ΑΠΟΨΕΙΣ

Τα εν Οίκω μη εν Δήμω

Μην τα χαρίζετε όλα στο κουτσομπολιό της τηλεόρασης και στα τρωκτικά του διαδικτύου.

No profile pic

Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη

Παρά το γεγονός ότι οι αποκαλύψεις για όσα συνέβησαν στο χώρο του θεάτρου τείνουν να διαλυθούν μέσα στον καθημερινό «χυλό» της επικαιρότητας και να δίνουν αφορμές μόνο για συζητήσεις στα «πρωινάδικα», νομίζω πως μπορούμε να κάνουμε κάποιες γενικότερες σκέψεις, αφορμώμενοι από τις αποκαλύψεις αυτές.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ξαφνικά, ύστερα από μια πρώτη αποκάλυψη για βιασμό  της ολυμπιονίκου της ιστιοπλοΐας, σαν να άνοιξε ο ασκός του Αιόλου και οι αποκαλύψεις άρχισαν να έρχονται η μια πίσω απ’ την άλλη. Ο ελληνικός λαός, που παρακολούθησε (και παρακολουθεί ακόμη) με οδυνηρή έκπληξη τις αποκαλύψεις, διερωτάται για το τι ακριβώς συνέβαινε σ’ αυτό το «λαμπερό»  χώρο και πόσο είχε προχωρήσει το κακό. Πολλοί άνθρωποι του θεάτρου λένε τώρα ότι υποψιάζονταν ή είχαν ακούσει κάποια πράγματα, αλλά δεν είχαν απτά στοιχεία, ενώ άλλοι δηλώνουν ότι «έπεσαν από τα σύννεφα». Το θέμα είναι ότι όλος αυτός ο ορυμαγδός των αποκαλύψεων έπεσε «ως κεραυνός εν αιθρία» στην ελληνική κοινωνία και συντάραξε τις συνειδήσεις. 

Το όλο θέμα έχει δικαστικές, κοινωνικές και ηθικές διαστάσεις, παρόλο που κάποιοι θέλησαν να το εκμεταλλευτούν και πολιτικά, ως μη ώφελε. Διότι, όπου μπει η πολιτική, μπαίνουν τα κόμματα κι όπου μπουν τα κόμματα, μπαίνει το κομματικό συμφέρον, το οποίο διαστρέφει και αλλοιώνει την πραγματικότητα. Θα προσπαθήσω να εστιάσω την προσοχή μου στη διαφορετική αντίληψη που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια σχετικά με την αποκάλυψη τέτοιων γεγονότων, που για άλλες εποχές θεωρούνταν όνειδος και ντροπή. 

Η έκφραση «τα εν οίκω μη εν δήμω», που έχει τεθεί ως τίτλος τούτου του άρθρου, είναι παγκοίνως γνωστή, σημαίνει δε ότι όσα συμβαίνουν στο σπίτι, στην οικογένεια, γενικά στον ιδιωτικό βίο, δεν (πρέπει να) ανακοινώνονται στο δημόσιο-κοινωνικό βίο, δεν πρέπει να δημοσιοποιούνται. Σε άλλες εποχές οι κοινωνίες ήταν «κοινωνίες ντροπής» ή «κοινωνίες ενοχής», όπως τις αποκαλούν οι κοινωνικοί  ανθρωπολόγοι. Στις πρώτες σημαντικό ρόλο για την ανθρώπινη συμπεριφορά έπαιζε η γνώμη του κοινωνικού περίγυρου και γι’  αυτό ο άνθρωπος προσπαθούσε να σέβεται τους εθιμικούς κανόνες ζωής και τα κοινωνικά στερεότυπα έτσι, ώστε «να μην του βγει το όνομα», να μη θιχτεί η τιμή του ίδιου και της οικογένειάς του, να μην τον πιάσουν στο στόμα τους οι «κουτσομπόλες». Στις κοινωνίες αυτές, επομένως, επικρατούσε το αίσθημα της αιδούς (της ντροπής) έναντι του κοινωνικού περίγυρου. Στις δεύτερες σημαντικό ρόλο για την ανθρώπινη συμπεριφορά έπαιζε η σχέση του ανθρώπου με το Θεό και γι’  αυτό η αμαρτία, η παρακοή δηλαδή των θεϊκών εντολών, γέμιζε τον άνθρωπο με ενοχές, πράγμα που τον συγκρατούσε και τον απέτρεπε από «αμαρτωλές» πράξεις.  Και στις δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος θεωρούσε πως οι πράξεις του δεν έπρεπε να δημοσιοποιούνται, επειδή  αυτό θα τον εξέθετε ανεπανόρθωτα, σε σημείο που ίσως δεν θα ήταν σε θέση να αντέξει το κοινωνικό βάρος για τις αντικοινωνικές ή αμαρτωλές πράξεις του.  Έτσι, στις κοινωνίες αυτές οι άνθρωποι είχαν χαράξει σαφείς «κόκκινες γραμμές» μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας: ο ιδιωτικός χώρος ήταν «ιερός» και αυτός που τον αποκάλυπτε αυτοεξευτελιζόταν και ο ίδιος και η οικογένειά του. Με όλα τα παραπάνω δεν θέλω να πω ότι όλα εκεί ήταν ρόδινα, επειδή στις κοινωνίες αυτές ήταν πολύ συχνές οι υποκριτικές συμπεριφορές και ο φαρισαϊσμός καθώς και η σκληρότητα, κυρίως αναφορικά με τις γυναίκες και τα παιδιά (αντίθετα θα έλεγα ότι τα γηρατειά είχαν μια καλύτερη θέση στο πλαίσιο των παραδοσιακών κοινωνιών), καθώς και τα εγκλήματα τιμής και ο φόβος. Ωστόσο, η γενική εικόνα ήταν εικόνα μιας κοινωνίας που έχει αξίες σταθερές, που έχει ηθικούς κανόνες, που οι έννοιες του σεβασμού και της ιερότητας είναι ζωντανές στις συνειδήσεις των ανθρώπων, που οι άνθρωποι έχουν αυτοσεβασμό.

Σήμερα στις δυτικές, φιλελεύθερες κοινωνίες, όπου ο κοινωνικός έλεγχος έχει ατονήσει (κατά κύριο λόγο στις απρόσωπες μεγαλουπόλεις) και ο «θάνατος» του Θεού έχει απενοχοποιήσει κάθε «αμαρτωλή» πράξη, τα πράγματα έχουν ανατραπεί άρδην. Τρανά παραδείγματα: οι διαμαρτυρίες από γυμνόστηθες γυναίκες ή οι αποκαλύψεις για βιασμούς και σεξουαλικά σκάνδαλα, στις οποίες προβαίνουν χωρίς αιδώ τα ίδια τα θύματα, δίδοντας μάλιστα και λεπτομερείς περιγραφές πορνογραφικού περιεχομένου για όσα συνέβησαν μεταξύ αυτών και του βιαστή τους ή του σεξουαλικά παρενοχλήσαντος. Η γραμμή μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου, στις περιπτώσεις αυτές, καταργείται εντελώς. Διότι η ιδιωτική ζωή «βγήκε στον αέρα» από τους ίδιους τους παθόντες, και μάλιστα όχι με μια καταγγελία στη δικαιοσύνη αλλά με περιγραφές στα τηλεοπτικά κανάλια και στο διαδίκτυο, δηλαδή μπροστά σε όλο τον κόσμο. Μια τέτοια εξέλιξη ήταν αδιανόητη στις κοινωνίες τόσο «της ντροπής» όσο και «της ενοχής». Εκεί ο άνθρωπος θα προσπαθούσε να «σκεπάσει» και να κρύψει τις «ντροπές» και τις «αμαρτίες» του, να τις κρατήσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας ή το πολύ να τις εξομολογηθεί στον ιερέα-πνευματικό του. 

Σήμερα, όμως, θεωρούμε ότι η με μεγάλη ευκολία δημοσιοποίηση τέτοιων ντροπιαστικών πράξεων (δεν εννοώ την καταγγελία στη δικαιοσύνη, που είναι απολύτως αναγκαία), και μάλιστα με κάθε λεπτομέρεια και σε μέσα τεράστιας εμβέλειας, είναι κοινωνικώς και ηθικώς θεμιτή και κανένα ψόγο δεν επιφέρει στον δημοσιοποιούνται. Πρόκειται για μια τεράστια διαφορά που επήλθε σχετικά πολύ γρήγορα και δείχνει τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συμβεί στις κοινωνικές και ηθικές συμπεριφορές και στάσεις. 

Το θέμα, όμως, δεν είναι απλώς να επισημάνουμε τις διαφορές μεταξύ των λίγο παλαιότερων κοινωνιών και της σύγχρονης κοινωνίας ούτε να εξυμνήσουμε τις παλαιότερες ως τάχα καλύτερες, αλλά να δείξουμε τι μπορεί να σημαίνουν οι διαφορές αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τις αποκαλύψεις των παθόντων. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι με όλα αυτά φτάνουμε στο σημείο να μην εμπιστευόμαστε πια ο ένας τον άλλο, να βλέπουμε παντού το κακό, που σαν ένα μαύρο σύννεφο σκεπάζει τα πάντα, να θεωρούμε ότι οι άνθρωποι είναι κακοί και διεστραμμένοι, να γινόμαστε απαισιόδοξοι. Διερωτώμαι: τι χρειάζονται οι λεπτομερείς περιγραφές των σεξουαλικών πράξεων; Τι ακριβώς προσφέρουν, πέραν της ικανοποίησης μιας νοσηρής περιέργειας εν είδει «κλειδαρότρυπας» και της αύξησης της τηλεθέασης; Ο άνθρωπος, αντί να κοιτάζει ψηλά, αντί να ανεβαίνει λίγο ψηλότερα, όπως λέει ο ποιητής, βουλιάζει σε μια ελώδη περιοχή, όπου φυτρώνουν και αναπτύσσονται μόνο τα «χόρτα» της κακίας, των διαστροφών, της υποτίμησης του άλλου, της ασέβειας στο πρόσωπο του συνανθρώπου και μάλιστα στα πρόσωπα των παιδιών. Ποιος θα πει στους νέους πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έτσι; Πως υπάρχουν άνθρωποι με ηθικές αξίες; Πως μπορούμε ακόμη να εμπιστευόμαστε τον άλλο άνθρωπο; Ποιος θα ξαναφέρει τον άνθρωπο στη θέση που του αξίζει, ώστε να μπορεί πάλι να ειπωθεί το του Μενάνδρου: «ὡς χαρίεν ἔστ’ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ»; (Πόσο χαριτωμένο πράγμα είναι ο άνθρωπος, όταν είναι άνθρωπος). Όσοι έκαναν ανήθικες και παράνομες πράξεις πρέπει να τιμωρηθούν. Δεν το συζητάμε. Υπάρχει δικαιοσύνη στην οποία μπορούν και πρέπει να καταφεύγουν οι παθόντες. Αυτή είναι η μέση και αληθώς δημοκρατική οδός που πρέπει να ακολουθούμε, αυτή θα αποδώσει τη δικαιοσύνη και θα επαναφέρει την ισορροπία στο κοινωνικό σώμα. Δεν χρειάζεται ούτε η επιστροφή στο παρελθόν αλλ’ ούτε και στο όνομα μιας ελευθεριάζουσας αντίληψης που επιτρέπει την ελευθεροστομία και την παρρησία (πας+ρήσις= λέω τα πάντα), να θυσιάζουν οι άνθρωποι την αξιοπρέπειά τους ούτε και να δημιουργούν ένα ρυπαρό σύννεφο που σκεπάζει την κοινωνία μας και πνίγει την ανάσα. «Αἰδώς, Ἀργεῖοι!».  Μην τα χαρίζετε όλα στο κουτσομπολιό της τηλεόρασης και στα τρωκτικά του διαδικτύου. Η αληθινή ελευθερία δεν είναι η αυτοέκθεση στην εξόφθαλμη βουλιμία των ΜΜΕ αλλά η προσπάθεια εσωτερικής αλλαγής και μεταμόρφωσής μας. 

 


 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση