Το τέλος μια Μεγάλης Ιδέας

Πως φτάσαμε από το έπος μιας εκστρατείας στην απόλυτη καταστροφή

Τέτοιος καιρός ήταν στην Σμύρνη του 1922 ο ελληνισμός που για χιλιετίες είχε παρουσία στην Μικρά Ασία αποχαιρετούσε με βία την πατρογονική γη. Η Μικρασιατική Καταστροφή σε συνδυασμό με το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ανάγκη ενός νέου πιο ομοιογενούς κράτους οδήγησε τις επόμενες δεκαετίες και στην εκκαθάριση και της Κωνσταντινούπολης από το Ρωμέικο στοιχείο.

Λίγο πριν την Μικρασιατική Εκστρατεία, η Ελλάδα έχει σχεδόν τα ίδια σύνορα με σήμερα, όχι όμως και τον ίδιο πληθυσμό. Εντός των συνόρων κατοικούσαν περίπου 4.000.000 Έλληνες πολίτες, την ίδια ώρα που οι Έλληνες σε Μικρά Ασία, Κωνσταντινούπολη και Βόρεια Ήπειρο, υπολογίζονταν σχεδόν σε άλλους τόσους. Αυτό και μόνο είναι η βάση για να στηρίξει ο Ελευθέριος Βενιζέλος την απόβαση του Ελληνικού Στρατού στην Σμύρνη.

Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Χαμένες Πατρίδες» ο Γιάννης Καψής, για την δράση του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Διασυμμαχικό Συμβούλιο του 1918:

«Ο Βενιζέλος υποστηρίζοντας τις ελληνικές διεκδικήσεις, υπέβαλε στο Διασυμμαχικό Συμβούλιο επίσημες τουρκικές στατιστικές αποδεικνύοντας, ότι μόνο στα βιλαέτια του Αϊδινίου (Σμύρνης) και Προύσης και στα σαντζάκια των Δαρδανελλίων και του Ικονίου διέμεναν 1.013.195 Έλληνες, με 652 σχολεία και 91.538 μαθητές. Και άλλες 350.000 Έλληνες ζούσαν στην περιοχή της Τραπεζούντας, όπου ζητούσε την δημιουργία αρμενικού Κράτους.

»Αλλά και μετά την προσάρτηση των περιοχών της δυτικής Μικράς Ασίας, που διεκδικούσε η Ελλάδα, θα παρέμεναν υπό τουρκικό ζυγό 922.000 Έλληνες διασκορπισμένοι στο βάθος της Ανατολής. Αν στους αριθμούς αυτούς προστεθούν οι 450.000 πρόσφυγες που είχαν ήδη φτάσει στην Ελλάδα και οι 900.000 που έπεσαν θύματα των σφαγών του 1914-15, αποδεικνύεται, ότι ανατολικά του Αιγαίου, πριν τους Βαλκανικούς πολέμους ζούσαν 3.635.195 Έλληνες».

 

Η Ελλάδα, κατόπιν έκτακτης πρόσκλησης των Αγγλο-Γάλλων, αποβίβασε μια ισχνή εκστρατευτική δύναμη στη Σμύρνη το 1919 για την τήρηση του νόμου και της τάξης εν αναμονή της συνθήκης ειρήνης. Ούτε καν τα όρια της ζώνης κατοχής («εντολής» κατά την ορολογία της εποχής) της Ελλάδας στη δυτική Μικρά Ασία δεν είχαν αποφασισθεί. Εξ αρχής η παγίωση της ελληνικής εξουσίας στη διαφιλονικούμενη ζώνη συνάντησε ισχυρή αντίσταση από εθνικιστές Τούρκους αντάρτες. Η Ελλάδα απάντησε με ευρείες αντιαντάρτικες επιχειρήσεις το δεύτερο ήμισυ του 1919 που επεξέτειναν τη ζώνη κατοχής της στο βιλαέτι του Αϊδινίου.

Οι Έλληνες όμως δεν ήταν τα «αδιαφιλονίκητα φαβορί» για να πάρουν την εντολή απόβασης της Σμύρνης. Φυσικά είχαν ήδη από το 1915 εκφράσει τις διεκδικήσεις προτάσσοντας ως επιχείρημα το ελληνικό στοιχείο, όμως αξιώσεις στην Ιωνία είχαν και οι Ιταλοί. Κατέχοντας τα Δωδεκάνησα και εφαρμόζοντας μία πολιτική εποικισμού η οποία είχε αρχίσει να φέρνει αποτέλεσμα, οι Ιταλοί επεδίωκαν να επεκτείνουν τα σύνορα των εδαφών που είχαν στο Αιγαίο και στην δυτική Μικρά Ασία. Έτσι απειλούσαν ευθέως τους Συμμάχους με προέλαση και κατάκτηση της Σμύρνης.

Πως έγινε

Οι Ιταλοί δεν ήταν όμως ο μοναδικός αντίπαλος της Ελλάδας. Όπως είναι φυσικό το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν εχθρικό απέναντι στους «άπιστους γκιαούρηδες». Ο όρος «μουσουλμανικό στοιχείο» δεν χρησιμοποιείται τυχαία. Οι Τούρκοι ως έθνος δεν υπάρχουν εκείνη την περίοδο. Είναι μόλις που έχουν αρχίσει την σταδιακή τους αφύπνιση μετά το κίνημα των Νεότουρκων. Ο Κεμάλ είναι αυτός που οδηγεί τους μουσουλμάνους να δουν τις εξελίξεις μέσα από ένα εθνικό κάτοπτρο και όχι θρησκευτικό.

Την εποχή εκείνη λοιπόν, η Νεοτουρκική Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυριολεκτικά καταρρέει όχι μόνο εδαφικά αλλά και πολιτικά, καθώς ο Σουλτάνος είναι έρμαιο των Δυτικών προκειμένου να διαφυλάξει την εξουσία του. Ο στρατός της Αυτοκρατορίας δεν υπάρχει, διαλύεται, εκτός από ένα μικρό κομμάτι του που είχε μείνει στην περιοχή του Πόντου προκειμένου να πολεμήσει σε ενδεχόμενη επίθεση της Ρωσίας, το οποίο όμως χρησιμοποιήθηκε τελικά για την Γενοκτονία των Ποντίων.

Ηγέτης του τουρκικού στρατού είναι ο Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος καθοδηγεί την έκρηξη του επαναστατικού του κινήματος κατά του Σουλτάνου, στην Κωνσταντινούπολη. Ο άνδρας αυτός εκείνη την περίοδο θεωρείτο από τους Συμμάχους ως τρομοκράτης και μόλις στο τέλος του 1920 και αρχές του 1921 αρχίζει και λαμβάνει βοήθεια από τους Γάλλους, τους Ιταλούς αλλά και την Σοβιετική Ένωση του Λένιν.

Πραγματιστικά, ο ελληνικός στρατός είχε ένα ποιοτικό, ποσοτικό, αλλά και διοικητικό πλεονέκτημα απέναντι στις ορδές του Κεμάλ. Ο Έλληνας στρατιώτης, είτε κατώτερος σε αξίωμα, είτε ανώτερος, μπαρουτοκαπνισμένος και έμπειρος από τους Βαλκανικούς Πολέμους αποτελούσε την πιο αξιόμαχη και έμπιστη επιλογή σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί επίσης πως ο Ελληνισμός είχε ένα όπλο που ποτέ του δεν χρησιμοποίησε και αυτό ήταν οι Πόντιοι αντάρτες που ήταν ουσιαστικά στην πλάτη όχι μόνο των Οθωμανών αλλά και του ίδιου του Κεμάλ. Όχι μόνο δεν έστειλε στρατό να αποβιβαστεί από τα βόρεια της Μικράς Ασίας, αλλά άφησε τους Ποντίους κυριολεκτικά στην τύχη τους.

Η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 από τους αντιβενιζελικούς οδηγεί στην εντατικοποίηση του αγώνα. Οι μέχρι πρότινος υποστηρικτές του «οίκαδε» υιοθέτησαν μια στρατηγική εκμηδένισης (strategy of annihilation): εν ολίγοις, η Ελλάδα θα επιχειρούσε να εξουδετερώσει τον Κεμάλ δια της στρατιωτικής οδού. Ο αντικειμενικός σκοπός της Ελλάδας ήταν περιορισμένος: η καταστροφή των Κεμαλικών στρατιωτικών δυνάμεων δια της αποφασιστικής μάχης (decisive battle). Εξ ου η πλάνη της Αθήνας. Πρώτον, η Αθήνα δεν είχε ταυτοποιήσει ορθά το κέντρο βάρους του αντιπάλου. Το κέντρο βάρους δεν ήταν ο στρατός, αλλά ο ίδιος ο Κεμάλ. Η εξόντωσή του και όχι η ήττα του στρατού του θα ήταν ο καταλύτης. Δεύτερον, ο αντικειμενικός σκοπός δεν ήταν ρεαλιστικός αφού η ισορροπία δυνάμεων στα τέλη του 1920 ευνοούσε πλέον τον Κεμάλ.


Όταν, λοιπόν, εκδηλώθηκε η αρχική επίθεση της Στρατιάς της Μικράς Ασίας εναντίον του Κεμάλ στην περιοχή του Εσκί Σεχίρ (Δορυλαίου) τον Ιανουάριο του 1921, η επίθεση αποκρούστηκε. Όταν το θέρος του ίδιου έτους η Στρατιά της Μικράς Ασίας εξαπέλυσε την ισχυρότερη επίθεση για την εξόντωση του στρατού του Κεμάλ, απώθησε αλλά δεν εξουδετέρωσε τον αντίπαλο. Παρά τον ηρωισμό των οπλιτών και αξιωματικών της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, η τελευταία απέτυχε να εγκλωβίσει και να εξοντώσει τους Κεμαλιστές στην Μάχη της Κιουτάχειας (Ιούλιος 1921) και να διατρήσει την αμυντική περίμετρο των Τούρκων στην Μάχη του Σαγγαρίου (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1922). Παρά ταύτα, τυχόν νίκη στον Σαγγάριο και κατάληψη της Άγκυρας δεν θα είχε ωφελήσει στρατηγικά την Ελλάδα. Ο Κεμάλ, όχι ο στρατός ή η πρωτεύουσά του, ήταν το κέντρο βάρους του εχθρού.

Η Στρατιά της Μικράς Ασίας υποχώρησε από τον ποταμό Σαγγάριο αλλά δεν συμπτήχθηκε πλησίον της Ζώνης της Σμύρνης. Η στρατιά παρέμεινε διεσπαρμένη σε τεράστιο πλάτος και ευάλωτη σε τυχόν διείσδυση του εχθρού – όπερ εγένετο έναν χρόνο αργότερα. Αντιλαμβανόμενη τη διαρκώς επιδεινούμενη ισορροπία ισχύος, η Ελλάδα επεδίωξε μια ειρηνική διευθέτηση της σύγκρουσης χάρη σε διαμεσολάβηση των Συμμάχων από τα τέλη του 1921 έως το πρώτο ήμισυ του 1929· μολαταύτα, ο Κεμάλ απέρριπτε τα ειρηνευτικά διαβήματα ιταμώς. Τον Αύγουστο του 1922, η Μάχη του Αφιόν Καραχισάρ σηματοδότησε την αρχή της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ