ΕΛΛAΔΑ
Πόλεμος στην Ουκρανία: «Καλώς ήλθατε στην Ελλάδα, αδελφές μας»
Συγγενείς και φίλοι άνοιξαν τα σπίτια τους
SHARE:
Να περιμένεις πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση ή να φύγεις; Να πάρεις τον δρόμο προς τη Σλοβακία ή προς την Πολωνία; Τι να βάλεις στην τσάντα που θα πάρεις μαζί σου; Από τη μια μέρα στην άλλη χιλιάδες Ουκρανοί αναγκάστηκαν βιαίως να αποφασίσουν το «σωστό», γιατί το «λάθος» θα μπορούσε να τους οδηγήσει στον θάνατο. «Είμαστε τυχερές», επαναλαμβάνουν διαρκώς οι γυναίκες που συνάντησε η «Καθημερινή» και οι οποίες έφτασαν στη χώρα τις τελευταίες ημέρες και φιλοξενούνται από συγγενείς ή φίλους. Οι 25.000 Ουκρανοί υπήκοοι που διαμένουν και εργάζονται επισήμως στην Ελλάδα, στην πλειονότητά τους γυναίκες, άνοιξαν τα σπίτια τους για να φιλοξενήσουν αυτούς που έρχονται από την Ουκρανία τις τελευταίες δύο εβδομάδες, συχνά μόνο με τα ρούχα που φοράνε. Μέχρι στιγμής, από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, περισσότεροι από 7.000 πρόσφυγες, γυναίκες με παιδιά, έχουν φθάσει στην Ελλάδα για να ξεφύγουν από τον πόλεμο, αφήνοντας πίσω τους άνδρες από 18 έως 60 ετών που δεν έχουν το δικαίωμα να εγκαταλείψουν τη χώρα. Οι περισσότερες περιμένουν να τελειώσει ο πόλεμος για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και στην… καθημερινότητά τους.
Εκατοντάδες τηλεφωνήματα δέχεται καθημερινά η Αλα Λόμπατς, η πρόεδρος του συλλόγου ενίσχυσης και προβολής της πολιτιστικής κληρονομιάς «Τρεμπίτα» που ζει 25 χρόνια στην Ελλάδα –«τη μισή μου ζωή δηλαδή», σημειώνει– και είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία σαββατιάτικου σχολείου για παιδιά από την Ουκρανία. «Μου ζητούν να κάνουν τα παιδιά μαθήματα για να μη χάσουν τη χρονιά τους στο σχολείο όταν γυρίσουν στην Ουκρανία. Πολύ λίγοι, το 20% περίπου, σκέφτονται μήπως μείνουν και ζητούν να μάθουν ελληνικά».
Ο Βλαντιμίρ Παλιτσκούκ, 29 ετών, που ζει στην Ελλάδα και έχει τελειώσει ελληνικό σχολείο, δεν είναι και τόσο αισιόδοξος όσον αφορά τη δυνατότητα επιστροφής. «Ηδη στην Ουκρανία έχει βγει ένα βίντεο από την κυβέρνηση που προετοιμάζει τον κόσμο γι’ αυτό που θα αντιμετωπίσουν όταν επιστρέψουν. Λέει: μπορεί να τηλεφωνήσετε στους συγγενείς σας και να μην απαντάει κανείς. Κάποια σπίτια δεν θα υπάρχουν πια και πολλά πράγματα στη γειτονιά θα έχουν αλλάξει…». Ο Βλαντιμίρ μιλάει ελληνικά, αλλά χαμηλώνει ταυτόχρονα και τη φωνή του. Δεν θέλει να καταλάβουν τίποτα οι δύο ξαδέλφες της γυναίκας του από τη Βίνιτσα, τις οποίες φιλοξενούν εδώ και λίγες ημέρες. Η Οξάνα Χαβλιούκ, 36 ετών, και η Ευγενία Σάκχα, 29 ετών, κάθονται δίπλα μου στην κουζίνα του σπιτιού, ενώ τα παιδιά τους, ένα κορίτσι 13 και ένα αγόρι 6 ετών αντίστοιχα, βρίσκονται στο διπλανό δωμάτιο. «Τα παιδιά δείχνουν να έχουν ηρεμήσει από το σοκ», μου λένε. Εφυγαν από τη Βίνιτσα με ένα μικρό βαν. Πέρασαν από Σλοβακία και έφτασαν στην Πράγα, απ’ όπου πήραν μια πτήση για την Αθήνα. Το δύσκολο ήταν να βγουν από τα εδάφη της Ουκρανίας, όπως διηγούνται. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήξεραν αν ο δρόμος θα ήταν ανοιχτός, αν κάποιος θα τους σταματούσε, αν θα τα κατάφερναν.
«Είναι απίστευτο πόσο οι άνθρωποι βοηθούσαν ο ένας τον άλλον. Και είναι επίσης απίστευτο πόσο τυχερή είμαι που βρίσκομαι στην Ελλάδα ζωντανή».
«Τις πρώτες πέντε ημέρες περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει. Ζούσαμε μέσα στο άγχος. Πήγαινα λίγο στη δουλειά –κατάστημα πώλησης απορρυπαντικών–, αλλά γρήγορα τελείωσαν τα πράγματα και δεν μπορούσαμε να βρούμε άλλα. Κάθε λίγο και λιγάκι χτυπούσαν οι σειρήνες και πηγαίναμε στο καταφύγιο», λέει η Οξάνα, διορθώνοντας συνέχεια νευρικά, φοβικά, τα μαλλιά της που είναι στη θέση τους. Η κόρη της είχε να κοιμηθεί μέρες. Κάθε φορά που άκουγε σειρήνες ντυνόταν γρήγορα και έτρεχε στο παράθυρο. Στην περιοχή που έμενε η Ευγενία δεν υπήρχε καν καταφύγιο. «Οποτε ακούγαμε τις σειρήνες ξαπλώναμε στο πάτωμα». Καμία από τις δύο γυναίκες δεν πίστευε ότι θα γινόταν εισβολή τέτοιας έκτασης. «Εχουμε συγγενείς, φίλους στη Ρωσία», λένε. Τώρα περιμένουν και προσεύχονται να τελειώσει ο πόλεμος.
Η Ντάρια Κραβτσιούκ, 26 ετών, έχει βρεθεί στην Ελλάδα πριν από λίγα χρόνια υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Είναι επαγγελματίας χορεύτρια λάτιν και είχε έρθει προκειμένου να προετοιμαστεί για αγώνες με τον παρτενέρ της Αλεξάντερ, ο οποίος είναι επίσης από την Ουκρανία, αλλά ζει στην Ελλάδα εδώ και 15 χρόνια. Η Ντάρια είναι από το Χάρκοβο, αλλά η έναρξη του πολέμου τη βρήκε στο Κίεβο. «Εκείνη τη νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ, σαν να αισθανόμουν ότι θα γινόταν κάτι μεγάλο. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα, κοίταζα τον ουρανό και παρατήρησα ότι δεν υπήρχαν πτήσεις, ενώ το σπίτι ήταν κοντά στο αεροδρόμιο. Πήρα τηλέφωνο μια φίλη αεροσυνοδό που ήξερα ότι θα πέταγε εκείνο το πρωί για Τουρκία. Δεν ήξερε τίποτα. Μισή ώρα αργότερα, είμαι ξαπλωμένη στον καναπέ, χτυπάει το τηλέφωνο και την ακούω στην άλλη άκρη της γραμμής να κλαίει. “Ντάρια, σήκω τώρα και βρες ένα μέρος να κρυφτείς”, μου είπε. Δεν καταλάβαινα. “Κοίταξε έξω”, σχεδόν με διέταξε. Ανοιξα το παράθυρο και άκουγα τους ήχους από τις βόμβες εις διπλούν. Από το τηλέφωνο και μπροστά στα μάτια μου», διηγείται. «Πήρα αμέσως τηλέφωνο μια άλλη φίλη και μόλις άνοιξε η γραμμή άρχισα να φωνάζω “ξύπνα, ο πόλεμος ξεκίνησε”. Εβαλα ό,τι μπορούσα μέσα στο backbag μου –τι είναι απαραίτητο σε έναν πόλεμο αναρωτιόμουν– και σε λίγα λεπτά ήμουν στον δρόμο. Τα μηνύματα έφταναν από παντού. “Ξεκίνησε”, μου έγραφαν».
Εμεινε πέντε μέρες σε ένα υπόγειο πάρκινγκ μαζί με πολλούς άλλους. Οταν τελείωσαν τα τρόφιμα που είχε πάρει μαζί της αποφάσισε με τη φίλη της να επιχειρήσει τη μεγάλη έξοδο. Με το αυτοκίνητο κινήθηκαν προς το κέντρο της Ουκρανίας στο χωριό Σάργοροτ, όπου ξεκουράστηκαν για μία ημέρα. Την επομένη έφτασαν στην πόλη Μουκάτσεβο, όπου η φίλη της αποφάσισε να παραμείνει. Η ίδια συνέχισε με το λεωφορείο έως τα σύνορα με την Ουγγαρία. Πέρασε με τα πόδια τα σύνορα και στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε ένα αυτοκίνητο εθελοντών μέχρι τη Βουδαπέστη. «Από εκεί έβγαλα αεροπορικό εισιτήριο για την Ελλάδα. Είναι απίστευτο πόσο οι άνθρωποι βοηθούσαν ο ένας τον άλλον. Και είναι επίσης απίστευτο πόσο τυχερή είμαι που βρίσκομαι στην Ελλάδα ζωντανή. Λίγες ώρες μετά που έφυγα από το Κίεβο, ο δρόμος που είχα πάρει βομβαρδίστηκε».