ΑΠΟΨΕΙΣ
Η περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε σκλαβωμένος τον Απρίλιο του 1770 και πέθανε ελεύθερος και τιμημένος τον Φεβρουάριο του 1843 σε ηλικία 73 χρονών.
Από τα Πρακτικά της Βουλής, περιοδ. Ε’, τόμ. 19, 1857-1858: «Όσοι ευτύχησαν να ίδωσι τον ένδοξον αρχιστράτηγον Κολοκοτρώνην, ενθυμούνται βεβαίως ότι εις τας επισημοτέρας του βίου του περιστάσεις εσεμνύνετο φέρων πολεμικήν περικεφαλαίαν. Εάν δε ερρίπτετε εν βλέμμα επ’αυτής, ηθέλατε ίδει μίαν επιγραφήν, την λέξιν «Είθε». Γνωρίζετε πότε εχαράχθη επί της περικεφαλαίας του ήρωος η αρχαϊκή αύτη ρήσις;
Δεν εχαράχθη το 1821, αλλά το 1808. Κατά την εποχήν εκείνην ο στρατηγός ήτον συνταγματάρχης των Αγγλικών όπλων εν Επτανήσω και είχε διαταχθή να οργανώση δύο συντάγματα εξ Ελλήνων πολεμιστών. Ίνα συνδέση δε τους τότε μαχητάς της Ελλάδος με εν αίσθημα εθνικόν και δώση προς αυτούς το σύνθημα ενός μέλλοντος, έθηκεν επί της περικεφαλαίας αυτών την λέξιν «Είθε». Ήτοι, είθε φθάση ημέρα καθ’ ήν να αναγεννηθή η Ελλάς!»
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε σκλαβωμένος τον Απρίλιο του 1770 και πέθανε ελεύθερος και τιμημένος τον Φεβρουάριο του 1843 σε ηλικία 73 χρονών. Εννιά χρονών έχασε τον πατέρα του. «Λάμπει ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια, έτσι λάμπει κι η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι…» λέει ένα Δημοτικό Τραγούδι. Εβδομήντα Κολοκοτρωναίοι έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα εναντίον των Τούρκων. Σωστή εκατόμβη. Στα 17 του ήταν ήδη οπλαρχηγός, στα 20 του παντρεμένος. Μετά από μια μεγάλη απελευθερωτική προσπάθεια που προξένησε τόσο κακό στους Αρβανίτες ώστε να καθιερώσουν για όρκο τους την φράση «Να μη γλυτώσω από το σπαθί του Κολοκοτρώνη!», κατέφυγε το 1807 στη Ζάκυνθο. Ήθελε την προστασία των ξένων τόσο μόνο όσο για να περιμένει, από μακριά από το έδαφος που δεν βρισκότανε στην τυραννία, την κατάλληλη στιγμή να επιτεθεί στον τύραννο. Για δεκαπέντε σχεδόν χρόνια φόρεσε και την αγγλική περικεφαλαία που είχε πολλά στοιχεία παρμένα από την αρχαία ελληνική, αλλά ήταν ελαφριά και διακοσμητική των αξιωματικών. Για εντυπωσιασμό και για υπενθύμιση της προέλευσης των Ελλήνων που είχαν καταντήσει να λέγονται Γραικοί και Ρωμιοί, την έφερε και την φόραγε σε σημαντικές στιγμές της Επανάστασης του Εικοσιένα.
Η περικεφαλαία του είχε επίχρυσες μπρούτζινες διακοσμήσεις - με μέδουσες και με φύλλα βελανιδιάς - και λοφίο με τρίχες αλόγου. Προερχόταν από την εποχή που ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης υπηρετούσε στον Αγγλικό Στρατό στα Επτάνησα (1810-1816), φτάνοντας στον βαθμό του ταγματάρχη ή του συνταγματάρχη και αποκτώντας σημαντική στρατιωτική εμπειρία στα τακτικά στρατιωτικά σώματα. Το κράνος αυτό, όπου προστέθηκε αργότερα κι o μεγάλος ασημένιος σταυρός, ο Κολοκοτρώνης δεν το φορούσε στις μάχες. Ο Τερτσέτης λέει κάπου:«Ο Κολοκοτρώνης αγαπούσε να φορεί την περικεφαλαία του ως σημείον αρχαίου ελληνισμού. Άρχισε να τη μεταχειρίζεται ως τμήμα της επίσημης ενδυμασίας του μετά το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης. Την εφόρει και εις τα αποβατήρια του βασιλέως εις Ναύπλιον και ήτον ὁ μόνος με την περικεφαλαίαν του».
Όταν εμφανίστηκε ο Κολοκοτρώνης στην αγωνιζόμενη Ελλάδα ήταν 52 χρονών – μεσήλικας, αλλά όχι γέρος. Την προσωνυμία Γέρος τού την έδωσαν, επειδή η λέξη αυτή σήμαινε σεβασμό. Κι έτσι έμεινε ο Γέρος του Μωριά. Μετά την Απελευθέρωση, η Βαυαρική Αντιβασιλεία τον καταδίκασε σε θάνατο με γκιλοτίνα, θεωρώντας τον ήρωά μας κίνδυνο για την ασφάλεια του θρόνου. Ο νεαρός τότε Όθων επενέβη μετατρέποντας την ποινή σε είκοσι χρόνια φυλάκιση και μόλις ενηλικιώθηκε απάλλαξε τον Κολοκοτρώνη από οποιαδήποτε ψεύτικη κατηγορία και τον τίμησε όσο κανέναν άλλο. Όμως, ο αρχιστράτηγος του Αγώνα πρόλαβε - προς αιώνια ντροπή όλων - να κάνει 4μηνη φυλάκιση ως εχθρός της πατρίδας. Αργότερα, εν τούτοις, ίσως επιβεβαίωσε τους φόβους της εξουσίας, όταν είπε ότι «αυτό θα φάει αυτό» δείχνοντας το νεοσύστατο τότε πανεπιστήμιο και το παλάτι.
«Ο Κολοκοτρώνης» λέει ο Κωστής Παλαμάς «όπως ήταν ήρωας των πολέμων και των κινδύνων, ήταν και άνθρωπος των σοφών γνωμικών, των έτοιμων απαντήσεων, των εικόνων και των συμβόλων. Κόκκινο χρώμα είχε η φουστανέλα του. Αρχαϊκή περικεφαλαία είχε διαλέξει για κάλυμμα του κεφαλιού του. Όταν έγραφε στους φίλους, έβαζε με μικρό θ το πρώτο γράμμα του κύριου ονόματός του. Όταν ήταν οργισμένος, το έγραφε με κεφαλαίο».
Μια από τις καλές μου τύχες ήταν που, ενδεκάχρονο παιδί, πρόλαβα εν ζωή σε μεγάλη ηλικία τον απόγονο του Κολοκοτρώνη. Ήταν ακριβώς όπως ο προπάππος του στις γνωστές προσωπογραφίες του. Η μόνη διαφορά ήταν ότι είχε κομμένα τα μαλλιά αντί τα μακριά του Γέρου του Μωριά και ότι φορούσε κοστούμι αντί την τιμημένη φουστανέλα. Είχε τα ίδια βαθουλά μάτια, το ίδιο μεγάλο μουστάκι, την ίδια μεγάλη γερακωτή μύτη. Μάλιστα, τον θυμάμαι πλάι στην γυάλινη προθήκη που είχε μέσα της την περίφημη περικεφαλαία. Έκανε τον ξεναγό μέσα στο Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο που στεγάζεται στην Παλαιά Βουλή, στο κέντρο της Αθήνας, εκεί που βρίσκεται το πασίγνωστο άγαλμα του Κολοκοτρώνη επάνω στο άλογό του, ύψους 4 μέτρων, έργο του Λάζαρου Σώχου. Του γλύπτη, που πέθανε πρόωρα στα 49 του χρόνια. Έργο του Σώχου ήταν και η αναστήλωση του αρχαίου Λέοντα της Χαιρώνειας.
Είναι χαρακτηριστικό - της αγάπης και της εμπιστοσύνης που έχει ο λαός μας στην αθάνατη ηγετική παρουσία του Κολοκοτρώνη - το γεγονός ότι η δαπάνη για τον έφιππο ανδριάντα καλύφθηκε με πανελλήνιο έρανο. Η χύτευση του μεταλλικού αγάλματος έγινε, σε δύο αντίτυπα, στο Παρίσι. Το υλικό προερχόταν από κανόνια που υπήρχαν στο Κάστρο του Παλαμηδίου. Ήταν η συμβολική απάντηση των Ελλήνων στην άδικη τετράμηνη φυλάκιση του Γέρου του Μωριά από τους Γερμανούς Βαυαρούς εκεί ψηλά πέρα.
Στο μαρμάρινο βάθρο του ορειχάλκινου Κολοκοτρώνη γράφει στην πίσω πλευρά του «Οι απανταχού Έλληνες, κοινώ εράνω, ανίδρυσαν το 1904» (τότε που με τον θάνατο του Παύλου Μελά φούντωνε ο Μακεδονικός Αγώνας) και στη μπροστινή πλευρά υπάρχουν τα λόγια «Έφιππος χώρει, γενναίε στρατηγέ, ανά τους αιώνας, διδάσκων τους λαούς πώς οι σκλάβοι γίνονται ελεύθεροι».
Το καλοκαίρι του 2001, στα πλαίσια ευρωπαϊκού προγράμματος για τη συντήρηση των Μπρούντζινων Υπαίθριων Γλυπτών της Ευρώπης, βελτιώθηκε η κατάσταση του αγάλματος από το Τμήμα συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης των ΤΕΙ Αθήνας. Τότε ανακάλυψαν στο πίσω μέρος της περικεφαλαίας του Κολοκοτρώνη, χαραγμένη πριν από έναν ολόκληρο αιώνα, την κρυμμένη διαμαρτυρία του γλύπτη: «Παρά την θέλησιν του Σώχου, Κολοκοτρώνη μου, ξαναφόρεσε την περικεφαλαίαν». Πράγματι, ένα γύψινο πρόπλασμα του έφιππου Κολοκοτρώνη, χωρίς όμως περικεφαλαία, που αυτό εκτέθηκε το 1900 στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού, απέσπασε το χρυσό μετάλλιο. Και βρίσκω εδώ και την ευκαιρία να παρεμβάλλω μια παράξενη λεπτομέρεια: Τό εμπορικό περίπτερο της Ελλάδας τότε στην Έκθεση του Παρισιού, που στέγαζε το βραβευμένο άγαλμα, ήτανε λυόμενο και είχε το σχήμα Βυζαντινού ναού. Την επόμενη χρονιά, μετά τό τέλος της Έκθεσης, το περίπτερο αποσυναρμολογήθηκε, μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και τοποθετήθηκε πάνω στα θεμέλια του ναού του Αγίου Σώστη στη λεωφόρο Συγγρού στην Αθήνα!
Εκείνος ο χωρίς περικεφαλαία Κολοκοτρώνης του Παρισιού δικαίωσε και δικαιώνει μέχρι σήμερα την καλλιτεχνική αντίληψη και τον διεθνισμό του γλύπτη. Για όλους εμάς όμως, που ξαναειπωθήκαμε Έλληνες και που ξαναμπήκαμε στο χάρτη των λαών, η εικόνα του Κολοκοτρώνη με την περικεφαλαία του έχει μέσα της όλη την παλιά ελευθερία και όλη τη σημερινή υπερηφάνεια.