Πριν 84 χρόνια στην εκκλησία της «Βίγλας» στο Σπήλι

Κοντοσίμωνε η μέρα του Ευαγγελισμού του 1941 και στο λιμάνι του Πειραιά συνάντησε τον Γιώργο Αρετάκη, μετέπειτα καπετάν Σφακιανό, ταγματάρχη του ΕΛΑΣ και αντισυνταγματάρχη του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, πολυτραυματία των πολέμων της Μικρασιατικής Εκστρατείας και του αλβανικού μετώπου, ο πρωτοξάδερφός του από το Σπήλι, Βασίλης Θεοδωράκης. Εκείνη τη μέρα ο Σπηλιανός αξιωματικός αναζητούσε μέσο για να τον φέρει στην Κρήτη και ο Θεοδωράκης επρόκειτο να καταταγεί σε μονάδα του ναυτικού στην Πάτρα.
«Γειά σου Γιωργάκη. Πώς από ΄δω;» τον ρώτησε.
«Έχω τραύματα και κρυοπαγήματα στα πόδια και δεν μπορώ να σαλεύω (1). Πάω στο σπίτι μου στο Σπήλι», του απάντησε.
Μέχρι που ζούσε ο Θεοδωράκης, βουρκωμένος, διηγούνταν αυτή τη συνάντηση και την εικόνα του ξαδέρφου του: «…Τα πόδια του ήταν τυλιγμένα με τσουβάλια και έμοιαζαν να είναι πρησμένα. Στο περπάτημα τον βοηθούσε ένα μπαστούνι και στο μανίκι του αριστερού του χεριού είχε πολλές διακρίσεις, τα λεγόμενα εμπόλεμα εξάμηνα…»
Ένθερμος βενιζελικός, με συμμετοχή από την πρώτη στιγμή στο Κίνημα του Βενιζέλου, το 1935 αποτάχθηκε με την αποτυχία του και στην στρατιωτική του διαδρομή έλεγε παντού: «Εγώ είμαι βενιζελικός, αντιβασιλικός και αντιμεταξικός». Η συμμετοχή του ως επικεφαλής ή με την ομάδα του στους εθνικούς αγώνες από την Μικρά Ασία, την Αλβανία, την Κατοχή και το Αντάρτικο στα βουνά του Μοριά, είναι εντυπωσιακή το δε τέλος του στις 25 Απριλίου του 1949 δραματικό. Με τους τέσσερις συντρόφους του, που τον συνόδευαν για να βρει σκάφος και να γυρίσει στην Κρήτη, δολοφονήθηκε σε μια σπηλιά-τρύπα στη θέση «Βαγιολάγκαδο» στο Δρυαλί, στο νότιο Ταΰγετο. Συνέχεια χωροφύλακες. Χίτες, Μάυδες και άλλοι ένοπλοι παραστρατιωτικών οργανώσεων απέκοψαν το κεφάλι του και με αλαλαγμούς και πανηγύρια το περιέφεραν στα χωριά της Λακωνίας και σε σχολεία της Σπάρτης.

ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟ ΣΠΗΛΙ
Η επίσκεψη, λοιπόν, του Αρετάκη στο χωριό του, στο Σπήλι, στα μέσα Μαρτίου του 1941, ήταν η τελευταία. Τον είδαν για τελευταία φορά η μάνα του Γραμματική, οι άλλοι συγγενείς και οι χωριανοί του και το σημαντικότερο, για τον ίδιο, εκπλήρωσε το τάμα του στην εκκλησία της Παναγίας στη «Βίγλα» στο Πανωχώρι, λίγα μέτρα από το πατρικό του σπίτι, και άναψε τη λαμπάδα που κρατούσε.
Παραστατική είναι η περιγραφή του Στέλιου Κονσολάκη, συγχωριανού και αγαπημένου του συγγενή για την επίσκεψη αυτή που βρίσκονταν εκείνο το πρωινό στην εκκλησία: (2) «…Την στιγμή που εψάλετο το Σώσον Κύριε τον Λαόν σου κ.λπ. βλέπομε και μπαίνει στην εκκλησία ένας Έλληνας αξιωματικός από το μέτωπο, που κρατούσε στο ένα του χέρι μια λαμπάδα ωσάν το μπόι του και να στηρίζεται σε μια κατσούνα. Φαινόταν τραυματίας, το μαρτυρούν τα πόδια του, όπως ήτο τυλιγμένα με τους επιδέσμους φαινόταν πιο χοντρά από τη μέση του.
Αμέσως ακούστηκε ένας ψίθυρος από το εκκλησίασμα: «Ο Αρετάκης…» Να ήτο το παλικάρι, ο χωριανός μας, που από πολύ μικρός ονειρευόταν να γίνει αξιωματικός και είχε καταταχθεί εθελοντής στον στρατό στα δεκαεπτά του χρόνια;
Τα αστέρια του αξιωματικού επλήθυναν, αλλά και πολύ νωρίς εβαπτίσθη στα πυρά του πολέμου, ήτο πολύ τολμηρός. Ριψοκίνδυνος, το μαρτυρούν τα παράσημα που είχε στο στήθος του, τα διακριτικά των τραυμάτων που είχε στο ένα του μανίκι που συμβόλιζαν τα εμπόλεμα εξάμηνά του.
Από τους Βαλκανικούς πέρασε στη Μικρά Ασία, έζησε όλο το εκεί από την απόβασιν μέχρι και τον Σαγγάριο ποταμό. Εγεύθη όλη την πίκρα της αιχμαλωσίας… Έλαβε μέρος στο αποτυχόν Κίνημα των Βενιζελικών το 1935. Τώρα τον βλέπουμε για τελευταία φορά από την Αλβανία τραυματία…»

Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
»Πλησιάζει την εικόνα, ανάβει την λαμπάδα, μετά με το βλέμμα του μας κοιτάζει με λαχτάρα έναν προς ένα. Μετά τη θεία Λειτουργία, πλήθος φίλοι και συγγενείς του τον συνόδεψαν στο σπίτι του. Εκεί άκουσαν να διηγείται αναμνηστικάς ιστορίας από τους πολεμιστές του της Μικράς Ασίας, τον Σωμαρά, τον Ντύρο, τον Κονδύλη κ.λπ. που θα μείνουν στη μνήμη μου αιωνίως χαραγμένες, όπως και ορισμένα παρατράγουδα, σαν μοιρολόι, όπως: Σαγγάρι συρμπατόπλεκτο και συρματοπλεγμένο… και Σμύρνη, δεν ήσουν Τούρκισσα κ.λπ. Και τελείωσαν με το Κορόιδο Μουσολίνι…
Μας αποχαιρέτησε με συγκίνηση όλους, μικρούς μεγάλους και με την ευχή «Μη χάσετε το θάρρος σας η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, δεν την σκιάζει φοβέρα καμιά. Η νίκη δαφνοστεφανωμένη μας περιμένει» και έφυγε για το Αλβανικό μέτωπο.
Μετά την κατάληψη της πατρίδας μας από τους Γερμανούς-Ιταλούς, ωσάν γνήσιος Έλληνας αξιωματικός, το τουφέκι του δεν το παράδωσε στον εχθρό, το πήρε και βγήκε στ΄ άγρια βουνά της Πελοποννήσου. Εκεί έστησε το λημέρι του, ηγήθη μιας πολυμελούς ομάδας από επίλεκτους πολεμιστάς και πατριώτας και, ως καπετάνιος, συνέχισε τοιν αγώνα μέχρι την απελευθέρωση. Έγραψε χρυσές σελίδες στην Εθνική Αντίσταση.
Αυτός ήτο ο λοχαγός Γεώργιος Αρετάκης από το Σπήλι, ο καπετάν Σφακιανός. Η ζωή του πορεύτηκε μέσα στα μεγαλύτερα μαύρα γεγονότα που πέρασε η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Όσοι τον γνώρισαν να τον θυμηθούν, όσοι δεν τον γνώρισαν, να μάθουν ότι έσβησε στην πάλη δυο κόσμων…»
Παραμπομπές
(1) σαλεύω – περπατάω
(2) Εφημερίδα “Κρητική Επιθεώρηση” Ρέθυμνο 1996,
Μανόλης Παντινάκης “Η Κατοχή δεν μας λύγισε” 3η έκδοση Ρέθυμνο 2018, 462 και Μανόλης Παντινάκης “Ο πολέμαρχος της Βίγλας” Ρέθυμνο 2023, 111