ΑΠΟΨΕΙΣ
Το ζήτημα της «επαναδιαπραγμάτευσης» του συν 3,5%
Mπορεί να υπαχθεί στο προσήκον μέτρο τηρουμένης της Αρχής της Αναλογικότητας
Του Πέτρου Μηλιαράκη*
Ασφαλώς έχει δίκιο ο Κυριάκος Μητσοτάκης να επιδιώκει και να προσδοκά να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αντιστοίχως και ο Αλέξης Τσίπρας έχει δίκιο να επιδιώκει και να προσδοκά να σχηματίσει (αυτή τη φορά) αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ωστόσο, το παρόν κείμενο «προκύπτει» από το «επιχείρημα» του αρχηγού της Ν.Δ. ότι επαναδιαπραγμάτευση μπορεί να επιτευχθεί μόνο(!) με «αυτοδύναμη κυβέρνηση»! Με βάση το «επιχείρημα» αυτό, με το παρόν κείμενο κατατίθενται ορισμένοι χρήσιμοι (αν όχι κρίσιμοι) προβληματισμοί.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας και ειδικότερα με τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), θεσπίστηκε το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου κινείται η άσκηση της οικονομικής πολιτικής, με βάση την οποία «τα κράτη-μέλη ασκούν την οικονομική τους πολιτική με σκοπό να συμβάλουν στην υλοποίηση των στόχων της Ένωσης, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ)». (Το άρθρο 3 ΣΕΕ κυρίως θεσπίζει πρόνοιες για τις αξίες της Ένωσης, την ειρήνη και την ευημερία των λαών της).
Επίσης με τη Συνθήκη της Λισαβόνας επαναβεβαιώθηκαν τα κριτήρια σύγκλισης για την εισαγωγή του ευρώ, κριτήρια που επέβαλαν τη δημιουργία του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης το οποίο αποφασίστηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ ήδη από το 1997 με αντίστοιχο Ψήφισμα. Η σημασία δε του Συμφώνου αυτού επιβεβαιώθηκε με τη «Δήλωση 30», που έχει επισυναφθεί στη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Κυρίαρχη όμως σημασία αποκτά για το συντονισμό της οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών η δημοσιονομική πειθαρχία. Η δημοσιονομική πειθαρχία εισάγει απαγορεύσεις που στο περίγραμμα αυτό μπορεί να αναφερθεί μόνο ότι: στα κράτη-μέλη επιβάλλεται κατάργηση πρακτικών κυρίως όσον αφορά στον δημόσιο τομέα.
Η δημοσιονομική δε πολιτική κυρίως εστιάζει: α) στην απαγόρευση πιστωτικών διευκολύνσεων από την ΕΚΤ ή από τις Κεντρικές Τράπεζες των κρατών-μελών, και β) στο κατ’ αρχήν ανεύθυνο της Ένωσης και των κρατών-μελών για υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι κεντρικές κυβερνήσεις ενός κράτους-μέλους. Δηλαδή, ενώ η δημοσιονομική πολιτική εισάγει αφόρητες δεσμεύσεις για τα κράτη-μέλη, επί των παρεκκλίσεων όμως δεν υπάρχουν κατ’ αρχήν πρόνοιες διάσωσης. Τούτο όμως αναθεωρήθηκε. Ήδη φορέας αντιμετώπισης κρίσης είναι ο ESM.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
Τα προαναφερόμενα, λόγω της κατάργησης των Πυλώνων και της ανασυγκρότησης του όλου συστήματος σε νομική προσωπικότητα, τείνουν να δημιουργήσουν την εντύπωση του ασφυκτικού περιορισμού της κυριαρχίας κράτους-μέλους.
ΩΣΤΟΣΟ: Η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης διέπεται από την Αρχή της δοτής αρμοδιότητας. Σύμφωνα με την Αρχή αυτή η Ένωση ενεργεί μόνο εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη-μέλη με τις Συνθήκες. Ταυτοχρόνως, η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών-μελών, την εθνική ταυτότητα τους και τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή και τάξη. Σέβεται δε τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους στις οποίες ρητώς περιλαμβάνονται κατ’ αποκλειστικότητα: α) η διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, β) η διατήρηση της δημόσιας τάξης και γ) η προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα η εθνική ασφάλεια παραμένει στην αποκλειστική ευθύνη κάθε κράτους-μέλους (βλ. άρθρα 4 και 5 ΣΕΕ).
Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ «ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟ»!..
Ως εκ τούτου τίθεται ζήτημα εάν και κατά πόσο στην περίπτωση αυτή που έχει περιέλθει η Ελλάδα καταργείται η νομικοπολιτική υπεροχή των άρθρων 4 και 5 ΣΕΕ. Εγείρεται δηλαδή μείζον ζήτημα εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τελεί υπό το καθεστώς δανειακής σύμβασης έστω και μετά τη λήξη της. Ειδικότερα εγείρεται το ζήτημα της «αρνητικής όψης της κρατικής εξουσίας», όπου με βάση την «Αρχή της Αποκλειστικότητας» είναι ανεπίτρεπτο να ασκηθεί άλλου είδους εξουσία σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον ανατρέπεται η νομικοπολιτική βάση των άρθρων 4 και 5 ΣΕΕ.
Κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μεταπίπτει σε «καθεστώς προτεκτοράτου» ή επί του οποίου ασκείται εξουσία σε τέτοιο βαθμό που να αφορά dominium επί πραγμάτων και imperium επί προσώπων δεν συμβιβάζεται με τη νομικοπολιτική προσωπικότητα κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Με τούτα τα δεδομένα η Ελλάδα ως κράτος-μέλος που υπερασπίζεται την ευημερία του λαού της, μπορεί να θέσει σε επίπεδο Κορυφής το ζήτημα επαναδιαπραγμάτευσης του συν 3,5% πλεονάσματος. Θα πρέπει δηλαδή η Ελλάδα να καταστήσει σαφές ότι είναι μια κυρίαρχη χώρα και ότι χώρα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να περιέρχεται σε καθεστώς προτεκτοράτου. Μετά τις προσεχείς εκλογές το σύνολο του πολιτικού κόσμου του δημοκρατικού τόξου, πρέπει να εργαστεί έτσι ώστε μέσω επαναδιαπραγμάτευσης, η Ελλάδα, να αναπνεύσει από την βαρβαρότητα του υπερβολικού δημοσιονομικού πλεονάσματος το οποίο μπορεί να οδηγήσει την οικονομία και την κοινωνία ακόμη και σε απόκρημνη κατάσταση.
Ωστόσο αυτή η ανάγκη της επαναδιαπραγμάτευσης για τη μείωση του δημοσιονομικού υπερπλεονάσματος μπορεί να καταστεί δυνατή (κατά τη γνώμη του γράφοντος) μόνο με κυβέρνηση ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ.
Υπό αυτή τη «σκληρή» για τις αμιγώς κομματικές επιδιώξεις «προϋπόθεση», θα εξασφαλιστεί η απαίτηση της εθνικής κυριαρχίας, όπως την θεσπίζει το πρωτογενές ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο. Σε κάθε περίπτωση δε, το κατά μείον 3% έλλειμμα δεν αφορά ενωσιακή παρανομία. ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ στο πλαίσιο των αξιώσεων της κοινωνικής συνοχής, της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών, και της Αρχής της Αναλογικότητας, παρανομία είναι η παραβίαση του μέτρου- παραβίαση που προσκρούει στον ενωσιακό νομικό και πολιτικό πολιτισμό.
Ως εκ τούτου η βαρβαρότητα του συν 3,5% πλεονάσματος μπορεί να υπαχθεί στο προσήκον μέτρο τηρουμένης της Αρχής της Αναλογικότητας. Προκειμένου δε να είμαστε πραγματιστές, επαναδιαπραγμάτευση μπορεί να επιτευχθεί μόνο υπό την προϋπόθεση του αρραγούς εθνικού μετώπου, με τη σύμπραξη των δημοκρατικών δυνάμεων της χώρας.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
«η βαρβαρότητα του συν 3,5% πλεονάσματος μπορεί να υπαχθεί στο προσήκον μέτρο τηρουμένης της Αρχής της Αναλογικότητας»
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Χώρας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).