του Πέτρου Μηλιαράκη*
ΑΣ μου επιτραπεί σε προσωπικό επίπεδο μια εισαγωγή. Όταν το 1994 παρέδωσα στον Εκδοτικό Οίκο «ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ», το σύγγραμμά μου «ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» προκειμένου να εκδοθεί, με είχε προβληματίσει ποιό «πρόθεμα» θα έπρεπε να «σηματοδοτεί» το βιβλίο, όπως συνηθίζεται.
Δυσκολευόμουν όμως πάρα πολύ να παραθέσω άποψη που να συμπυκνώνει μηνύματα, προσφεύγοντας σε παραδοχή κορυφαίου της νομικής ή οικονομικής επιστήμης. Τελικώς και παραδόξως το πρόβλημά μου, «έλυσε» ο Καθηγητής Ψυχολογίας στην Οξφόρδη Leonard Kristal. Στο σημαντικό βιβλίο του που αφορούσε στην «ψυχολογία», εντόπισα μια φράση, η οποία έκτοτε απετέλεσε και βασική αρχή στη σκέψη μου. Η φράση αυτή έχει ως εξής: «μάθηση είναι η τροποποίηση της συμπεριφοράς ως αποτέλεσμα της εμπειρίας».
Συγκεκριμένα είναι τα νοήματα από τη λιτή αυτή διατύπωση. Άλλωστε η οικονομία αφορά και ψυχολογία, και ιδιαιτέρως στη λιανική πολιτική των Τραπεζών (retail banking). Σε κάθε περίπτωση δε, ανεξαρτήτως του ιστορικού βάθους της λειτουργίας των Τραπεζών και της δημιουργίας διαρκώς νέων προϊόντων, η έννοια της τραπεζικής πολιτικής διέπεται από τρεις αδιαπραγμάτευτες αρχές: α) από την αρχή της ρευστότητας, β) από την αρχή της ασφάλειας και γ) από την αρχή της αποδοτικότητας. Συνεπώς η τραπεζική επιχείρηση: α) με βάση την αρχή της ρευστότητας πρέπει να ανταποκρίνεται στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της σε κάθε δεδομένη στιγμή, β) με βάση την αρχή της ασφάλειας θα πρέπει να διαθέτει τις εγγυήσεις για την εξασφάλιση του ποσού της πίστωσης και γ) με βάση την αρχή της αποδοτικότητας θα πρέπει να λειτουργεί με το κριτήριο της θεμελιώδους οικονομικής αρχής, της επίτευξης δηλαδή του μεγαλύτερου οικονομικού αποτελέσματος με τις μικρότερες οικονομικές θυσίες.
Με τούτα τα δεδομένα, υπ’ όψιν τα εξής:
Η εκδοχή πώλησης από τις Τράπεζες των μη εξυπηρετούμενων δανείων κάτω από τη λογιστική τους αξία σε βάρος των «κεφαλαιακών μαξιλαριών» (πράγμα που θα υποχρέωνε σε αναζήτηση νέων κεφαλαίων από τις αγορές), απετέλεσε τη βασική αιτία της πρόσφατης χρηματιστηριακής έντασης. Αφετηρία της έντασης αυτής ήταν ότι οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες είχαν υποβάλει σχέδια στον Single Supervisory Mechanism (SSM) για να μειωθούν τα NPEs (Non-Performing Exposures) περίπου στο 60% μέχρι το τέλος του 2021. Σε κάθε περίπτωση όμως για να είναι λυσιτελής η μείωση των NPEs πρέπει να απαιτηθούν κεφάλαια. Προς την κατεύθυνση όμως αυτή προϋπολογίζεται ότι θα απαιτηθούν συνολικώς περί τα 6 δισεκ. ευρώ τα οποία περίπου υπολογίζονται στα εξής: Η Πειραιώς χρειάζεται 2,5 δισεκ. ευρώ, η Εθνική 1 με 1,5 δισεκ. ευρώ, η Alpha Bank κάτω από 1 δισεκ. ευρώ και η Eurobank 1 με 1,5 δισεκ. ευρώ.
Αυτή η εκδοχή, που αφορούσε στα ΝPEs συνδυάστηκε ιδιαιτέρως με το δρομολογημένο πλάνο της Τράπεζας Πειραιώς για την κεφαλαιακή της ενίσχυση, με έκδοση ομολογιακού δανείου 500 εκ. ευρώ, πράγμα που στοχοποίησε ιδιαιτέρως τη συγκεκριμένη Τράπεζα, που δέχθηκε έντονες «επιθέσεις short».
Παρά ταύτα και πέραν της δήλωσης του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη για «κερδοσκοπικά παιγνίδια» και ότι υπάρχει «αντίφαση ανάμεσα στα θεμελιώδη δεδομένα των τραπεζών και στο Χρηματιστήριο», δεν είναι τυχαίο ότι εκθέσεις Οίκων όπως η HSBC, η Goldman Sachs και η Morgan Stanley, αν και κατά κανόνα ασκούν ιδιαιτέρως αυστηρή κριτική στις ελληνικές τράπεζες, εν τούτοις χαρακτήρισαν «υπερβολική» τη συμπεριφορά των «πωλητών» σε βάρος των τραπεζικών μετοχών.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, σημαντικός ρόλος στα διαδραματιζόμενα, πέραν: α) της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και β) της Τράπεζας της Ελλάδας (που πρέπει να παρακολουθούν αδιαπτότως και αδιακόπτως όλα όσα λαμβάνουν χώρα στο «χρηματοπιστωτικό παίγνιο»), ανατίθεται και στον SSM ο οποίος συστάθηκε επί τούτω με τον Κανονισμό 1024/2013 του Συμβουλίου.
Η αναμφισβήτητη βελτίωση των οικονομικών προοπτικών της χώρας και η επίσης αναμφισβήτητη αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα τους τελευταίους μήνες, οδήγησαν στην χαλάρωση των capital controls. Αυτό θα ενισχύσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη των καταθετών και θα βοηθήσει ως ψυχολογία του κοινού στην αύξηση ρευστότητας των Τραπεζών. Αυτή όμως η αύξηση της ρευστότητας των Τραπεζών θα βοηθήσει ασφαλώς και το χρηματοδοτικό προφίλ, που συνεπάγεται credit positive. Άλλωστε η αύξηση των καταθέσεων τα τελευταία χρόνια, βοήθησε τις Τράπεζες να μειώσουν τον δανεισμό από τον ELA (Emergency Liquidity Assistance) που αντιστοιχεί σε περίπου 4,5 δισ. ευρώ ή μόλις στο 2% του συνολικού ενεργητικού στα τέλη Αυγούστου 2018, έναντι του τρομακτικού 21% του Αυγούστου 2015. Αξιοσημείωτο είναι δε ότι τρεις από τις έξι σημαντικές τράπεζες που παρακολουθούνται από τα Ενωσιακά Όργανα, έχουν αποπληρώσει πλήρως τον ELA. Οι Τράπεζες αυτές είναι: η Εθνική Τράπεζα, η Πειραιώς και λόγω της «παρουσίας» του εγκρατή Έλληνα τραπεζίτη Μιχάλη Σάλλα, και η Παγκρήτια Συνεταιριστική Τράπεζα.
Σε κάθε περίπτωση όμως, τώρα γνωρίζουμε «τι» πρέπει να λάβει χώρα. Η εμπειρία διδάσκει ότι πρέπει να τροποποιήσουμε τη συμπεριφορά μας. Τα «κόκκινα δάνεια» που περίπου αφορούν στο 50% του ΑΕΠ είναι πρόβλημα. Και είναι πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπισθεί! Πώς όμως πρέπει να αντιμετωπισθεί;
Η δημιουργία ενός ειδικού φορέα διαχείρισης «κόκκινων δανείων» (asset protection scheme) που συζητά η κυβέρνηση στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής για την αντιμετώπιση τους, επουδενί πρέπει να λάβει τη «δομή» Πιστωτικού Ιδρύματος, ήτοι Τράπεζας, ως «Bad Bank».
Μια τέτοια «εκδοχή» δεν είναι μόνο απαγορευτική σε βάρος του «κεφαλαιακού αποθέματος» του Δημοσίου, αλλά προσκρούει ευθέως ως κρατική βοήθεια σε αυστηρούς κανόνες του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου.
Αντιθέτως, για την επίλυση του σημαντικού προβλήματος των «κόκκινων» δανείων, μπορεί να συζητηθεί η συγκρότηση «εταιρείας ειδικού σκοπού» που θα εκδώσει ομόλογα τα οποία θα διατεθούν στους επενδυτές μέσω της δευτερογενούς αγοράς, με κρατικές εγγυήσεις. Η δημιουργία δηλαδή μιας αγοράς των NPΕs μπορεί να είναι λύση.
Σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις πρέπει να τελούν υπό παρακολούθηση, τηρουμένων όμως πάντοτε των εννόμων προϋποθέσεων του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
«μάθηση είναι η τροποποίηση της συμπεριφοράς ως αποτέλεσμα της εμπειρίας».
--------------------------------------------
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).