«Η Σπιναλόγκα αυτή» - In memoriam Maurice Born

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Aσυνθηκολόγητος με τις αρχές και το ήθος του, πολλές φορές αιρετικός για κάποιους δεν δίσταζε να λέει τα πράγματα χωρίς εκπτώσεις

Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

«Τον θάνατο δεν τον φοβάμαι, γιατί στην απεραντοσύνη του δεν υπάρχει τρόπος να ενηλικιωθείς. Τον βλέπω μόνον σαν επαναπατρισμό. Και εξάλλου γιατί να τον φοβηθούμε; Όταν εμείς υπάρχουμε αυτός λείπει και όταν αυτός θα έρθει εμείς δεν θα υπάρχουμε για να τον δούμε. Έτσι δεν μας έλεγε και ο Επίκουρος;».

Ηχούν ακόμη στ’ αυτιά μου τα τελευταία του λόγια πριν αποχωριστούμε. Τον θυμάμαι να με κοιτάζει κατάματα με τα εκφραστικά βιβλικά μάτια του και να μιλάμε για ώρες ολόκληρες εκτός από τον αποκλεισμό και την παγκόσμια ιστορία της λέπρας, για τις μεγάλες υποψίες της ζωής, απολαμβάνοντας τη σουμάδα μας στην πάνω πλατεία της Νεάπολης. Ήταν η τελευταία μας συνάντηση στη βραδινή μαγιάτικη δροσούλα του Πάνω Μεραμπέλλου τον Μάιο του 2020, πριν φύγει για την Τουλούζη για το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε και από την οποία δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στην αγαπημένη του Κρήτη.

Τον θυμήθηκα ακαριαία χτες, όταν πέφτοντας το μάτι μου στο επιτραπέζιο ημερολόγιο του γραφείου, συνειδητοποίησα ότι είναι παραμονή του Αγίου Παντελεήμονα. Και τότε οι συνειρμοί και οι μνήμες δεν είχαν τελειωμό…

Ο Maurice Born λείπει από τα επίγεια, και την Κρήτη, εδώ και μια τετραετία. Αναπαύεται επαναπατρισμένος στην μονιμότητα της αιωνιότητας στο κοιμητήριο της Ωζ κοντά στην Τουλούζη στη σκιά των γαλλικών Πυρηναίων.

Όταν πριν ακριβώς μια δεκαετία σε μια από τις εκδηλώσεις αφιερωμένη στον ένα αιώνα από τη γέννηση του Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη, είχα την τιμή να τον παρουσιάσω στο κοινό και θεώρησα επιβεβλημένο να του δείξω τι είχα γράψει για εκείνον, ώστε να μην πω κάποια ανακρίβεια, εκείνος με την ταπεινότητα, τη μετριοφροσύνη και την συστολή που τον διέκρινε, έγραψε στα γρήγορα λίγα λεπτά πριν την έναρξη της εκδήλωσης ένα δικό του χειρόγραφο βιογραφικό που ήθελε να διάβαζα, και που είδα ξανά σήμερα στο αρχείο μου. Έγραψε στα βιαστικά με τα καλλιγραφικά του κεφαλαία λατινικά που συνήθιζε:

Born Μαυρικάκης
Maurice
Born & Κωστής Μαυρικάκης το 2017 σε εκδήλωση για τη Σπιναλόγκα

 «Maurice Born: Γεννημένος στα τέλη του 1943, ασταθής, αντιφρονών αρχιτέκτονας, πρωτόγονος εθνολόγος, ερευνητής του Ινστιτούτου Περιβάλλοντος στο Παρίσι (Institut de l'Environnement, Paris). Πολύχρονη έρευνα πάνω στη λέπρα και τις κοινωνικές τις επιπτώσεις (Σπιναλόγκα, Κρήτη, 1969-1973). Σκηνοθέτης δύο ταινιών με τον Ζαν-Ντανιέλ Πολέ (Jean-Daniel Pollet), Η Τάξη (L'Ordre) (1973) και Προς Υπενθύμιση (Pour mémoire) (1980). Έπειτα εγκατάλειψε το σινεμά το οποίο προφανώς κόστιζε πολύ ακριβά. Έκανε έρευνα πάνω στις εργασιακές συνθήκες στο φέουδο της Peugeot στο Μονμπελιάρ (Montbéliard). Εκδότης για κάποιο καιρό, συνεργάτης του Υπουργείου Πολιτισμού της Γαλλίας, έπειτα ανεξάρτητος ερευνητής. Πολύχρονη συνεργασία με το Κέντρο Πολιτισμού Espace Noir και τα αρχεία Mémoire d'Erguel στο καντόνι Γιούρα της Ελβετίας η οποία σταμάτησε όταν το μονοπάτι της ζωής του τον έστρεψε αλλού. Υπαίτιος πολλών άρθρων και βιβλίων. Σήμερα ζει στην Κρήτη, από πάθος και προς αναζήτηση της ηρεμίας».

Αλλά μέρα που είναι, βλέποντας μπροστά μου την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές τα καραβάκια να αλληλοδιασταυρώνονται για τον εσπερινό πίσω από τα θαλάσσια τείχη του φρουρίου, αξίζει περισσότερο να δώσουμε το λόγο σ’ εκείνον μέσα από τις γραμμές ενός κειμένου με τίτλο «η Σπιναλόγκα αυτή» που οργισμένος και απογοητευμένος έγραψε εγκαταλείποντας στη μέση τον εσπερινό στο νησί, τον Ιούλιο του 2017.

Αδιαπραγμάτευτος και ασυνθηκολόγητος με τις αρχές και το ήθος του, πολλές φορές αιρετικός για κάποιους, με δημόσιες παρεμβάσεις του δεν δίσταζε να λέει τα πράγματα με το όνομά τους, χωρίς εκπτώσεις. Έγραψε τότε, πριν από επτά χρόνια:

«Στο καταστατικό της Αδελφότητας Ασθενών Σπιναλόγκας «Ο Άγιος Παντελεήμων» η ημερομηνία ιδρύσεώς της συνέπιπτε με την ημέρα εορτασμού  του  Αγίου Παντελεήμονα. Αποφάσισαν λοιπόν να εορτάζουν την ίδια ημέρα τόσο τον Άγιο όσο και την επέτειο της ίδρυσης της Αδελφότητας, η οποία είχε ιδρυθεί  στις 27 Ιουλίου 1937. Αυτό συνέβη λίγο καιρό αργότερα από το μνημόσυνο για τον Ελευθέριο Βενιζέλο που είχε προσελκύσει αρκετούς κατοίκους γειτονικών χωριών πάνω στο νησί και μετά από τις προσπάθειες της Αδελφότητας για μια κάποια βελτίωση  των  συνθηκών υγιεινής που επικρατούσαν.  Ο πρόεδρός της, Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης,  είχε  ειδοποιηθεί πως αν ο καιρός το επέτρεπε, πολλοί χωρικοί από την περιοχή θα συνέρρεαν στο ναό για τον εορτασμό.

Ήδη τότε η Αδελφότητα αριθμούσε εκατόν εξήντα μέλη. Στον αριθμό αυτό θα έπρεπε να προστεθούν σαράντα περίπου επισκέπτες. Παρήγγειλαν τότε στον φούρναρη - που βρισκόταν στην Πλάκα - διακόσια αρτουλάκια (μικρά ψωμιά με την σφραγίδα της Εκκλησίας), ένα κουτί λουκούμια και μια μεγάλη μποτίλια ρακί, καθώς και τέσσερα μικρά ποτηράκια ώστε οι επισκέπτες και το προσωπικό να μπορέσουν και εκείνοι να πιουν. Μετά τη θεία λειτουργία όλοι πήγαν στα γραφεία της Αδελφότητας - που στεγάζονταν σε ένα παλιό τούρκικο μαγαζί πάνω στην κεντρική οδό για να ευλογήσουν το χώρο. Όλα τα μέλη πήραν τα αρτουλάκια τους και έπειτα μετέβησαν στη νότια προβλήτα όπου υπάλληλοι κέρασαν τους επισκέπτες λουκούμι, ρακί και αρτουλάκι. Ο ενθουσιασμός ήταν τόσο μεγάλος που ασθενείς και επισκέπτες έγιναν μια παρέα και επέστρεψαν μετά όλοι στις οικίες τους εντυπωσιασμένοι από την άρτια διοργάνωση της γιορτής εκ μέρους της Αδελφότητας.

Έτσι λοιπόν διοργανώθηκε ο πρώτος δημόσιος εορτασμός του Ναού του Αγίου Παντελεήμονος πάνω στη Σπιναλόγκα. Η ημερομηνία αυτή γίνεται ακόμη πιο σημαδιακή καθώς εκείνος ήταν και ο μοναδικός δημόσιος εορτασμός στον οποίο συμμετείχαν τόσο ασθενείς όσο και χωρικοί από την περιοχή. Πράγματι, από την επομένη, ο διευθυντής και ιατρός Εμμανουήλ Γραμματικάκης, με πρόσχημα τον κίνδυνο μετάδοσης της ασθένειας, διέταξε πως στο μέλλον ο εορτασμός δεν θα γινόταν πλέον με αυτόν τον τρόπο και πως οι ασθενείς θα βρίσκονταν σε χωριστό περιφραγμένο χώρο δίχως άμεση επαφή με τους επισκέπτες .

Και έτσι έγινε . . .

Το 1970 οι λεπροί είχαν ήδη εδώ και δεκατρία χρόνια εγκαταλείψει το νησί. Ήταν μέσα Ιουλίου και πλησίαζε η ημέρα του εορτασμού. Ο Αποστόλης πέρασε από το σπίτι μου - τότε έμενα στην Πλάκα στον πρώην φούρνο του λεπροκομείου - για να  μου ζητήσει να τον βοηθήσω να καθαρίσει την εκκλησία και να κρεμάσει τα σημαιάκια που θα στόλιζαν τον περίβολο του Ναού του Αγίου Παντελεήμονα.  Μερικές  ημέρες αργότερα, ο Αποστόλης Δρακωνάκης μας μετέφερε στο νησί με το καΐκι του, τον Γιώργο Πρατσινάκη -που ήταν ο πρώην φούρναρης του νησιού  και  ο οποίος  μετά το κλείσιμο του λεπροκομείου διατηρούσε ένα μικρό καφενείο- και εμένα μαζί  με  σκούπες, κουβάδες και τις σημαίες. Έπειτα από μερικές ώρες δουλειάς όλα έδειχναν τέλεια. Ωστόσο, το εικονοστάσι που βρισκόταν μπροστά από την είσοδο  ήταν  σε  κακή κατάσταση. Αποφασίσαμε λοιπόν να το βάψουμε. Την επόμενη ημέρα νέα αποστολή, δύο ατόμων αυτή τη φορά, για να δώσουμε νέα ζωή στο σιδερένιο εικονοστάσι. Καθώς δεκαπέντε ημέρες νωρίτερα, μαζί με τον φίλο μου ιατρό Weber, ο οποίος είχε έρθει να με επισκεφτεί, είχαμε επιδιορθώσει και στη συνέχεια αντικαταστήσει και τοποθετήσει νέα τζάμια στο εικονοστάσι της Αγίας Μαρίνας μπροστά στον προβλήτα της Πλάκας. Είχα αρχίσει να πιστεύω πως ήμουν πια σπεσιαλίστας  στις επισκευές.

Ο εορτασμός του Αγίου Παντελεήμονα  δεν ήταν τότε παρά μια μικρή και ταπεινή τελετή. Ένα μόνο καΐκι αρκούσε για να μεταφέρει τους συμμετέχοντες. Καμιά τριανταριά άτομα, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Πλάκας (ήμασταν δεκατρείς), χωρικοί από τα περίχωρα, κάποιοι παλιοί από την εποχή του Λεπροκομείου - εκείνη τη χρονιά ήταν ο Νικόλαος Μαστοράκης, πρώην διοικητικός- και ο ιερέας του χωριού, ένα άτομο που μου δημιούργησε προβλήματα, και μερικοί από την Ελούντα ήταν το σύνολο των συμμετεχόντων. Η εκδήλωση κύλησε ομαλά και μιάμιση ώρα αργότερα βρεθήκαμε όλοι καθισμένοι στο καφενείο του Γιώργου.

Φέτος, (σ.σ. 2017) όπως κάθε χρόνο από τότε που έγινα μόνιμος κάτοικος Κρήτης, επέστρεψα στο νησί την παραμονή του Αγίου Παντελεήμονα. Στο λιμανάκι της Πλάκας τρεις λιμενικοί επέβλεπαν την επιβίβαση των επισκεπτών. Το πλήθος έσπευδε να εκμεταλλευτεί τη δωρεάν μεταφορά ένεκα της ημέρας. Νεαρές κυρίες με τα κανίς τους, μητέρες με καροτσάκια και μπιμπερό, προσωπικότητες της υψηλής κοινωνίας, θορυβώδεις οικογένειες με ρούχα παραλίας ή βραδινά ενδύματα... Μόνο κάποιες γυναίκες στην άκρη, αποπροσανατολισμένες από την πολυκοσμία, ντυμένες λιτά, κουβαλούσαν τεράστιες λαμπάδες για να θυμίζουν πως είχαμε έρθει εδώ για να τιμήσουμε τον Άγιο Παντελεήμονα, το καταφύγιο των απελπισμένων, τον λυτρωτή των πασχόντων και γιατρό των δυστυχισμένων. Και ίσως ταυτόχρονα για να θυμηθούμε εκείνους που είχαν ξεκινήσει τη γιορτή και είχαν υποφέρει στον τόπο αυτό.

Στην είσοδο του νησιού τα καΐκια από την Ελούντα και τα καράβια από τον Άγιο Νικόλαο περίμεναν να ξεφορτώσουν ένα συνονθύλευμα από ντόπιους, αποπροσανατολισμένους τουρίστες που είχαν έρθει λόγω των ανόητων διηγήσεων που είχαν ακούσει σχετικά με το τι ήταν το λεπροκομείο, άτομα από την πόλη που έκαναν εκδρομή, περίεργους... και αναμφίβολα και μερικούς αληθινά πιστούς που γνώριζαν τη σημασία του εορτασμού. Στην οδό που οδηγεί στο Ναό επικρατούσε ένα ασταμάτητα πήγαινε-έλα. Τα πλήθη συνωστίζονταν καθώς αμέτρητοι ερασιτέχνες φωτογράφοι, με τη βοήθεια των κινητών και των καμερών τους, αισθάνονταν έτοιμοι να απαθανατίσουν την επίσκεψη τους εμποδίζοντας τη διέλευση στους υπόλοιπους.

Καθώς είχα φτάσει νωρίς, κάθισα κάπως παράμερα για να χαζέψω την ασταμάτητη ροή του πλήθους που κατέληγε στριμωγμένο μπροστά στην είσοδο του Ναού. Μετά από μια αναμονή εξαιτίας της στενότητας του χώρου κάποιοι έμπαιναν μέσα για να προσευχηθούν. Γρήγορα όλοι οι χώροι είχαν καταληφθεί και οι πάντες περίμεναν ανυπόμονα την έλευση του Μητροπολίτη ο οποίος κάθε χρόνο προΐσταται της θείας λειτουργίας.

Ήξερα φυσικά πως οι γηραιότεροι δεν έρχονται την ημέρα αυτή αλλά προτιμούν την πιο ταπεινή και πιο ειλικρινή λειτουργία της επομένης. Ωστόσο είχα για άλλη μια φορά έρθει για να ακούσω το κήρυγμα του Μητροπολίτη.

Και  ξαφνικά,  ενώπιον  αυτής  της  θορυβώδους  σύναξης  που  θύμιζε  περισσότερο πανηγύρι παρά προσκύνημα , σαν μια αναλαμπή από το παρελθόν, ονειρεύτηκα το ίδιο σημείο στις 26 Ιουλίου 1970. Στη θέση του τωρινού κτίσματος είδα την εκκλησία όπως ήταν τότε, όπως την είχαν επισκευάσει οι λεπροί, με το μικρό της καμπαναριό και την τρίκλιτη οροφή της.

Η εικόνα του ταπεινού εορτασμού του παρελθόντος επικράτησε έναντι του τσίρκου που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια μου. Οι διηγήσεις των λεπρών και οι προσωπικές μου αναμνήσεις είχαν πλημμυρίσει το χώρο. Δεν ήμουν καθόλου θυμωμένος για αυτό που επικρατούσε, δεν υπήρχε λόγος να κάνω τον παρελθοντολάγνο,  ούτε να λυπάμαι για τις περασμένες καλές εποχές. Απλώς ο κόσμος αυτός δεν με αφορούσε ούτε στο ελάχιστο. Σε μια στιγμή μέσα κατάλαβα πως δεν είχα καμία θέση εδώ. Εγκατέλειψα το χώρο και επέστρεψα στην προβλήτα για να φύγω από το νησί το συντομότερο δυνατό. Σε μια γωνιά έκοβαν τις αμέτρητες αρτοκλασίες που είχαν φέρει οι πιστοί - και κάτι το αδιανόητο για εμένα, είδα να κόβουν κομμάτια και να τα καταβροχθίζουν λαίμαργα δίχως να τα έχει πρώτα ευλογήσει ο ιερέας! Στο δρόμο συνάντησα τον Μητροπολίτη που τον συνόδευε ένα σμήνος από παπάδες, έπειτα πέτυχα κάποιους φίλους στους οποίους ομολόγησα πως δεν ήμουν καλά και πως έπρεπε να αποχωρήσω.

Έτσι  έχασα το κήρυγμα στον Άγιο Παντελεήμονα το οποίο ήθελα πολύ να ακούσω και αποχώρησα δίχως ούτε καν ένα κομμάτι άρτο...
Πράγματι όμως, η Σπιναλόγκα αυτή δεν ήταν πια η δική μου, δεν είχα τίποτα να κάνω εκεί πάνω.

Maurice Born, Νεάπολη, Ιούλιος 2017».

 

Διαβάστε σχετικά:

Πώς να χωρέσει στο μυαλό μας Maurice;

Σπιναλόγκα, μια «ζωή» με το στίγμα

Ελληνικές μνήμες της 7ης τέχνης στην πόλη του φωτός

Ένα άγνωστο ...ελβετικό ατύχημα της Ιστορίας στην Κρήτη

 
Στην κεντρική φωτογραφία: Η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα στη Σπιναλόγκα με τις θολωτές βενετσιάνικες δεξαμενές όπως ήταν το 1969 σε σκίτσο του
Maurice Born.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ