ΑΠΟΨΕΙΣ
Το λαθεμένο του πάπα
Σύμφωνα με την Καθολική Θεολογία, υπάρχουν αρκετές έννοιες σημαντικές για την κατανόηση της αλάθητης θείας αποκάλυψης
Τον τίτλο του πάπα τον συναντάμε, για πρώτη φορά, όχι εκεί στη Δύση που πάει ο νους μας, αλλά εδώ στην Ανατολή! Απίστευτο - κι όμως ανατολικό!
Σ’ αυτή λοιπόν τη μεριά την ανατολική, του τότε γνωστού Κόσμου, έτσι λέγονταν όλοι οι επίσκοποι, δηλαδή οι προϊστάμενοι των χριστιανών, στις αρχές του 2ου Αιώνα. Κι αυτό συνέβη γιατί πάπας σημαίνει «πατέρας» αλλά στα…ελληνικά και όχι στα ρωμαϊκά, όπως πάλι λανθασμένα το νομίζουμε (πάππας, με δύο π, ήταν αρχαιοελληνική παιδική λέξη, όπως σήμερα λέμε μπαμπάς).
Μετά απ’ αυτή τη διόρθωση στη γνώση - και γι’ αυτό και στη λαθεμένη μας αντίληψη - για το πού πρωτακούστηκε η ονομασία του πάπα, ας πάμε τώρα πέρα εκεί που τη βρίσκουμε στις μέρες μας: Στη Ρώμη. Σ’ αυτήν τη μεγάλη κοσμοκράτειρα πόλη, πρώτος ο επίσκοπος Κηρύκιος πήρε τον τίτλο του πάπα το 384. Δηλαδή, πολύ μετά από τους άλλους επισκόπους που είχαν προηγηθεί στην Ανατολή. Από τον 8ο Αιώνα και έως στα χρόνια μας, ο τίτλος αυτός πέρασε και παρέμεινε αποκλειστικό δικαίωμα του πάπα της Ρώμης που έγινε ο Πάπας (με κεφαλαίο γράμμα) στη Δύση.
Γιατί μας ενδιαφέρουν όλα αυτά; Γιατί πέρα από το όνομα, αλλά και τις διάφορες δογματικές διαφορές που έχουν καθιερώσει οι καθολικοί ως ανάχωμα απέναντι στους ορθοδόξους, στους προτεστάντες, στους μονοφυσίτες και στους κάθε λογής άλλους Χριστιανούς, ενοχλεί και το περίφημο «αλάθητο του Πάπα». Μπορεί ο όρος αυτός να καθιερώθηκε στην Πρώτη Σύνοδο του Βατικανού, στα χρόνια 1869 με1870, σχετικά πρόσφατα δηλαδή, αλλά είχε υποστηριχθεί και πριν απ’ αυτήν, αφού υπήρχε ήδη στην μεσαιωνική θεολογία και αφού ήταν και γνώμη της πλειοψηφίας, στην εποχή που γινόταν η αντιμεταρρύθμιση, η προσπάθεια δηλαδή αντίδρασης των παπικών στους κάθε λογής διαμαρτυρόμενους – που τότε ήταν όνομα και πράγμα.
Ο Πάπας Πίος Θ΄ (1846–1878), κατά το ποντιφικάτο του οποίου οριστικοποιήθηκε δογματικά το δόγμα του Αλάθητου του Πάπα από την Πρώτη Σύνοδο του Βατικανού.
Σύμφωνα με την Καθολική Θεολογία, υπάρχουν αρκετές έννοιες σημαντικές για την κατανόηση της αλάθητης θείας αποκάλυψης: Η Αγία Γραφή, η Ιερά Παράδοση, και η Διδασκαλία της Εκκλησίας. Οι αλάνθαστες διδασκαλίες του Πάπα είναι μέρος αυτής της Διδασκαλίας, που αποτελείται από τις Οικουμενικές Συνόδους και από τη «συνήθη και γενική διδασκαλία». Έτσι, το παπικό αλάθητο πρέπει να βασίζεται, ή τουλάχιστον να μην έρχεται σε αντίθεση με την Ιερά Παράδοση ή με την Αγία Γραφή.
Το Αλάθητο του Πάπα είναι ένα δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας που αναφέρει ότι, σύμφωνα με την υπόσχεση του Ιησού προς τον Πέτρο, ο Πάπας προστατεύεται από την πιθανότητα λάθους «όταν, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως ποιμένας και διδάσκαλος όλων των Χριστιανών, δυνάμει της ανωτάτης αποστολικής του εξουσίας, καθορίζει ένα δόγμα σχετικά με την πίστη ή με την ηθική που πρέπει να τηρείται από όλη την Εκκλησία». Το αλάθητο λοιπόν βασίζεται σ’ έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους των Καθολικών, που κατά την χριστιανική παράδοση λέγεται λίθος, πέτρα: Αυτό το θέμα της υπεροχής του Πέτρου, που κληρονομεί ο εκάστοτε Πάπας, καθώς και την εξουσία του, ότι δηλαδή είναι το μόνο αρμόδιο όργανο να κρίνει τι είναι αποδεκτό στην επίσημη πίστη της Καθολικής Εκκλησίας. Η ανακήρυξη του παπικού αλάθητου πραγματοποιήθηκε στις 18 Ιουλίου 1870. Από εκείνη τη στιγμή όμως, το μόνο παράδειγμα διατάγματος από καθέδρας πραγματοποιήθηκε το 1950, όταν ο Πάπας Πίος ΙΒ΄ όρισε την Κοίμηση της Θεοτόκου ως άρθρο της πίστης. Εντούτοις, το Αλάθητο προβάλλεται έως τις μέρες μας και ισχύει πάντα.
Κι όμως μετά από σχετική έρευνα, ήρθε η ώρα να παρουσιάσουμε το λαθεμένο του πάπα, με μικρό το π αυτήν την φορά. Κι ας ξεκινήσουμε από το Πρωτείο του Πέτρου, που αυτό επικαλείται και πάνω σ’ αυτό βασίζεται η παπική εξουσία σαν αντιπρόσωπος του εν Χριστώ Θεού επί της Γης και σαν διάδοχος αποστολική προώθηση της χριστιανικής πίστης. Το θέμα αυτό το αναφέρει από τους τέσσερεις ευαγγελιστές μόνο ο Ματθαίος, με τα εξής λόγια: «Ελθών δε ο Ιησούς εις τα μέρη Καισαρείας της Φιλίππου, ηρώτα τους μαθητάς αυτού λέγων - τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου; Οι δε είπον - οι μεν Ιωάννην τον βαπτιστήν, άλλοι δε Ηλίαν, έτεροι δε Ιερεμίαν, ή ένα εκ των προφητών. Λέγει αυτοίς - υμείς δε τίνα με λέγετε είναι; Αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος είπε - συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος. Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτώ - μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής. Και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών…»
«Τας κλεις». Τα κλειδιά δηλαδή. Απ’ αυτήν την τελευταία φράση έχει προκύψει ο Πέτρος να είναι και κλειδοκράτορας μπροστά στις πύλες της άλλης μας ζωής. Και παρακάτω ο Ματθαίος αναφέρει (ιθ΄18) τον απόστολο Πέτρο να λέει στον Κύριο εκ μέρους όλων των μαθητών: «Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθησάμεν σοι. Τί άρα έσται ημίν; Ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς - αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ». Εδώ γίνεται ξεκάθαρο, όμως, ότι ο Ιησούς βάζει τους δώδεκα αποστόλους στο ίδιο επίπεδο απόλυτης ισότητας και καμιά ιδιαίτερη τιμή δεν αποδίδει στον Πέτρο.
Ο Πέτρος σε Καθολική απεικόνιση
Είναι ανεξήγητο ένα τόσο σημαντικό γεγονός να το παραβλέπουν οι υπόλοιποι ευαγγελιστές. Ο ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρει τον διάλογο Ιησού Χριστού και Πέτρου, αλλά δεν δίνει αυτή τη λεπτομέρεια, ότι δηλαδή ο Χριστός ανακήρυξε τον Πέτρο επικεφαλής των Αποστόλων. Ο Λουκάς τηρεί την ίδια σιγή στο θέμα. Ο Ιωάννης στο δικό του ευαγγέλιο και στις επιστολές του ποτέ δεν αναφέρει κάτι σχετικό για την εξαιρετική τιμή και το προνόμιο στο πρόσωπο του Πέτρου. Ο Απόστολος Παύλος και, τέλος, ο ίδιος ο Απόστολος Πέτρος δεν κάνουν την παραμικρή μνεία στο συγκεκριμένο ζήτημα. Έτσι δεν
εξάγεται, κυρίως από οποιαδήποτε άλλα λόγια του ίδιου του Κυρίου, η ηθελημένη ερμηνεία της Παπικής Εκκλησίας.
Ο Πέτρος σε Ορθόδοξη απεικόνιση
Λίγες μέρες μετά την ωραία εκείνη ομολογία του Πέτρου, οι μαθητές ρωτάνε τον Ιησού: «Ποιός άραγε θα είναι ο μεγαλύτερος στη Βασιλεία των Ουρανών;» Ο Ιησούς δεν απαντά ότι ο μεγαλύτερος θα είναι ο Πέτρος, αλλά προσκαλεί ένα παιδί και, δείχνοντάς το, τους λέει ότι εκείνος που θα ταπεινώσει τον εαυτό του όπως αυτό το παιδί, εκείνος θα είναι ο μεγαλύτερος στη Βασιλεία των Ουρανών. Υπήρξε ο Πέτρος ο ίδιος ή κανείς Πάπας σαν εκείνο το παιδί;
Ένας που ξεχώρισε αργότερα στη Δύση, ο Αυγουστίνος (που οι Καθολικοί τον λένε άγιο και οι Ορθόδοξοι τον λεν ο ιερός Αυγουστίνος) θα αναφέρει ότι «οι Κορίνθιοι (οι χριστιανοί της Κορίνθου εννοεί) είχανε διχαστεί και έριζαν για το ποιός απόστολος ήταν ανώτερος των άλλων, ώστε πάνω σε αυτόν να στηρίξουν την πίστη τους. Έλεγαν λοιπόν «εγώ είμαι του Παύλου ή εγώ είμαι του Κηφά (δηλαδή του Πέτρου)». Άλλοι όμως, μη θέλοντας να οικοδομήσουν την πίστη τους στο όνομα του Πέτρου αλλά του Παύλου, ήθελαν όχι το όνομα του Πέτρου αλλά του ίδιου του Ιησού Χριστού ως βάση και θεμέλιο - για να στηριχθεί και ο Πέτρος πάνω στην πέτρα και όχι η πέτρα (δηλαδή η χριστιανική πίστη) στον Πέτρο». Αυτά θα είναι τα λόγια του Αυγουστίνου. Ο Αντρέ Μπουριέ στο σύγγραμμά του «Συ ει Πέτρος» ανατρέπει την κυριότερη δοξασία των ομόθρησκών του περί πρωτείου και αναφέρει: «Σαράντα Πατέρες της Εκκλησίας και εκκλησιαστικοί συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και δέκα Πάπες, συμφωνούν με τον Άγιο Αυγουστίνο, ότι «πέτρα» είναι η πίστη του Αποστόλου Πέτρου στον Ιησού Χριστό».
Ο ευαγγελιστής Μάρκος διηγείται μια άλλη σκηνή μετά την ομολογία του Πέτρου, που αποδεικνύει πολύ έκδηλα ότι οι απόστολοι δεν αναγνώριζαν τον Πέτρο ως αρχηγό τους. Όταν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης ζήτησαν από τον Κύριο το προνόμιο, όταν έλθει στη Βασιλεία του, να καθίσουν ο ένας στα δεξιά Του και ο άλλος στα αριστερά Του, ο Ιησούς αποκρίθηκε ότι δεν γνωρίζουν τι ζητούν (Μαρκ. ι΄ 36-38). Ο Πέτρος δεν προέβαλε καμία ένσταση, ότι τάχα αυτός είναι ανώτερος από τους δυό γιούς του Ζεβεδαίου, αντίθετα αγανάκτησε κι αυτός μαζί με τους άλλους εννιά αποστόλους για την υπερφίαλη και άτοπη αξίωση των δύο αδελφών. Το γεγονός ετούτο αποδεικνύει εξόφθαλμα ότι ούτε ο Πέτρος ούτε κανείς άλλος από τους αποστόλους έλαβε από τον Ιησού οποιαδήποτε ανωτερότητα. Η αγανάκτησή τους φανερώνει ότι όλοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ίσους. Και η ίδια η απάντηση του Κυρίου δείχνει ότι και στο μέλλον όπως και στο παρόν η προνομιούχα θέση δεν θα δοθεί σε κανέναν απ’ αυτούς, αφού ο Ιησούς θα έμενε κοντά τους «πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.κη΄20).
Επομένως, Εκείνος δεν ύψωσε ποτέ κάποιον από τους μαθητές του πάνω από τους υπόλοιπους. Αποκαλυπτικό είναι το ευαγγελικό χωρίο (Ματθ.κγ΄8-12): «Υμείς δε μη κληθήτε Ραββί. Εις (Ένας) γαρ εστίν ο διδάσκαλος, ο Χριστός. Πάντες δε υμείς αδελφοί έστε… Όστις υψώσει εαυτόν ταπεινωθήσεται, και όστις ταπεινώσει εαυτόν υψωθήσεται».
Τα λόγια αυτά καταδικάζουν όλους τους τίτλους του Πάπα της Ρώμης: «Αλάνθαστος», «Ανώτατος», «Ποντίφηξ», «Πατήρ πάντων των πιστών», κ.α.
Μιας και αναφέραμε τον τίτλο «Ποντίφιξ», ας προσθέσουμε λίγες ακόμη λέξεις για το ονομαζόμενο ποντιφικάτο του Πέτρου στη Ρώμη που λένε οι Καθολικοί ότι διήρκησε εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια και ότι, απ’ αυτόν τον κορυφαίο απόστολο και μετά, υπάρχουν στο ίδιο μέρος οι διαδοχικοί πάπες. Μια πρώτη ερώτηση είναι: «Πήγε άραγε κάποτε ο Πέτρος στη Ρώμη;» Η απάντηση είναι ίσως, αλλά αυτό παραμένει αβέβαιο. Εκείνο όμως που είναι σίγουρα βέβαιο, είναι ότι ο ο Πέτρος δεν έμεινε ποτέ στη Ρώμη για εικοσιπέντε χρόνια, όπως ισχυρίζονται οι Παπιστές.
Η παράδοση λέει ότι ο Σίμων που ονομάστηκε στα ελληνικά Πέτρος όπως και ο Σαούλ που ονομάστηκε στα ρωμαϊκά Παύλος πέθαναν το 66ο έτος. Σύμφωνα με τα λεγόμενα στις Πράξεις των Αποστόλων, ο Πέτρος άσκησε το ποιμαντικό του έργο στα Ιεροσόλυμα, στην Καισάρεια και στην Αντιόχεια μέχρι το 54ο έτος. Απομένουν, λοιπόν, δώδεκα χρόνια για την Ρώμη, αλλά - απ’ ό,τι φαίνεται - κι αυτά τα έζησε αλλού. Γιατί ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας το 57 ή το 58 την επιστολή του «Προς Ρωμαίους», χαιρετίζει ονομαστικά είκοσι επτά πρόσωπα, αλλά δεν αναφέρει καθόλου τον Πέτρο ανάμεσά τους. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι, εάν ο κορυφαίος αυτός Απόστολος κατοικούσε εκείνη την περίοδο στην Ρώμη, ο Παύλος θα μιλούσε γι’ αυτόν. Και, αν πάμε πέντε-έξη χρόνια αργότερα, στα έτη 62 και 63, ο Παύλος βρισκόταν στη Ρώμη και από κει έγραψε στις διάφορες Εκκλησίες. Εξιστορεί σ’ αυτές τι έκανε και τι είδε, αλλά ούτε μια λέξη για τον Πέτρο. Ακόμα και στον ίδιο τον χρόνο του θανάτου του, πριν μαστιγωθεί και αποκεφαλιστεί, φυλακισμένος το 66, ο Παύλος έγραφε από την Ρώμη στον φίλο του τον Τιμόθεο, διηγούμενος την απομόνωσή του, και τον χαιρετούσε εκ μέρους του Ευβούλου, της Πούδης, του Λίνου, της Κλαυδίας, και όλων των αδελφών, ο Πέτρος δεν αναφέρεται. Τί έκανε; Πού ήταν; Δεν το ξέρουμε, αλλά είναι ολοφάνερο ότι δεν βρισκόταν στην Ρώμη. Και επιπλέον, δεν ήταν περισσότερο από μας «Πάπας».
Είναι χαρακτηριστικό ότι πολύ αργότερα, στα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα, όταν στη Δύση ο πάπας πάλευε να επικρατήσει σε ανυπότακτους επισκόπους, ο Καρλομάγνος έχοντας εκθρονίσει κάποιους άλλους βασιλιάδες και έχοντας ανάγκη άλλου είδους ηγέτη για να του νομιμοποιήσει τον σφετερισμό αυτό, βρήκε τον πάπα της εποχής του πρόθυμο. Έτσι ο θρησκευτικός αρχηγός έγινε και πολιτικός αρχηγός, δίνοντας την ευλογία του και παίρνοντας ως αντάλλαγμα αυτό, που έκτοτε ονομάζεται «κληρονομική διαδοχή του Αγίου Πέτρου».
Με σκοπιμότητες σαν αυτές, οι πάπες έγιναν παγκόσμιοι επίσκοποι και υψώθηκαν πάνω από όλους τους αρχηγούς λαών. Για να εδραιώσουν τον κοσμικό χαρακτήρα τους πάνω από τον πνευματικό, χρειάστηκε να παραβιάσουν τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και των Αποστόλων και στη θέση της να βάλουν ψεύτικες διδασκαλίες. Αυτή η εκκοσμίκευση φάνηκε στην ίδρυση του κράτους του Βατικανού. Η δικαιολογία της ανακήρυξης του Παπικού Κράτους ήταν στα εξής λόγια: «Ο επί της Γης αντιπρόσωπος του Θεού δεν δύναται να είναι υπήκοος επίγειου κράτους». Ο Χριστός ήταν υπήκοος επίγειου κράτους, ο Πάπας δεν μπορεί να είναι! Η παπική εξουσία συνιστά θεοκρατία, ταύτιση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο. Σήμερα θεοκρατικά κράτη είναι το Βατικανό και το Ιράν.
Όμως, ας δούμε εάν ο ίδιος ο Πέτρος του μακρινού καιρού θεωρούσε τον εαυτό του επίτροπο στον εν Χριστώ Θεό όπως οι πάπες. Μέσα στη βιογραφία του, μέσα στους λόγους του, μέσα στις επιστολές του, πουθενά δεν κάνει τον παραμικρό υπαινιγμό για κάτι τέτοιο. Στις επιστολές του αυτοαποκαλείται απόστολος και δούλος του Ιησού Χριστού και καυχιέται μόνο ότι είναι παλιός μαθητής, όπως και οι άλλοι.
Τώρα, όσον αφορά στο Αλάθητο του Πάπα, που ήρθε πριν ενάμισι αιώνα να προστεθεί στα άλλα ψέματα, θα αναφέρουμε μονάχα ένα γεγονός, που το ανατρέπει: Στις μέρες του, ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ «τροποποίησε» τον πάπα Παύλο ΣΤ΄, που παλιά, στην εγκύκλιό του, παραδεχόταν «σαν τελευταία λύση» την προσφυγή «στον ένοπλο αγώνα ενάντια σε μια φανερή και παρατεταμένη τυραννία». Ένα νέο ντοκουμέντο από τον μεταγενέστερο πάπα, που δόθηκε στη δημοσιότητα από το Βατικανό, ήρθε να τροποποιήσει αυτήν την αρχή, λέγοντας ότι «είναι προτιμότερη η παθητική αντίσταση, γιατί ταιριάζει περισσότερο στις ηθικές αρχές».
Για Λαθεμένο του Πάπα θα μιλάμε τώρα; - λέω κι εγώ παραλλάσσοντας γνωστό στίχο του Καβάφη.