ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Μαντουβάλα, από το ομώνυμο λαϊκό σουξέ, ήταν υπαρκτό πρόσωπο!
Η διαχρονική επιτυχία του Στέλιου Καζαντζίδη, βασίστηκε στο σενάριο μιας ινδικής ταινίας και πήρε το όνομα της ηθοποιού που πρωταγωνιστούσε
SHARE:
«Μαντουβάλα» ή «Μαντουμπάλα» είναι ένα από τα πιο δημοφιλή τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη. Ένα λαϊκό τραγούδι που έφτασε σε πωλήσεις ρεκόρ για την εποχή του, στα 1959, με απλοϊκούς στίχους και βασισμένο σε μια ινδική ταινία φτάνοντας στο ρεκόρ τω 100.000 δίσκων των 45 στροφών. Η ινδική ταινία λεγόταν «Ο αλήτης της Βομβάης» και οι μουσικές συνθέσεις του θρυλικού Ραβί Σανκάρ άρεσαν τόσο πολύ στον Καζαντζίδη που θέλησε να το διασκευάσει στα ελληνικά...
Τότε ζήτησε από την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου να τον βοηθήσει να γράψουν ελληνικούς στίχους πάνω στο ινδικό ρυθμό. Η Παπαγιαννοπούλου, που ήταν λάτρης του ινδικού κινηματογράφου βρήκε τον τίτλο πριν ξεκινήσει να γράφει τους στίχους. Ο τίτλος σήμαινε «γλυκό κορίτσι» και ήταν το όνομα της μεγάλης Ινδής πρωταγωνίστριας της δεκαετίας του ’50, της Μαντουμπάλα....
Ποια ήταν όμως η Μαντουμπάλα και ποιο ήταν η ιστορία της δίνει αφορμή λίγο η σημερινή μέρα για να θυμηθούμε ή και κι να την γνωρίσουμε.
Γεννιέται στις 14 Φεβρουαρίου του 1933 και φεύγει από την ζωή στις 23 Φεβρουαρίου 1969 σε ηλικία μόλις 35 χρόνων. Ήταν Ινδή ηθοποιός. Στη δεκαετία του 1950 και στις αρχές του 1960 πρωταγωνίστησε σε πολλές επιτυχημένες ταινίες που θεωρούνται πλέον κλασσικές. Μαζί με τις σύγχρονες της Ναργκίς και Μίνα Κουμάρι θεωρούνται η ιερή τριάδα του Ινδικού σινεμά, τρεις γυναίκες ηθοποιοί με ασύγκριτο ταλέντο και φήμη.
Όταν η Μαντουμπάλα ήταν ακόμη βρέφος, ένας σούφι προέβλεψε ότι θα γινόταν πλούσια και διάσημη, αλλά θα πέθαινε νέα και δυστυχισμένη.Ο σκηνοθέτης Μοχάν Σίνα έμαθε στην Μαντουμπάλα να οδηγεί όταν ήταν μόλις 12 ετών. Ήταν λάτρης των ταινιών του Χόλυγουντ και όταν έμαθε καλά Αγγλικά παρακολουθούσε συχνά Αμερικάνικες ταινίες. Όταν είχε νεύρα ξεσπούσε να ανεξέλεγκτα γέλια και χαχανητά.
Η Μουμτάζ Μπεγκούμ Τζεχάν Ντελάβι, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στο Δελχί από μια φτωχή και συντηρητική οικογένεια Μουσουλμάνων της φυλής των Παθάν. Ήταν το πέμπτο από τα έντεκα συνολικά παιδιά της οικογένειας. Όταν ο πατέρας της έμεινε άνεργος η φτωχή οικογένεια υπέφερε και έξι από τα αδέρφια της πέθαναν. Σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης μετακομίζουν στη Βομβάη. Ο πατέρας της ψάχνοντας για δουλειά περνούσε συχνά από τα κινηματογραφικά πλατό και έτσι η μικρή Μουμτάζ μπαίνει στο χώρο του κινηματογράφου σε ηλικία 9 ετών.
Η πρώτη της ταινία ήταν η εμπορική επιτυχία η Basant στα 1942 υποδυόταν την κόρη της δημοφιλούς τότε πρωταγωνίστριας Μουμτάζ Σάντι. Εμφανίστηκε ως παιδί θαύμα σε μερικές ακόμα ταινίες και σύντομα κέρδισε τη φήμη μιας ταλαντούχας και αξιόπιστης ερμηνεύτριας. Μια άλλη φημισμένη πρωταγωνίστρια, η Ντεβίκα Ρανί, εντυπωσιασμένη από το ταλέντο της, την συμβούλεψε να αλλάξει το όνομα της σε Μαντουμπάλα. Μέχρι την ενηλικίωση της, η ασυνήθιστη ομορφιά και η λυγερή, ψηλή κορμοστασιά της φανέρωναν ότι είχε τη στόφα πρωταγωνίστριας. Η μεγάλη ευκαιρία της δόθηκε όταν ο σκηνοθέτης Κιντάρ Σαρμά επέλεξε για συμπρωταγωνίστρια του Ρατζ Καπούρ στη ταινία Neel Kamal 1947). Είναι η ταινία στην οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά με το όνομα Μαντουμπάλα, ήταν μόλις 14 χρονών, αλλά ήδη πρωταγωνίστρια.
Τα επόμενα δύο χρόνια η μικρή Μαντουμπάλα εξελίχθηκε σε μια απίστευτη καλλονή (ο τύπος της εποχής και οι θαυμαστές της την αποκαλούσαν Αφροδίτη της μεγάλης οθόνης). Το 1949 πρωταγωνιστεί στην εμπορικά επιτυχημένη ταινία Mahal που την μετατρέπει σε πραγματική σταρ.
Το 1950, μετά από συνεχείς αιμοπτύσεις στα πλατό, αποκαλύπτεται η καρδιακή της πάθηση, μια εκ γενετής καρδιακή ανωμαλία που κοινώς αποκαλείται "τρύπα στην καρδιά" (ανοικτό ωοειδές τρήμα). Την εποχή εκείνη οι χειρουργικές επεμβάσεις στην καρδιά ήταν σχεδόν άγνωστες και έτσι η πάθηση της κρατήθηκε μυστική για πολλά χρόνια παρά κάποιες αόριστες φήμες που κυκλοφορούσαν κατά καιρούς.
Η οικογένεια της υπήρξε υπερπροστατευτική, εξαιτίας της κατάστασης της, ετοιμάζοντας όλα τα γεύματα της στο σπίτι και δίνοντας της να πιει νερό μόνο από μια συγκεκριμένη πηγή (για να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο κάποιας μόλυνσης). Αν και τελικά η ασθένεια της στέρησε πολλά χρόνια ζωής και καριέρας, η Μαντουμπάλα σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 κατόρθωσε να επιτύχει μια αξιοζήλευτη επαγγελματική σταδιοδρομία.
Η Μαντουμπάλα διατηρούσε χρόνια σχέση με τον ηθοποιό και συχνό συμπρωταγωνιστή της Ντιλιπ Κουμάρ. Η σχέση κράτησε 5 χρόνια και παρά το γεγονός ότι η Μαντουμπάλα ήταν ιδιαίτερα φειδωλή στις δημόσιες εμφανίσεις της και στα προσωπικά της ζητήματα, το ζευγάρι είχε εμφανιστεί μαζί στη πρεμιέρα της ταινίας Insaniyat (1955). Η σχέση έληξε άδοξα μετά από μια πολύκροτη δικαστική διαμάχη σχετικά με τα γυρίσματα μιας ταινίας.
Γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της Κισόρ Κουμάρ το 1958, όταν αυτός ήταν ήδη παντρεμένος. Μετά το διαζύγιο του και λόγω του ότι εκείνος ήταν ινδουιστής ενώ εκείνη μουσουλμάνα παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο το 1960. Η οικογένεια του άντρα της ποτέ δεν την αποδέχτηκε πραγματικά και το ζευγάρι αν και παρέμεινε παντρεμένο μέχρι τέλους ποτέ δεν γνώρισε την ευτυχία.
Το 1960 η κατάσταση της υγείας της επιδεινώνεται και αναζητά θεραπεία στο Λονδίνο. Οι καρδιακές επεμβάσεις βρίσκονταν τότε σε νηπιακό στάδιο και οι γιατροί που την εξέτασαν αρνήθηκαν να κάνουν την εγχείριση. Την έπεισαν ότι οι πιθανότητες επιτυχίας ήταν μηδαμινές και ότι τις απέμενε το πολύ ένας χρόνος ζωής. Η Μαντουμπάλα γύρισε στην Ινδία και αψηφώντας όλες τις προβλέψεις έζησε για 9 ακόμα χρόνια. Στη διάρκεια μιας μικρής αναλαμπής στην υγεία της προσπάθησε να επανέλθει στα κινηματογραφικά δρώμενα με την ταινία Chalack η οποία τελικά παρέμεινε ημιτελής καθώς σύντομα η υγεία της χειροτέρεψε και πάλι.
Η μεγάλη ηθοποιός υπέκυψε στην ασθένεια της το Φλεβάρη του 1969 λίγες μέρες μετά τα 36α της γενέθλια έχοντας προλάβει να συμμετάσχει στη σύντομη ζωή της σε πάνω από 70 ταινίες.
Στις αρχές του '50 η Μαντουμπάλα, όντας η πιο επιτυχημένη ηθοποιός της Ινδίας, τράβηξε το ενδιαφέρον του Χόλυγουντ. Φωτογραφίες και συνεντεύξεις τις εμφανίζονταν σε πολλά αμερικάνικα περιοδικά. Ο Φρανκ Κάπρα σε ένα ταξίδι του εκείνη την εποχή στην Βομβάη συναντήθηκε με όλη την ελίτ του Ινδικού κινηματογράφου, αλλά όχι με εκείνη την όποια κυρίως είχε έρθει για να δει. Πρότεινε να γίνει μια συνάντηση προκειμένου να συζητηθεί η μετάβαση της Μαντουμπάλα στο Χόλυγουντ, αλλά ο πατέρας της υπήρξε κατηγορηματικά αρνητικός, βάζοντας μια για πάντα τέλος σε μια ενδεχόμενη κινηματογραφική καριέρα στη Δύση.
Μετά το Mahal ακολούθησαν πολλές ακόμα επιτυχημένες ταινίες. Προσπαθώντας να εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένεια της εμφανίστηκε σε 24 ταινίες τα τέσσερα πρώτα χρόνια της καριέρας της ως ενήλικη. Η επιπόλαια αυτή κίνηση σε συνδυασμό με κάποιες λάθος επιλογές ρόλων ανάγκασε τους κριτικούς της εποχής να αναφέρονται και να σχολιάζουν περισσότερο την ομορφιά της παρά τις υποκριτικές της ικανότητες. Όντας η μοναδική πηγή εσόδων της οικογένειας, αναγκάστηκε να συμμετάσχει σε οποιοδήποτε φιλμ της πρότειναν, κάτι που έβλαψε την υπόσταση της ως σοβαρής ηθοποιού και για το οποίο μετάνιωσε αργότερα.
Αν και η ανάγκη δεν της επέτρεπε να είναι επιλεκτική, προσπαθούσε ενίοτε να συμμετέχει και σε πιο ακαδημαϊκά φιλμ με δυνατούς ερμηνευτικά ρόλους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η ταινία Biraj Bahu (1954). Η Μαντουμπάλα έχοντας διαβάσει το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία προσπάθησε εναγωνίως να εξασφαλίσει τη συμμετοχή της. Ο σκηνοθέτης εντούτοις φοβούμενος ότι η αμοιβή της καλοπληρωμένης ηθοποιού θα ήταν υπέρογκη για τον προϋπολογισμό της ταινίας την απέρριψε δίνοντας το ρόλο στην ανερχόμενη τότε Κάμινι Κοσάλ. Όταν η Μαντουμπάλα το έμαθε δήλωσε πικραμένη ότι θα έπαιζε στην ταινία με αμοιβή ακόμα και μια ρούπια. Τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία της να την υπολογίζουν ως μια σοβαρή ηθοποιό.
Ως πρωταγωνίστρια η Μαντουμπάλα αναρριχήθηκε γρήγορα στην κορυφή του Ινδικού σταρ σύστεμ. Εμφανίστηκε δίπλα στους πιο φημισμένους άνδρες ηθοποιούς της εποχής ( Ασόκ Κουμάρ, Ρατζ Καπούρ, Σουνιλ Ντουτ, Ντιλίπ Κουμάρ) αλλά και εξίσου δημοφιλείς πρωταγωνίστριες της εποχής ( Σουράγια, Γκίτα Μπάλι, Νιμι κ.α). Εργάστηκε υπό τις οδηγίες των πιο καταξιωμένων σκηνοθετών και επιχείρησε να μπει και στο χώρο της παραγωγής ταινιών με το φιλμ Nαατα (1955). Το πολύπλευρο ταλέντο της φάνηκε με τη συμμετοχή της σε κάθε είδους ταινία, ερμηνεύοντας με την ίδια άνεση ρόλους ρομαντικούς, κωμικούς η δραματικούς και παίζοντας από τη δεσποσύνη εν κινδύνω μέχρι τη γυναίκα του καμπαρέ.
Ξαφνικά στα μέσα του '50 οι ταινίες της άρχισαν να αποτυγχάνουν στα ταμεία με αποτέλεσμα τα έντυπα της εποχής να την αποκαλέσουν "δηλητήριο για τις εισπράξεις" (Box Office Poison). Το 1958 κατάφερε να ανατρέψει την κατάσταση με τη συμμετοχή της σε μια σειρά ταινιών με μεγάλη εμπορική απήχηση όπως τα φιλμ Howrah Bridge, Kala Pani, Phagun και Chalti Ka Naam Gaadi. Στο Howrah Bridge προκάλεσε δε μεγάλη εντύπωση με την τολμηρή, για την εποχή, εμφάνιση της (μπλούζες με βαθύ ντεκολτέ, κολλητά παντελόνια κάπρι και κινέζικα φορέματα) στο ρόλο μια Αγγλο-Ινδής τραγουδίστριας στον υπόκοσμο της Τσαϊνατάουν της Καλκούτας. Ο αισθησιακός χορός της με τους πυρσούς υπό τους ήχους του τραγουδιού Aye Meherebaan έμεινε ιστορικός ενώ το τραγούδι ακούγεται μέχρι και σήμερα. Το 1960 εξαργύρωσε αυτές τις επιτυχίες με τη συμμετοχή της στην επική υπερπαραγωγή Mughal-E-Azam. Η συγκεκριμένη ταινία θεωρείται το κορυφαίο της δημιούργημα αλλά και η κορυφαία ταινία της δεκαετίας του '60 για ολόκληρο το Ινδικό σινεμά.
Στο επικό ιστορικό δράμα Mughal-e-Azam η Μαντουμπάλα υποδύθηκε με ανυπέρβλητο τρόπο και πάθος την κατατρεγμένη παλλακίδα Αναρκάλι. Ο σκηνοθέτης της ταινίας αγνοώντας την ασθένεια της, την υπέβαλε σε ένα επίπονο και χρονοβόρο πρόγραμμα γυρισμάτων που κράτησαν συνολικά 9 χρόνια. Στη μέση αυτού του διαστήματος προέκυψε και ο χωρισμός της με τον συμπρωταγωνιστή της Ντιλίπ Κουμάρ προσθέτοντας στις σωματικές δοκιμασίες και ένα βαρύ ψυχολογικό φόρτο. Πολλοί εικάζουν ότι οι δοκιμασίες αυτές οδήγησαν στην ραγδαία επιδείνωση της υγείας της που και τελικά την οδήγησε στο θάνατο.
Η πρεμιέρα της ταινίας έγινε στις 5 Αυγούστου του 1960 και σύντομα έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία από καταβολής Ινδικού σινεμά. Το ρεκόρ εισιτηρίων της καταρρίφθηκε μετά από 15 ολόκληρα χρόνια, από το φιλμ Sholay (1975), ενώ μέχρι και σήμερα κρατάει τη 2η θέση (με τις εισπράξεις προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό).
ΠΗΓΕΣ:
Wikipedia.org
Sanshmera.gr
Μηχανή του χρόνου