ΚΡΗΤΗ
Αγορά σε σύγχυση με τις δουλειές του... πεζοδρομίου!
Η αγωνία των εμπόρων μεγαλώνει - Όπως τονίζουν, το click away δεν μπορεί να λειτουργήσει στην πράξη και η κατάσταση πλέον γίνεται μη αναστρέψιμη για τον κλάδο
Του Αντώνη Παντινάκη
Λειτουργούσαν και δεν λειτουργούσαν τα μαγαζιά, είχαμε και... δεν είχαμε lockdown, σήμερα το πρωί στο Ηράκλειο, στην δεύτερη μέρα του click away. Η αλήθεια είναι ότι τόσο κόσμο στο κέντρο της πόλης είχαμε να δούμε καιρό, πολύ πριν από την επιβολή της δεύτερης καραντίνας.
Όλα γίνονταν στο... πόδι - δουλειές των πεζοδρόμων και του πεζοδρομίου, χωρίς καμία πονηρή... υπόνοια αλλά, με όλη τη σημασία της φράσης: Μέσα από μισάνοιχτα καταστήματα ξεπρόβαλλε το προϊόν, ακολουθούσε το γρήγορο τσεκάρισμα του, καθώς και η εξ αποστάσεως συνεννόηση πελάτη και εμπόρου.
Σε μία έρευνα αγοράς που κάναμε, προσπαθήσαμε να ακουμπήσουμε τον παλμό των ιδιοκτητών μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων. Αφουγκραστήκαμε την αγωνία και τις αιτιάσεις τους, και σας τις παρουσιάζουμε.
“Ας ακουστεί η φωνή μας!”
Το κατάστημα της κας Έρης βρίσκεται στην αρχή της 1821, λίγο δίπλα απ’ τον “σταυρό” της πόλης του Ηρακλείου. Η όλη διαδικασία την κουράζει και την προβληματίζει. Αμφιβάλλει εάν μπορεί να σταθεί και να αποδώσει , αλλά οφείλει να ακολουθήσει τις κυβερνητικές εντολές.
“Οι καταναλωτές δεν μπορούν να επιλέξουν από τα μικρά καταστήματα που δεν έχουμε σελίδα, δεν έχουμε e-shop. Οπότε, έρχονται στη βιτρίνα. Είναι μεγάλο το πρόβλημα για εμάς, για να δουν, να διαλέξουν και μετά να ξαναφύγουν. Και μετά να μας πάρουν τηλέφωνο για να εφαρμόσουν τον νόμο. Κι έπειτα, να στείλω sms και να έρθει ο πελάτης ή η πελάτισσα να πάρει την παντόφλα που θα θέλει”.
Η κα Έρη προσπαθεί να προσαρμοστεί στους ρυθμούς των social media και του διαδικτύου: “Έχω κάνει μία ανάρτηση στο Facebook, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει, δεν πιάνει όλο τον κόσμο. Έπρεπε να υπάρξει, τουλάχιστον, μια προετοιμασία από πριν για το ηλεκτρονικό εμπόριο. Να μας ενημερώσουν, γιατί δεν περιμέναμε ότι θα είμαστε κλειστά στις γιορτές”.
Η ίδια και πολλοί ακόμα συνάδελφοί της περνούν δύσκολες μέρες. Άλλες χρονιές, περίμεναν αυτή την εποχή για να καλύψουν ένα μεγάλο μέρος του ετήσιου τζίρου τους. Τώρα, “είμαστε σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Μην ξεχνάτε ότι είμαστε κλειστά τον μισό χρόνο. Ήμασταν κλειστά και την προηγούμενη φορά δύο μήνες και τώρα άλλους δύο μήνες, μέσα στις γιορτές! Έχουμε όλο το εμπόρευμα μέσα. Ο καλύτερός μας μήνας είναι ο Δεκέμβριος! Μέσα στις γιορτές, που ο κόσμος θα κάνει τα δώρα του και αγοράζει και για τον εαυτό του. Ας μας δώσουν τουλάχιστον κάποια χρήματα για να πληρώσουμε τα εμπορεύματά μας! Κι ας μας έχει κλειστούς. Έτσι δεν δουλεύουμε!”.
Ποια είναι η αντιπρότασή της; “Το καλύτερο για εμάς τους “μικρούς” και τους “μικρομεσαίους” , που δεν μπορούμε διαφορετικά να δουλέψουμε, θα ήταν να μπαίνει μέσα στο μαγαζί ένας μόνο πελάτης. Κι ας έδινε και χρόνο στον καταναλωτή: Μέσα δηλαδή σε 10-15 από τη στιγμή που θα μπει στο κατάστημα, να έχει εξυπηρετηθεί, να έχει ψωνίσει και να φύγει”.
Η κα Έρη ζει με την ελπίδα ότι “κάτι να διορθώσουν. Ακόμη αισιοδοξούμε ότι μπορεί να μας δώσει το δικαίωμα, μετά τις 20 του μήνα, να μπαίνει τουλάχιστον στα μικρά μαγαζιά ένα ένα το κάθε άτομο, για να μπορέσουμε να εξυπηρετήσουμε! Ας ακουστεί η φωνή μας!”.
“Το “πάρε – δώσε” δεν είναι μόνο χρηματικό, είναι και επικοινωνιακό”
Η κα Μαρία Αράπογλου έχει κατάστημα με ρούχα στην Καλοκαιρινού. Απ’ το πρωί που άνοιξε και... δεν άνοιξε την επιχείρησή της, δεν είχε... σταυρώσει πελάτη. “Πού να τους βρω τους πελάτες; Είναι σκέτη απόγνωση αυτό που συμβαίνει! Αυτό που γίνεται δεν μπορεί να σταθεί και να υπάρξει.
Αυτό το εμπόριο δεν μπορεί να υπάρξει! Διότι, ο πελάτης έχει μάθει να ψωνίζει και να σέβεται τα χρήματά του! Δεν μπορεί να υφίσταται αυτό το εμπόριο. Ο πελάτης πρέπει να δοκιμάσει αυτό που αγοράζει, να νιώσει την ποιότητα του ρούχου!”.
Πριν το lockdown, θυμάται ότι υπήρχε κόσμος που “ ερχόταν 2-3 φορές για να αποφασίσει τι θα πάρει! Τώρα, πώς θα μπορέσουν να ψωνίσουν, από την... πόρτα; Δεν γίνεται! Ούτε από το ίντερνετ μπορεί να ψωνίσει κάποιος άνθρωπος, ούτε από το πεζοδρόμιο μπορεί να ψωνίσει, γιατί έτσι πάει και στη λαϊκή! Ποια η διαφορά, δηλαδή;”.
Η κα Αράπογλου δεν μπορεί να δεχτεί ότι “τα βιβλιοπωλεία μπορούν να έχουν κόσμο, και το προσωπικό που πρέπει για να δουλέψουν, κι εμείς οι μικρές επιχειρήσεις, που αν μη τι άλλο δεν χωρά πάνω από πέντε άτομα το μαγαζί μας, να μην μπορούμε να δουλέψουμε, υπό αυτές τις συνθήκες!”.
Πέρα απ’ το οικονομικό σκέλος, η κα Αράπογλου στέκεται και στο επικοινωνιακό: “Εγώ έχω μάθει τόσα χρόνια να δουλεύω και να επικοινωνώ με τον πελάτη. Δεν χρειάζομαι τα χρήματα μόνο · χρειάζομαι και την επικοινωνία. Και το ίδιο χρειάζεται και ο πελάτης! Αμφίδρομο είναι αυτό! Το “πάρε – δώσε” δεν είναι μόνο χρηματικό, είναι και επικοινωνιακό. Ειδικά όταν πρέπει να ντυθείς και να βάλεις κάτι που σου αρέσει”.