ΑΠΟΨΕΙΣ
Το ρελέ του Σαββατοκύριακου...
Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται και το Σαββατοκύριακο από το Σάββατο
Της Μαρίας Λιονάκη
Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται και το σαββατοκύριακο από το Σάββατο. Καθώς με όλες τις καλές προθέσεις ξεκίνησε η τακτική επίσκεψη στη μαμά στα Χανιά, αλλά εξελίχθηκε άστα να πάνε. Tα πρώτα δυσάρεστα νέα σε βρήκαν στην έκθεση με τις θαλασσογραφίες του Κωνσταντίνου Βολανάκη στη Δημοτική πινακοθήκη, έκθεση που επισκεπτόσουν, λόγω λήξης της, για τρίτη και στερνή φορά .Με τη συνεπακόλουθη οικειότητα με τον κύριο στα εισιτήρια «Στο ντουλαπάκι να αφήσετε τα πράγματα σας. Όχι όλα, το κινητό σας κρατείστε το για φωτογραφίες!» Πόσο τους αγαπώ τους ανθρώπους, που όταν σε βλέπουν χαμένη στο διάστημα σου μιλάνε πατρικά…
Στο ντουλαπάκι…στην Πινακοθήκη συγνώμη, σε βρήκε το τηλεφώνημα από το οικείο περιβάλλον. –Η μαμά βήχει! –Βήχει; Μα εγώ ήμουν μαζί της δυο ώρες πιο πριν και δεν έβηξε ούτε μία φορά! –Βήχει και καλοβήχει, μόνο να έρθεις «να αναμαζευτείς εσύ η πορτογύρα κόρη» (αυτά υπονοήθηκαν ευτυχώς, καθώς διατηρήθηκε το επίπεδο) να δούμε τι θα κάνουμε. Έχω πάρει γιατρό, φαρμακοποιό να περιμένει και θα πάρω κι ασθενοφόρο σε λίγο, μόνο έλα, να είσαι κι εσύ εδώ (για το στερνό αντίο αν χρειαστεί. Χριστέ μου…) Εν τω μεταξύ εσύ είχες αλλάξει πάτωμα στην έκθεση και βρισκόσουν στο δεύτερο όροφο με τις τρικυμισμένες θάλασσες. Τουλάχιστον βρισκόσουν στο σωστό πάτωμα.
Έτσι ξεκίνησε το Σάββατο, ωραιότατα! Με τη μαμά να έχει σφραγίσει το στόμα της, μην της ξεφύγει κανένας βήχας και την τρέχουνε, και την πορτογύρα κόρη να δοκιμάζει την τύχη της αργότερα και για λίγο σε απλή βραδινή ταβερνούλα, που όλα πάλι δεν ήταν απλά ( τη μπριζόλα τη βρήκε η παρέα πολύ ψημένη για δώδεκα μηνών ωρίμανσης και τη μουσική πολύ βαριά κρητικά, χωρίς λόγο γάμου ή άλλο).
Αισιόδοξη όμως όπως είσαι από τη φύση σου, ότι αύριο θα ξημερώσει μια άλλη μέρα, καλύτερη, και καθώς η μαμά φαινόταν διαπιστωμένα πια με όλες τις μετρήσεις ότι ήταν καλά, πέφτεις με άλμα ενθουσιασμού στο μαλακό κρεβάτι και κουκουλώνεσαι ως απάνω το πάπλωμα, με τον ίδιο τρόπο που η εγγονή σου σκεπάζει τα μωρά της και αρχίζει τα οοο… Κρύο όμως δριμύ ενέσκηψε τη νύχτα. Ο χειμώνας που όλο ξεκινούσε εδώ και καιρό να έρθει κι όλο το ανέβαλε εμφανίστηκε δύο τα ξημερώματα ακριβώς στα Χανιά κι έδειξε τα δόντια του. Κουτουλώντας έπιπλα το βρήκες το καλοριφέρ στο δωμάτιο- αποθήκη, σαν τον Κουταλιανό το σήκωσες, σαν τρόπαιο το άφησες κάτω και το έβαλες στην πρίζα και σαν τον Τεντόγλου επιχείρησες νέο άλμα στο κρεβάτι. Σίγουρη πως όλα θα πήγαιναν καλά στο εξής. Κούνια που σε κούναγε… (Σαν αυτή που η εγγονή σου κουνάει τα μωρά της). Διακοπή ρεύματος έγινε, πλήρης και περιωπής, άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο του σπιτιού βασίλεψε. Κι ούτε πουλί λαλούσε, ούτε η μάνα ζήλευε. Κοιμόταν αυτή, του καλού καιρού…
Με την προηγούμενη αισιοδοξία να έχει υποστεί πανωλεθρία, το βγάζεις το μηχάνημα του διαβόλου από την πρίζα κι έχοντας παρασύρει στο διάβα σου ο,τι μπιμπελό έχει περιμαζέψει στο διάβα του χρόνου η μαμά σου από γάμους και βαφτίσεις βρίσκεις τον πίνακα τον ηλεκτρικό και σηκώνεις «το γενικό.» Τότε ακόμα δεν ήξερες πως αυτό το λένε «ρελέ» (Πού πάνε και τα δίνουν τα γαλλικά ονόματα ; σε λέξεις μηδαμινές, τιποτένιες …Λέξεις στην ίδια γλώσσα με α Paris και mon amour, αν είναι δυνατόν!)
Κυριακή 10 Δεκεμβρίου. Η καλή Κυριακή από το Σάββατο φαίνεται. Το σπίτι της μαμάς από άποψη υποδομών πλέει σε τρικυμισμένη θάλασσα. (σαν την Ελλάδα). Όποιο λαμπτήρα και να ανάψεις πέφτει το «ρελέ.» Κι ούτε λόγος για σεσουάρ μαλλιών, φούρνο μικροκυμάτων, θερμοσίφωνο. Το δε καλοριφέρ στο πυρ το εξώτερον να πάει, να σβήσει, να χαθεί, να χάνεται…
Μια ολόκληρη οικογένεια επιστρατεύτηκε. Δυο αδερφές, μπατζανάκης, γαμπρός, κουνιάδος, κουνιάδα, όλες οι συγγενικές σχέσεις μαζεμένες, πήγαιναν πάνω κάτω, με ταχύτητα, ξέφρενα (σε ένα σπίτι που δεν ήταν και το γήπεδο που αγωνίστηκε ο Τεντόγλου), με διάθεση ακμαία (εμείς έχουμε καταφέρει άλλα κι άλλα, ένα ρελέ δεν μπορούμε να κουμαντάρουμε; ) ανεβοκατέβαζαν διακόπτες μέσα σε παραλήρημα, ένταση κι υπερένταση. Ανεβοκατέβαζαν διακόπτες, έβαζαν –έβγαζαν πρίζες και συσκευές και περίμεναν. -Όχι το σεσουάρ φταίει! ( Το είδα εγώ πως με κοιτούσε χθες που στέγνωνα τα μαλλιά μου.) –Όχι ο φούρνος μικροκυμάτων φταίει! (Τεχνολογίες να σου πετύχουν! Τι πάθαμε εμείς που ζεσταίναμε το φαγητό στο κατσαρολάκι; )-Όχι ο λαμπτήρας χαμηλής κατανάλωσης φταίει; (Γίνεται παιδί μου «χαμηλής κατανάλωσης» και καλός; -Βρε παιδιά μήπως φταίει ο θερμοσίφωνας; -λέω εγώ- (Τον ίδιο είχε ο Καραϊσκάκης, είναι δυνατόν να αντέχει ακόμα; σκέφτομαι) ( Σημασία δε μου δώσανε! σα να μη μίλησα καθόλου. Είναι δυνατόν μια ονειροπαρμένη που πάει και ξαναπάει στο Βολανάκη να εκφράζει άποψη για θέματα σημαντικά, ενεργειακά; Πείτε μου τώρα…
Είδαν κι απόειδαν και επιστράτευσαν και ηλεκτρολόγο. Τον κύριο Μανώλη, έναν καλοκάγαθο ανθρωπάκο, οικογενειάρχη, λίγο πριν τη σύνταξη ( που ζήτημα ήταν αν θα την έπαιρνε, έτσι κι έμπλεκε με το σόι μας) . - « Ποιος είναι αυτός; Ρώτησε όταν τον είδε η μαμά. - « Ο ηλεκτρολόγος, μαμά» -« Πες του να φύγει!» -Μαμά, maman..! Κι όμως η ανταπόκριση του ήταν συγκινητική (επιτυχία της κόρης της ονειροπαρμένης αυτή τη φορά, της κόρης που ήξερε να θέσει το ζήτημα στη σωστή του βάση, να το παρουσιάσει στον καλό άνθρωπο με όλες τις παραμέτρους, τις δυσκολίες του ). Πόσο τους αγαπώ τους ανθρώπους που όταν καταλάβουν μια αληθινά δεινή θέση ανταποκρίνονται…
Με ποδήλατο ήρθε ο απλός αυτός ανθρωπάκος, στο παρκάκι της γειτονιάς ήταν το ραντεβού. Παλιά ήταν τουρκικό νεκροταφείο, τώρα είναι παιδική χαρά. Λίγο εγκαταλελειμμένη, μα τη δουλειά της την κάνει. Αποτελεί διέξοδο χαράς και παιχνιδιού για τις μικρούλες και τους μικρούληδες της γειτονιάς, μα και ευκαιρία για κουβεντολόι για απλά , όμορφα, καθημερινά για τις μαμάδες τους . Εκεί η κόρη περίμενε τον ηλεκτρολόγο και ρέμβαζε τα κίτρινα, τα καφέ, τα πορτοκαλί φύλλα στα δέντρα , τα ώριμα, τα έτοιμα να ακολουθήσουν το αιώνιο προκαθορισμένο δρομολόγιο, γέννηση, ακμή, ωρίμανση, πτώση, σε μια πορεία, ίδια , απαρασάλευτη , προκαθορισμένη, που δυνατότητα παρέμβασης έχει μόνο η μοίρα. Σε μια ζωή που οφείλεις να ζήσεις με τα καλά και τα κακά της, να κολυμπήσεις στις άλλοτε ήρεμες κι άλλοτε τρικυμισμένες θάλασσες, να διαχειριστείς στις καλές, μα κυρίως στις κακές στιγμές και στα απρόοπτα, καθώς c’ est la vie!