ΕΛΛAΔΑ
Παιδιά από 94 χώρες στα θρανία των ελληνικών σχολείων
Οι αλλοδαποί μαθητές που μαθαίνουν γράμματα στα ελληνικά σχολεία και οι δυσκολίες που καλούνται να ξεπεράσουν
SHARE:
Συνολικά 26.015 αλλοδαποί μαθητές μαθαίνουν γράμματα στα θρανία των σχολείων της χώρας μας. Πρόκειται για παιδιά 5 έως 17 ετών, που αποτελούν περίπου το 2% του μαθητικού πληθυσμού της Ελλάδας. Το εκπαιδευτικό σύστημα επιχειρεί να διαχειριστεί τους αλλοδαπούς μαθητές του, οι περισσότεροι των οποίων αφήνουν πίσω την πατρίδα τους για ένα καλύτερο αύριο. Δεν είναι μόνον οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν πολλοί από αυτούς τους μαθητές επειδή βρίσκονται σε ξένο έδαφος χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, ενώ η τηλεκπαίδευση της τελευταίας διετίας έκανε ακόμη δυσκολότερη την προσπάθειά τους.
Ειδικότερα, συνολικά, μαθητές από 94 χώρες φοιτούν από το δημοτικό έως και το λύκειο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας που παρουσιάζει η «Κ». Εκτός από τις μεγάλες και τις γειτονικές μας χώρες, στο ελληνικό εκπαιδευτικό σχολείο έχουν εγγραφεί παιδιά –συνολικά μονοψήφιος ο αριθμός ανά χώρα– από το Βιετνάμ, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Δομινικανή Δημοκρατία, τη Σενεγάλη, τη Ρουάντα, τη Χιλή, το Τρινιντάντ και Τομπάγκο. Η Αττική έχει 10.220 αλλοδαπούς μαθητές και οι υπόλοιποι μοιράζονται στις άλλες περιφέρειες της χώρας μας.
«Η τελευταία χρονιά με διαχειρίσιμες αφίξεις – εγγραφές στη δημόσια τυπική εκπαίδευση ήταν το 2019-2020. Μετά τα μέσα του 2020 έγιναν δύσκολες οι νέες εγγραφές, καθώς τα σχολεία ήταν γεμάτα», αναφέρει στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας, αποτυπώνοντας την επίδραση της μεταναστευτικής κρίσης τα τελευταία χρόνια.
«Από τα μέσα του 2020 άρχισαν να αυξάνονται οι αιτήσεις από Τούρκους γονείς, συνήθως υψηλού μορφωτικού και οικονομικού προφίλ, θεωρούμενους από το γειτονικό κράτος ως αντιφρονούντες».
Πιο συγκεκριμένα, οι Αλβανοί αποτελούν την ισχυρή πλειονότητα των αλλοδαπών μαθητών στα ελληνικά σχολεία. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα τέλη του 2021 από την Αλβανία φοιτούσαν 15.532 μαθητές, και η επόμενη χώρα της πρώτης τριάδας ήταν το Αφγανιστάν με 1.059. Ακολουθούσαν η Γεωργία με 600 μαθητές, το Ιράκ με 561 μαθητές και η Συρία με 481 μαθητές. Στα στοιχεία αποτυπώνεται το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα της εικοσαετίας από τη βαλκανική, γειτονική χώρα, αλλά και οι πρόσφατες μεταναστευτικές ροές από τη Μέση Ανατολή.
Βέβαια, από τα μέσα του 2020 άρχισαν να αυξάνονται οι αιτήσεις από Τούρκους γονείς. «Οι Τούρκοι έρχονταν με ή χωρίς διαβατήριο, συνήθως υψηλού μορφωτικού και οικονομικού προφίλ, θεωρούμενοι από το γειτονικό κράτος ως αντιφρονούντες», επισήμανε στην «Κ» στέλεχος του υπουργείου. Επίσης, την περίοδο εκείνη αρκετοί μαθητές έφθασαν από την Αφρική στην Τουρκία και από εκεί ενσωματώθηκαν με τους πρόσφυγες από Συρία, Αφγανιστάν κ.λπ., περνώντας μέσω Αιγαίου τα θαλάσσια σύνορα».
Το κέντρο της Αθήνας
Η έναρξη της σχολικής χρονιάς 2020-2021 βρήκε τη διεύθυνση της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του κέντρου της Αθήνας (Α΄ Αθήνας) να δέχεται έναν δυσανάλογα μεγάλο αριθμό προσφύγων μετά την καταστροφική πυρκαγιά στο κέντρο φιλοξενίας προσφύγων στη Μυτιλήνη τον Σεπτέμβριο του 2020. Αν και ξεκίνησε άμεσα η ανοικοδόμηση και δημιουργία νέων δομών, μεγάλος αριθμός προσφύγων (από Μυτιλήνη και όχι μόνο) μετακινήθηκε προς την ενδοχώρα, πιο συγκεκριμένα προς την Αττική, με το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών να εγκαθίσταται στον αστικό ιστό της Αθήνας. Αυτό όμως σήμαινε και αντίστοιχη επιβάρυνση των σχολείων των κεντρικών περιοχών της Αθήνας και ειδικότερα του Δήμου Αθηναίων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο μετά τον σεισμό στη Σάμο τον Οκτώβριο του 2020, που σηματοδότησε νέο κύκλο αιτήσεων για μετεγγραφές. Την τρέχουσα σχολική χρονιά 2021-2022 οι μαθητές αυτοί είναι κατανεμημένοι σε όλα τα σχολεία του Δήμου Αθηναίων αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Α΄ Αθήνας. Οπως είπε στην «Κ» στέλεχος του υπουργείου, λαμβάνεται μέριμνα οι αλλοδαποί μαθητές να μην είναι πλειοψηφία σε ένα τμήμα, καθώς, επειδή δεν γνωρίζουν τη γλώσσα, παρατηρούνται καθυστερήσεις στη διδασκαλία της ύλης. Υπάρχουν όμως περιοχές που είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένες, καθώς οι διάφορες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που δραστηριοποιούνται μέσω στεγαστικών προγραμμάτων στον αστικό ιστό Αττικής, επιλέγουν συγκεκριμένες περιοχές να μισθώσουν ακίνητα. Αντίστοιχα, τα σχολεία των συγκεκριμένων περιοχών είναι υπερκορεσμένα και ξεκινούν κάθε χρόνο τη σχολική χρονιά με υπερπλήρη τμήματα. Περιοχές –και κατά συνέπεια σχολεία– που δέχονται τον μεγαλύτερο όγκο εγγραφών – μετεγγραφών προσφύγων είναι η πλατεία Αμερικής, η πλατεία Αττικής, η πλατεία Βικτωρίας, η πλατεία Κολιάτσου, τα Πατήσια (Ανω και κυρίως Κάτω Πατήσια), η Κυψέλη, ο Αγιος Νικόλαος, του Γκύζη, το Μεταξουργείο, ο Κολωνός, τα Σεπόλια, η πλατεία Βάθης, η Ομόνοια, ο Κεραμεικός, η Γκράβα, τα Εξάρχεια, το Παγκράτι. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, τελευταία υπάρχουν και πολλά αιτήματα Αιγυπτίων και Κινέζων, οι οποίοι όμως δραστηριοποιούνται επαγγελματικά εδώ και χρόνια στην Ελλάδα.
Η πανδημία
Η κατάσταση στους αλλοδαπούς μαθητές, και ιδίως τους πρόσφυγες και μετανάστες που ήλθαν πρόσφατα στην Ελλάδα, επιδεινώθηκε λόγω της πανδημίας και της τηλεκπαίδευσης. Πολλά παιδιά δεν είχαν τα τεχνικά μέσα στο σπίτι για τα τηλεμαθήματα, ενώ και οι γονείς τους δεν είχαν γνώσεις για να τα βοηθήσουν. Ετσι, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σε συνεννόηση με το υπουργείο Παιδείας, η UNICEF φρόντισε να μεταφραστεί το κείμενο οδηγιών για τη σύγχρονη και ασύγχρονη εξ αποστάσεως εκπαίδευση για μαθητές και γονείς σε 11 γλώσσες και διαλέκτους, δηλαδή αραβικά, τουρκικά, παστού, φαρσί, σορανί, κουρμαντζί, γαλλικά, αγγλικά, λιγκαλά, ορντού, αμχαρικά. Τις μεταφράσεις αξιοποίησαν και οι συντονιστές εκπαίδευσης προσφύγων. Παράλληλα, με την επανέναρξη των σχολείων μετά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές πραγματοποιείται επιμορφωτικό πρόγραμμα με τίτλο «Εκπαίδευση για την ένταξη – Πρόγραμμα για την υποστήριξη εκπαιδευτικών στην εκπαίδευση παιδιών με προσφυγικό/μεταναστευτικό υπόβαθρο». Το πρόγραμμα έχει ως βασικό στόχο τη βελτίωση των δεξιοτήτων των εκπαιδευτικών και των στελεχών εκπαίδευσης στην επαφή τους με πολύγλωσσα και πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα μάθησης. Με τον τρόπο αυτόν επιδιώκεται να ενισχυθεί η σχολική φοίτηση και να περιοριστεί η σχολική διαρροή των ξένων μαθητών, καθώς και να βελτιωθούν τα μαθησιακά τους αποτελέσματα.