Ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας που ήταν ποιητής

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

Ο λόγος για τον Μιχαήλ Στασινόπουλο

       «Με τη γλυκειάν αυγούλα | χαρούμενο ξυπνώ | και στέλνω προσευχούλα | θερμή στον ουρανό. | Αξίωσέ με, Θεέ μου, | να ’μαι καλό παιδί | και πάντα χάριζέ μου | χαρά και προκοπή».

       Αυτό το μικρό ποίημα ήταν που μάς καλωσόριζε πρώτο πρώτο στη ζωή μας, όταν ανοίγαμε - μικρά παιδιά με τα μεγάλα μάτια μας - το Αναγνωστικό μας. Πολλά «μας» βάζω, γιατί τότε ήταν μικρός ακόμα ο Κόσμος για μας. Κι εκείνη τη στιγμή, είμασταν αντικριστά - εμείς κι αυτή η πρώτη σελίδα. Το ποίημα είχε τον τίτλο «Πρωινή προσευχή». Και μας καλούσε, με λέξεις ήδη γνωστές μας, να χαλαρώσουμε από το σφίξιμο που το προκαλούσε ο περίγυρος της τάξης με τα άγνωστα παιδιά, με τη δασκάλα, με τον μαυροπίνακα, και με τα χελιδόνια που πετούσαν ζωγραφισμένα στον τοίχο.

      Αυτό το μικρό ποίημα είχε και συνέχεια, που δεν την περιείχε το Αναγνωστικό: «Θεέ μου, σαν τα πουλάκια | χαρούμενο να ζω, | και τ᾿ άλλα τα παιδάκια | πολύ να τ᾿ αγαπώ. | Και στέλνε μου από πάνω | τη χάρη σου κι ευχή, | να σ᾿ έχω, σ᾿ ό,τι κάνω, | προστάτη και σκεπή». Αυτήν την άγνωστη συνέχειά του, δηλαδή όλο το ποίημα, θα το βρούμε όταν θα έχουμε μεγαλώσει πιά, ανάμεσα σε πολλά άλλα, παρόμοιά του, στο βιβλίο «Αρμονία - ποιήματα για τα παιδιά» (έκδοση 1956, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας»). Και, κάτι τελευταίο, το μικρό αυτό ποίημα βρισκότανε στο ξεκίνημα με τις πρώτες μελοποιήσεις του μικρού ακόμα Μίκη Θεοδωράκη. Βρείτε το και ακούστε το με τη Χορωδία της Λάρισας. Είναι τόσο ανεβασμένο μουσικά, που θα εκστασιαστείτε.

Ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας που ήταν ποιητής

      Γιατί όμως αφιερώσαμε ήδη δυό παραγράφους γι’ αυτούς τους απλοϊκούς στίχους; Επειδή ο άνθρωπος που το χέρι του και κυρίως η αντίληψή του και η καρδιά του πέρασε τέτοιους στίχους στη ζωή μας δεν ήταν μόνο ποιητής παιδικών ποιημάτων. Ήταν και ποιητής για μεγάλους. Για ένα πρώτο παράδειγμα θα φέρουμε εδώ το ποίημά του «Τ’ άλογο του σκακιού».

      Για όσους δεν ξέρουνε σκάκι, να πούμε δυό λόγια: Η κίνησή του μοιάζει με κεφαλαίο Γ. Αντίθετα όμως με τα υπόλοιπα κομμάτια του σκακιού, δεν εμποδίζεται από άλλα κομμάτια, δικά του ή αντίπαλά του, που βρίσκονται στον δρόμο του και μπορεί να υπερπηδάει πάνω από αυτά. Γι’ αυτό λέγεται άλογο. Όπως όλα τα κομμάτια, δεν μπορεί να μετακινηθεί σε τετράγωνο που υπάρχει κομμάτι ίδιου χρώματος. Αλλά μπορεί να πάει σε τετράγωνο εχθρικού κομματιού, εξουδετερώνοντάς το και βγάζοντάς το έτσι από τη σκακιέρα.

      Δείτε το ποίημα - κι όποιοι παίζετε σκάκι, χαρείτε το: «Προσεκτικό κι ασάλευτο, βουβό κι αφαιρεμένο, | στο μαύρο ή στ᾿ άσπρο, υπάκουο, πηδάει και περιμένει. | Στο μαύρο ή στ᾿ άσπρο, ασάλευτο, βαθιά συλλογισμένο, | το σκυθρωπό κι αμίλητο παιχνίδι λογαριάζει. | Μια κίνηση, άλλη κίνηση, μια σκέψη, κι άλλη σκέψη. | Τριγύρω οι ξύλινοί του εχθροί κι οι επίβουλοι σκοποί τους. | Τί να σκεφτεί, να σοφιστεί και τί να λογαριάσει; | Μες τα στενά τετράγωνα εσώθηκεν η σκέψη | κι έγινε πιά μονότονη και γνώριμη ἡ ζωή του. | Μια κίνηση, άλλη κίνηση, μια σκέψη, η ίδια σκέψη! | Το

Ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας που ήταν ποιητής

 

σιωπηλό παιχνίδι του μετρά και λογαριάζει, | μα όμως το ξέρει πως γραφτό σ᾿ όλη είναι τη ζωή του, | να ορμά μέσα στους ξύλινους εχθρούς του και να πέφτει, | στο μαύρο ή στ᾿ άσπρο, ηρωικά, κοντά στο βασιλιά του».

      Για ένα δεύτερο παράδειγμα ποιημάτων του για μεγάλους, ας πούμε εδώ λίγους στίχους από το ποίημά του «Κυριακή»:

      «Μια μικρούλα, μια φτωχούλα, μια ορφανή (όλα τα κακά της μοίρας της δηλαδή) και προδομένη | Κυριακή τ’ απόγευμά της λυπημένη το περνά. | Τον θυμάται, τον θυμάται πάντα μέσα στην καρδιά της | τον σκληρό, που ’ναι μακρυά της και την έχει ξεχασμένη. | Κυριακή. Έξω στο δρόμο τα κορίτσια σεργιανούν, | τα κορίτσια που αγαπιούνται κάθε μέρα, | τα κορίτσια που αγαπούνε κι είναι πάντα προδομένα. | Μα η μικρή, που ’χε αγαπήσει μια φορά, | πλάι στο παράθυρό της τον θυμάται και πονά. |…| Κυριακή. Ένα τραγουδάκι λένε τα παιδιά, | κι αντηχεί σαν κάποια θλίψη στην φτωχούλα της καρδιά | που ’ναι πιά συνηθισμένη | να ’ναι προδομένη».

      Και για τρίτο παράδειγμα διαλέγω ένα από τα καλύτερά του και με αυτό κλείνω τον κύκλο της αναφοράς μου στα ποιήματά του για μεγάλους. Λέγεται «Ο μικρός επαρχιώτης». Περιγράφει την μετάβαση στην εφηβεία, μέσα από «τη σκοτεινή μισογερμένη θύρα» μιας πόρνης:  

      « Έφερες στην πρωτεύουσα τα παιδικά σου μάτια | και τα κουμπιά και τα χρυσά σειρήτια του Λυκείου. | Έν’ άρωμα από λεμονιές κλειστές σε περιβόλια | κι απ’ τ’ άνθη στης Επισκοπής που ανθίζανε τον κήπο. | Κι ακόμα έφερες μια δειλή ψυχούλα, πληγωμένη | απ’ του διαβήτη τις γωνιές κι απ’ τους σκληρούς κανόνες. | Και τώρα πες μου πού θα πάς, κλεισμένος στα κουμπιά σου, | να δώσεις την ψυχούλα αυτή τη μαθηματική; | Τώρα φοβάσαι να κοιτάς απ’ τις γερμένες θύρες, | που μια κρυμμένη υπόσχεση κρατούν μες στη σκιά τους. | Φοβάσαι ακόμα (και τα μαύρα μάτια σου βουρκώνουν) | μη βρουν αστεία την άμαθη ψυχή σου και γελάσουν. | Μα εγώ το ξέρω. Κάποιαν ώρα ρόδινη του θέρους, | περνώντας απ’ τη σκοτεινή μισογερμένη θύρα, | στα φαγωμένα και παλιά σκαλιά θα ιδώ ριγμένο | (σαν πτώμα κάποιου που κρυφά σκοτώσανε τη νύχτα) | ένα χιτώνιο παιδικό με τα χρυσά σειρήτια».

Ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας που ήταν ποιητής

      Εμένα όμως προσωπικά, με παρασέρνουν - και με κάνουν να τον θαυμάζω σαν αναπάντεχο ποιητή - τα παιδικά του. Και νά, άλλο ένα. Λέγεται «Προσευχή για τ᾿ άστεγα παιδιά»: «Στο μαλακό κρεβάτι μου, λευκό μου προσκεφάλι, |\τί όμορφα που ’ναι απάνω σου να γέρνω το κεφάλι, | την ώρα που έξω η βροχή λυσσά κι όλοι οι ανέμοι | κι αχ! πώς φοβάται η μικρή καρδούλα μου και τρέμει! | Μα ξέρω, Θεέ μου, πως αλλού κι άλλα παιδάκια θα ’ναι, | που πεινασμένα και γδυτά κι έρημα θ᾿ αγρυπνάνε | και που δεν θα ’χουν μαλακό κι ολάσπρο προσκεφάλι, | το νυσταγμένο και βαρύ να γείρουνε κεφάλι. | Αχ! κάνε, Θεέ μου, στο εξής, σ᾿ όλη την οικουμένη, | παιδί ορφανό κι αστέγαστο κανένα να μη μένει. | Κι όπου δεν έχουν τα φτωχά
να γείρουν το κεφάλι, | στέλνε με τ᾿ αγγελούδι σου κι από ’να προσκεφάλι». Αυτόν τον ποιητή, που (ιδίως με τέτοιους στίχους του «για παιδιά») μου θυμίζει έντονα την ευαισθησία του Βιζυηνού, θα τον αντιπαραβάλω με τον άλλο του «εαυτό» και θα πασχίσω πολύ για να βρω κάποιο κοινό σημείο αναφοράς. Πείτε μου κι εσείς, εάν φαντάζεστε ότι, πίσω από τον ποιητή που αναφέραμε μέχρι τώρα, βρίσκεται κάποιος, που κάθε άλλο παρά θυμίζει ότι γράφει στίχους;    

      Ήτανε ταυτόχρονα ένας ανώτατος δικαστικός κι ένας πολιτικός, ένας πανεπιστημιακός καθηγητής κι ένας ακαδημαϊκός. Το αποκορύφωμά του; Διετέλεσε πρώτος πρόεδρος της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας - πριν από τον Κωνσταντίνο\Τσάτσο, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή,  τον Χρήστο Σαρτζετάκη, τον Κωστή Στεφανόπουλο, τον Κάρολο Παπούλια, τον Προκόπη Παυλόπουλο, και την τωρινή Κατερίνα Σακελλαροπούλου.    

      Το όνομά του παρέμεινε ίδιο και απαράλλακτο, όπως τότε που ήταν κάτω από εκείνο το ποιηματάκι του Αναγνωστικού. Βρίσκουμε το ίδιο όνομα κάτω από τις υπογραφές που έχει βάλει με το κάθε αξίωμά του, σαν πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας, σαν υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σαν πρύτανης στην Πάντειο, σαν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και μετά πρόεδρός της. Παντού και πάντα το ίδιο όνομα: Μιχαήλ Στασινόπουλος.

      Κι όμως, απ’ όλα αυτά τα ανώτερα και σπουδαιότερα - μιας γεμάτης ζωής ακόμα και στα χρόνια του (πέθανε το 2002 σε ηλικία 99 ετών) το όνομά του θα μείνει μόνο σαν όνομα ποιητή (κυρίως κάτω από την παιδική ποίησή του) και σαν ιστορικό πρόσωπο, κάτω από την άρνησή του να κατοχυρώσει νομικά τη Χούντα.

      Πράγματι, ο Μιχαήλ Στασινόπουλος ήταν πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας από το 1966 έως το 1969, οπότε και αποπέμφθηκε, δηλαδή υποχρεώθηκε σε παραίτηση, επειδή, συνεπής με τις αρχές ενός υψηλού ήθους δικαστή, εξέδωσε απορριπτική απόφαση για τη νομιμότητα του δικτατορικού καθεστώτος. Γι’ αυτήν την ενεργή αντίθεσή του στα έργα και στις μέρες των επίορκων στρατιωτικών, την ίδια εκείνη χρονιά 1969 αλλά και την επόμενη 1970, προτάθηκε δυό φορές από τους Γάλλους για το Νόμπελ Ειρήνης. Και σ’ εμάς τους Έλληνες, η απόλυσή του από τους συνταγματάρχες της δικτατορίας έγινε τιμητικός τίτλος - για να εκλεγεί το 1974 από τη/Βουλή παμψηφεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

      Όσο για τον τρόπο που είχε στη δημιουργία των μικρών ποιημάτων του «Αγνότητα ψυχική, κάτι σαν αθωότητα παιδική, αποπνέει η ποίηση του Μιχαήλ Στασινόπουλου» γράφει ο Βαγγέλης Στεργιόπουλος. Ας δούμε μερικά τέτοια ποιήματά του. Και πρώτα απ’ όλα, το παιχνιδιάρικο «Μαργαρίτα» που έχει μελοποιηθεί και από τον Χρήστο Χαιρόπουλο και από τον Μίκη Θεοδωράκη:

      «Η μικρούλα η μικρή | Μαργαρίτα | να διαβάσει δεν μπορεί | άλφα βήτα. | Στα ματάκια της κυλά | ένα δάκρυ, | το βιβλίο της πετά | σε μιαν άκρη. | Το ποδάρι της χτυπά | και φωνάζει, | την κοιτάζουν τα παιδιά, | κάνουν χάζι. | Να διαβάσει δεν μπορεί | άλφα βήτα, | αχ τί άταχτο παιδί | Μαργαρίτα!»

      Μετά, το γνωστό του «Χειμώνας στο χωριό» που υπήρχε στο Αναγνωστικό - αν θυμάμαι καλά - της Τρίτης Δημοτικού, με τίτλο, σκέτο «Χειμώνας»:

      «Στο χωριό με τ’ άσπρα σπίτια | ήρθε η χειμωνιά. | Μαζευτήκαν τα σπουργίτια | και ζητούν ζεστή γωνιά. | Έξω απ’ του χωριού τα σπίτια | ήρθε η χειμωνιά. | Τα κλαριά δεν έχουν φύλλα, | σπόρος πουθενά. | Μες στο τζάκι ανάψαν ξύλα | κι έξω το πουλί πεινά. | Τα κλαριά γυμνά από φύλλα, | σπόρος πουθενά. | Το καλό παιδί θ’ ανοίξει | τότε, τί χαρά! | και τα ψίχουλα θα ρίξει | στα πουλάκια τα μικρά. | Το θολό τζάμι θ’ ανοίξει | τότε, τί χαρά! | Μια και δυό θα φτερουγίσουν | μέσα στην αυλή,  | την κοιλιά τους θα γεμίσουν | και χαρούμενα πολύ | για τα ξένα θα κινήσουν | - ώρα τους καλή!»

       Μεταφράζει και εντάσσει στα παιδικά ποιήματά του, ακόμα και Βίκτωρα Ουγκώ:    «Τα μάτια μου ήταν στο βαθύ σκοτάδι βυθισμένα. | Το Χάος, δίχως σύνορο, μήτε βυθό κανένα, | ασάλευτο κι ατέλειωτο και σκοτεινό απλωνόταν. | Μέσα στα σκότη,

Ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας που ήταν ποιητής

εκεί βαθιά στην Άβυσσο εφαινόταν | μακρυά, πολύ μακρυά,  ο Θεός | - κι έφεγγε σαν αστέρι. | Κι είπα: «Ψυχή μου, θάπρεπε γιγάντιο να ’χες χέρι , | ένα μεγάλο και γερό, γεφύρι για να χτίσεις | πάνω σε τόξα αρίθμητα κι απάνω να πατήσεις | για να διαβείς την Άβυσσο, το Χάος που σε χωρίζει | απ’ το Θεό, που αντίκρυ μας στα σκότη λαμπυρίζει. | Μ’ αλλοίμονο, δεν το μπορεί κανείς, Απελπισία!» | Ξάφνου, σαν όραμα λευκό, σαν οπτασία, | μες στης Αβύσσου εστάθηκεν αντίκρυ μου την άκρη! | Στο πρόσωπό της έλαμπε παράξενα ένα δάκρυ, | παρθενικό είχε πρόσωπο και χέρια παιδιακίσια | και, καθώς τάπλεκε, έμοιαζαν σαν να φεγγοβολούνε. | Μούδειξε εμπρός την Άβυσσο τη σκοτεινή σαν πίσσα, | που χάνονται οι αντίλαλοι στα βάθη της και σβηούνε, | και μου ’πε: «Το γεφύρι, αν θες, εγώ για σένα φτιάνω | και την θλιμμένη σου  οδηγώ προς το Θεό ψυχή». | Εσήκωσα τα μάτια μου στην άγνωστή μου απάνω. | «Ποιό τ’ όνομά σου;» ρώτησα. | Και μου ’πε: «Προσευχή».  

      Από τα εφτά συμβουλευτικά τετράστιχα που παραθέτει με τίτλο «Από ανθό σε ανθό», διαλέγω έναν ανθό: «Ποτέ μην κρίνεις κι αυστηρός ποτέ σου μη φανείς. | Το ελάττωμά του έχει καθείς κι εσύ έχεις το δικό σου. | Κοίτα τα ξένα σφάλματα πάντα να συγχωρείς | και κοίτα να ’σαι αμείλικτος κριτής στον εαυτό σου».

      Παραφράζει Αίσωπο και μετατρέπει τους μύθους του σε ποιήματα για παιδιά. Δείτε ένα, με θέμα η εκμετάλλευση της ανάγκης «Η Αλεπού Γιατρός»: «Στα κλωσσοπούλια έπεσε γρίπη, | θέλουν γιατρό, μα γιατρός λείπει. | Τόμαθε η Αλούπω η κυρά | και τα λυπήθηκε βαριά. | -Τα γιατρικά μου θα μαζέψω | και τρέχω ευθύς να τα γιατρέψω. | -Πώς είστε, ορνίθια μου καλά, τί νιώθετε, πού σας πονά; | Και της απάντησαν κι εκείνα: | -Είμαστε μια χαρά και φίνα. | Και θάμαστε και πιο καλά, | αν μας αδειάσεις τη γωνιά». Και κοιτάχτε κι ένα άλλο, με θέμα το δίκιο του ισχυροτέρου «Ο Λύκος και τ’ Αρνί»: «Στον κάμπο το μικρό τ’ αρνάκι βγαίνει | κι ωιμένα, με το λύκο συντυχαίνει. | Κι ο λύκος που τ’ ορέχτη στη στιγμή, | να τούβρει αμάχη θέλει κι αφορμή. | - Ξέρεις, του λέει, πως πέρσι τέτοια μέρα, | βρισιά μεγάλη μου ’πες και φοβέρα; | - Πέρσι; του λέει τ’ ανήλικο τ’ αρνί, | μα πέρσι εγώ δεν είχα γεννηθεί! | - Ναι, μα στο ξένο βόσκεις το λιβάδι | κι απ’ την πηγή μου πίνεις πρωί βράδυ. | - Μα δε βοσκάω, δεν πίνω ούτε νερό, | μονάχα γάλα πίνω, είμαι μικρό. | - Τότε λοιπόν σε τρώω δίχως κρίσεις. | Να μάθεις να μου δίνεις απαντήσεις».                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

      Και κλείνω με μια συγκινητική ανάμνηση του ίδιου του Μιχαήλ Στασινόπουλου, που την είχε μετατρέψει σε παιδική του αντίληψη. Τίτλος της «Εκκλησούλα»:

      «Την εκκλησούλα τη μικρή, | πονετικά που ’χε γνωρίσει | κάθε μας μέρα θλιβερή, | την εκκλησούλα τη μικρή | την έχουν τώρα πιά γκρεμίσει! |Δίχως πολύχρωμα γυαλιά | και χρυσοστόλιστες κολώνες, | παρηγοριάς ήταν φωλιά | με τα καντήλια τα παλιά | μπροστά στις γνώριμες εικόνες. | Κι αξέχαστη είναι η ταπεινή | και φτωχική της καμπανούλα, | που μας καλούσε ορθρινή | με τη λεπτή της τη φωνή | στη γκρεμισμένη πιά εκκλησούλα. | Μα μια εκκλησιά τώρα λαμπρή | στην ίδια θέση έχουνε χτίσει, | που μοιάζει σα να καρτερεί, | όλη χρυσάφι και κερί, | ναρθεί. ο παπάς να λειτουργήσει. | Έχει πολύχρωμα γυαλιά και πολυέλαιους στη μέση - | μα δεν ξεχνούμε την παλιά, | παρηγοριάς που ’ταν φωλιά | κι όλους μας τόσο είχε πονέσει».

 

Ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας που ήταν ποιητής 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ