ΑΠΟΨΕΙΣ
«Κρήτη μου, όμορφο νησί, κλειδί του Παραδείσου…»
Όλοι τους βρέθηκαν με σεβασμό αλλά πιο πολύ με δέος για τη συγκλονιστική δημιουργική ύπαρξή του, μπροστά στον τάφο του Γιάννη Μαρκόπουλου και όχι ολόγυρά του.
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Στην Πάνω Κρήτη, στην Κρυφή Πατρίδα όπως την αναφέρει ο Νίκος Καζαντζάκης, βρήκαν τον Γιάννη Μαρκόπουλο το πρωί του περασμένου Σαββάτου οι συμπατριώτες του, οι Ιεραπετρίτες της Αθήνας. Πιο κοντά του δεν είχαν έρθει ποτέ τους, ούτε ακόμα και στις συναυλίες του. Τους ένωσε όμως ένα τραγούδι, ένα τραγούδι του, που έβγαινε από τα χείλη όλων με την ηχητική συνοδεία της λύρας και του λαγούτου:
«Κρήτη μου όμορφο νησί, κλειδί του Παραδείσου…» τραγούδαγαν όλοι τους. Και για πρώτη τους φορά, ξέρανε όλοι τους ακριβώς τί τραγουδούσαν. Την ώρα εκείνη, δεν ήταν ένα τραγούδι που πάντα τούς γέμιζε περηφάνια επειδή αναφερόταν στον τόπο τους, τον αγαπημένο τους, που τον κλείνει η θάλασσα. Στα λόγια που τα δημιούργησε ο ίδιος ο Γιάννης Μαρκόπουλος που τώρα ήταν ακίνητος δίπλα τους μέσα στο χώμα, οι διαφορετικές φωνές ενώνονταν χάρη στο άκουσμα που περιέχει ένα τραγούδι. Αλλά αυτό που ένιωθαν μέσα στον καλοκαιρινό αέρα ήταν μια στιγμιαία βέβαια, αλλά σε άλλου είδους διάρκεια ψυχική παλίρροια, μια πλημμυρίδα πριν την άμπωτη, που τους σήκωνε και τους έφερνε στην Πάνω Κρήτη, όπου το τραγούδι το παίζει ο ίδιος πάνω στο πιάνο του με την αλλοτινή μουσική του και τους αλλοτινούς στίχους τους δικούς του: «Κρήτη μου, όμορφο νησί, κλειδί του Παραδείσου! Θεριό ανήμερο εσύ, βγες να σε χαιρετήσουν! Κρατάς δεξιά μιαν ήπειρο, αριστερά μιαν άλλη, τους παίζεις τη βροντόλυρα για να χορέψουν πάλι. Όταν σε βλέπω στέκομαι, το μπόι χαμηλώνω, το βούισμά σου γεύομαι, κι απ' τις φωνές σου λιώνω. Αντάρα πιάνει στα βουνά, τ' αγρίμια δίνουν όξω. Κι όταν αστράφτει και βροντά, βγαίνεις Ουράνιο Τόξο! Κρατάς δεξιά μιαν ήπειρο, αριστερά μιαν άλλη, τους παίζεις τη βροντόλυρα για να χορέψουν πάλι».
Όλοι τους βρέθηκαν με σεβασμό αλλά πιο πολύ με δέος για τη συγκλονιστική δημιουργική ύπαρξή του, μπροστά στον τάφο του Γιάννη Μαρκόπουλου και όχι ολόγυρά του. Σ’ έναν τάφο μαρμάρινο, απέριττο μες στη λευκότητά του, που επάνω του ήταν χαραγμένο μονάχα το όνομά του. Δεν είχε πουθενά το σύμβολο του σταυρού, κάτι που το πρόσεξε μόνο ο ιερέας που έκανε την επιμνημόσυνη δέηση, γιατί ο δικός του συμβολισμός υψωνόταν στα μάτια όλων σαν γλυπτό που σχημάτιζε ορθή γωνία με τον τάφο και είχε το ίδιο μήκος με αυτόν και το ίδιο υλικό. Ήταν το γλυπτικό δημιούργημα ενός φίλου του και παριστάνει άνθρωπο που δείχνει με το απλωμένο χέρι του τον ουρανό. Παράλληλες γραμμές όμως είναι ενσωματωμένες στο στήθος του, που αναπαριστούν χορδές μουσικού οργάνου και γι’ αυτό η προέκταση του σώματος με το ανυψωμένο χέρι δεν δείχνει τον ουρανό κάποιου που φεύγει από τη ζωή, αλλά ανάταση ψυχής.
Οι Ιεραπετρίτες της Αθήνας με τα χέρια του προέδρου τους Γιάννη Περράκη τοποθέτησαν στην άκρη του τάφου, στο πλάι του μνημείου, μια μικρή ελιά από τη γενέτειρά τους μέσα σε γλάστρα. Η επιφάνειά της ήταν σκεπασμένη με βότσαλα από διάφορες παραλίες της Ιεράπετρας κι από το νησί τους, τη Χρυσή. Αφού τελείωσαν όλα, ήπιαν κατά το κρητικό έθιμο «και από μια ρακή για τη μακαρία».
Όμως ο Γιάννης Μαρκόπουλος σαν μουσικός χάρηκε πιο πολύ με το τραγούδι του, που ακούστηκε εκεί στην πλαγιά του Υμηττού, στο απώτερο ακριανό σημείο του νεκροταφείου του Παπάγου - επειδή οι φωνές των συμπατριωτών του το ανέβασαν ψηλότερα από τον τάφο του, στην Πάνω Κρήτη, στην Κρυφή Πατρίδα.