ΑΠΟΨΕΙΣ
Η μοναξιά του Βίκτωρα Ουγκώ
Τα γράμματα αυτά του Ουγκώ, φυλαγμένα πολλές δεκαετίες πιο πριν και ταξινομημένα από τα ίδια τα χέρια της Ζυλιέτ κατά χρονολογίες, σκορπίστηκαν μετά τον θάνατό της από τους αδιάφορους κληρονόμους της, γιατί κανείς δεν είχε φανταστεί ότι κάποια μέρα θα γίνονταν περιζήτητα
Του Θανάση Γιαπιτζάκη
Μά είναι δυνατόν, ένας δυναμικός άνθρωπος σαν τον παγκόσμιο Γάλλο Βίκτωρα Ουγκώ, περιστοιχισμένο από κάθε είδους ανθρώπους, ακόμα και από ανθρώπους των πασίγνωστων βιβλίων του, του Κουασιμόδου και της Εσμεράλδας, του Ζαν Βαλζάν (Γιάννη Αγιάννη), του Μάριου και της Κοσέτ (Τιτίκας), του Τζαβέρ (Ιαβέρη), του Ανθρώπου που Γελά, του Ερνάνη και τόσων άλλων, να νιώθει μόνος; Το μόνο που δεν περιμένουμε από τον διεθνούς φήμης πασίγνωστο συγγραφέα είναι να έχει χαρακτηριστικό του - έστω καλά κρυμμένο μέσα του - τη μοναξιά. Και δεν μιλάμε για περιπτώσεις άλλων συγγραφέων όπως ο Κάφκα ή ο Καζαντζάκης - που αυτός έλεγε «Τίποτα δεν θα ’μουνα, τίποτα δεν θα ’γραφα, χωρίς τη μοναξιά». Αλλά ο Ουγκώ;
Αφορμή γι’ αυτή τη διαπίστωση, που υπερβαίνει με ντοκουμέντα την υποθετική σκέψη, είναι τα λεγόμενα της Λένας Ζαννιδάκη. Έγραφε λοιπόν πριν πενήντα χρόνια, και συγκεκριμένα το 1974, με γνώμονα μια δημοπρασία που είχε γίνει τότε στο Λονδίνο: «Ένα πακέτο γράμματα, δεμένα με μια πολυκαιρισμένη και ξεφτισμένη κορδέλα, κατακυρώθηκαν σε Αμερικανό συλλέκτη, γνωστό για τις σκληρές κι εντυπωσιακές μάχες που δίνει στις αίθουσες αυτές».
Η αναφορά εκείνη είχε γίνει για ένα πακέτο με 400 φλογερά γράμματα γεμάτα πάθος και ζήλια, αλλά και τρυφερότητα, γράμματα που καθρεφτίζανε μια εποχή και σκιαγραφούσαν μέσα τους χαρακτήρες. Είχαν γραφτεί από το σταθερό χέρι ενός κορυφαίου της ευρωπαϊκής Ιστορίας και όχι μόνο της Λογοτεχνίας και απευθύνονταν σε μια άσημη ηθοποιό, που το πέρασμά της θα έμενε απαρατήρητο αν δεν ενέπνεε έναν παράφορο έρωτα - που η φωτιά του δεν έσβησε επί πενήντα ολόκληρα χρόνια, κράτησε δηλαδή μια ζωή.
Εκείνος ήταν ο Βίκτωρ Ουγκώ κι εκείνη ήταν η Ζυλιέτ (Ιουλιέτα) Ντρουέ. Στη διάρκεια του μακροχρόνιου δεσμού τους ο ποιητής και μετέπειτα συγγραφέας και πολιτικός έστειλε 3.850 γράμματα στην αγαπημένη του. Ένα μέρος απ’ αυτά - «ένα κομμάτι της ψυχής του» όπως έλεγε ο ίδιος - είχε κατοχυρωθεί λοιπόν σ’ εκείνον τον συλλέκτη.
Αλλά πού είναι, σ’ όλα αυτά που είπαμε ως τώρα, η μοναξιά του Ουγκώ; Μια μοναξιά πολυσύνθετη;
Ας τη δούμε από την αρχή, που άρχισε τότε που οι δυό τους γνωρίστηκαν. Ήταν κι οι δυό τους νέοι, εκείνη εικοσιπέντε χρονών, πανέμορφη, ηθοποιός αλλά δίχως το θεϊκό δώρο του ταλέντου, εκείνος τριάντα χρονών και διάσημος. Είχαν και οι δυό τους αποτυχημένη προσωπική ζωή.
Η Ζυλιέτ Ντρουέ, που το πραγματικό όνομά της ήταν Ζουλιέν Ζοζεφίν Γκωβέν, μετά από αλλεπάλληλες ερωτικές δεσμεύσεις, ζούσε χωριστά από τον τελευταίο της εραστή, τον γλύπτη Πραντιέ. Και ο Βίκτωρ Ουγκώ είχε γευτεί την πρώτη πίκρα της ζωής - ανακαλύπτοντας ότι η Αντέλ (η Αδέλα) που ήταν η σύζυγός του, αλλά κυρίως ο πρώτος του και ο μοναδικός έρωτάς του, τον απατούσε με τον Σαιντ Μπεβ, έναν έμπιστο φίλο και κριτικό της λογοτεχνίας. Κι όμως, σ’ ένα απ’ αυτά τα γράμματα, που βρέθηκαν τότε στην κατοχή του Αμερικανού συλλέκτη, ο Ουγκώ εκφράζεται σαν να βρίσκεται σε πρωτόγνωρο αντάμωμα:
«Κάποια στιγμή τα μάτια μας συναντήθηκαν, ένιωθα να με διαπερνάει το βλέμμα σου, ήταν σαν να με ρωτούσε ποιά μοίρα μ’ έφερε κοντά σου, ήταν σαν να ’θελε ν’ αναχαιτίσει το ορμητικό ποτάμι του έρωτά μου. Το ένστικτό σου λες και σε προειδοποίησε για τούτο το υπέροχο αίσθημα. Τα βλέφαρά σου πεταλούδιζαν παράξενα, τα μάγουλά σου είχαν αποκτήσει ξαφνικά άλικο χρώμα. Πολλά θα μπορούσα να σου πω, μα σώπασα από φόβο μήπως ο ήχος θρυμματίσει τούτη την υπέροχη στιγμή».
Ο Βίκτωρ Ουγκώ σε μεγάλη ηλικία, πλαισιωμένος από τη σύζυγο κι από την ερωμένη του σε μικρότερες ηλικίες
Ο ερχομός της Ζυλιέτ δίνει τότε μια άλλη διάσταση στη ζωή του. Μια γυναίκα που ο Ουγκώ τη βάφτισε «πουλί της φωτιάς». Μια γυναίκα «με παρελθόν» που είχε μπει στο καλλιτεχνικό κύκλωμα του Παρισιού ποζάροντας γυμνή σε φτωχικά ατελιέ, που είχε περάσει από την αγκαλιά πολλών για να καταλήξει ευνοούμενη κάποιου θεατρώνη, γοήτευσε τον Ουγκώ με το αγγελικό της πρόσωπο, με την ξεγνοιασιά της και με τη χάρη της. Ταλαιπωρημένος ψυχικά από το οικογενειακό του θέμα, είδε στο χαμόγελο αυτής της κομπάρσας ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Η Ζυλιέτ δέχτηκε μια αγκαλιά τριαντάφυλλα. Η κάρτα που τα συνόδευε, είχε ώριμα λόγια: «Δεν τα προσφέρω στο ταλέντο σου, αλλά στον έρωτά μας».
Δεν ήταν ποιητικός ο Βίκτωρ Ουγκώ, παρά μόνο όταν η γόνιμη φαντασία του έπιανε την πένα. Όμως ήξερε καλά πότε μια γυναίκα ήθελε να γίνει επιθυμητή. Και η Ζυλιέτ Ντρουέ είχε απλώσει μεθοδικά το δίχτυ της γοητείας για να αιχμαλωτίσει τον συγγραφέα.
Τα γράμματα αυτά του Ουγκώ, φυλαγμένα πολλές δεκαετίες πιο πριν και ταξινομημένα από τα ίδια τα χέρια της Ζυλιέτ κατά χρονολογίες, σκορπίστηκαν μετά τον θάνατό της από τους αδιάφορους κληρονόμους της, γιατί κανείς δεν είχε φανταστεί ότι κάποια μέρα θα γίνονταν περιζήτητα - αφού γι’ αυτούς ήταν «άνομες επιστολές ενός αμαρτωλού δεσμού».
Ενός δεσμού όμως που «καθαγιάστηκε» από τα πενήντα χρόνια αφοσίωσης στη ζωή, αφού η Ζυλιέτ δεν γνώρισε άλλον άνδρα μετά τον Ουγκώ, αλλά και από την εκφραστική δύναμη του Γάλλου συγγραφέα: «Στάθηκα τυχερός που μ’ αγκάλιασε κάποια ώρα το βλέμμα σου τρυφερά, θα ήταν ψέμα να σου ομολογήσω λύπη για όλους αυτούς που συνωστίζονται μάταια πλέον γύρω σου, νιώθω ευγνωμοσύνη που μου χάρισες την ηρεμία με την αγάπη σου. Κι ακόμα, σου υπόσχομαι να μην ξεχάσω ποτέ τη λαμπερή νύχτα του Φλεβάρη που αφήσαμε πίσω μας το πολύβουο Παρίσι, την ατμόσφαιρα του Καρναβαλιού που τόσο σε συναρπάζει, για να γευθούμε τη μοναξιά και τον έρωτά μας».
Μιας και το αναφέρει ο ίδιος ο Ουγκώ, να πούμε ότι εκείνη η νύχτα της 16ης Φεβρουαρίου έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του συγγραφέα. Τη θεωρεί σταθμό στην ιστορία του έρωτά τους. Βάζει επίτηδες αργότερα μέσα στους «Άθλιους» τον Μάριο και την Τιτίκα να παντρεύονται σ’ αυτή την ημερομηνία! Και στα γράμματα που στέλνει στη Ζυλιέτ, επί πενήντα ολόκληρα χρόνια, ανατρέχει πάντα σ’ εκείνη την εξαίσια νύχτα.
Ωραία όλα αυτά, αλλά πού είναι η μοναξιά του κορυφαίου αυτού Γάλλου - που γνώρισε «εν ζωή» την καταξίωση και την παγκοσμιότητα; Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, η μοναξιά του είναι κρυμμένη στις εμπνεύσεις! Λέει σ’ ένα άλλο γράμμα στην αγαπημένη του: «Νιώθω την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον, σε σένα, στον άλλο εαυτό μου, πρέπει κάποτε να μάθεις ότι όσα έγραψα σου τα οφείλω. Η έμπνευση έρχεται άλλοτε ορμητική σαν ποτάμι και άλλοτε σαν λάβα που κατακαίει τα σωθικά μου. Το έργο μου σέρνει μέσα του κάτι από σένα. Μια λέξη, μια κίνηση, μια σκέψη σου, είναι ερέθισμα για μένα - που μετουσιώνεται σε στίχο ή σε πράξη, σε πρόλογο ή σε επίλογο».
Στη μακριά και ένδοξη πορεία του, ο ποιητής και συγγραφέας μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων επικρίνεται για την παραγωγικότητά του που του αποφέρει πλούτη, αλλά είναι σε βάρος της ποιότητας της δημιουργίας του. Τον επικρίνουν ακόμη για τις φιλομοναρχικές του ιδέες, για τα φιλόδοξα σχέδιά του. Εδώ μου δίνεται η ευκαιρία να πω ότι επηρεασμένος από το περιβάλλον της μητέρας του υποστήριζε μικρός τη μοναρχία και το αποτύπωμά της έμεινε στη μεσαιωνική «Παναγία των Παρισίων», ενώ μεγάλος θα κάνει αριστερή στροφή και το αποτύπωμά της θα μείνει στο διαχρονικό έργο του «Οι Άθλιοι», επιβεβαιώνοντας τα αλλοτινά λόγια του πατέρα του, που ήταν δημοκράτης στρατηγός του Ναπολέοντα: «Το παιδί είναι της μητέρας, αλλά ο άνδρας θα είναι του πατέρα». Κλείνω εδώ την παρένθεση.
Οι κατήγοροί του ικανοποιούνται τελικά με τη εκλογή του Λαμαρτέν (του Λαμαρτίνου) ως ακαδημαϊκού. Την θεωρούν σαν ήττα του Ουγκώ. Μπλεγμένος στα γρανάζια της πολιτικής εκείνος, δεν δείχνει ενοχλημένος από την αναγνώριση της αξίας του Λαμαρτίνου. Μόνο σε κάποιο γράμμα στη Ζυλιέτ, της εξομολογείται: «Με κατηγορούν ότι είμαι πολιτικά ευέλικτος, άθεος και στομφώδης αρθρογράφος. Δεν είμαι παρά ένας ερωτευμένος, μαχητικός, και ονειροπόλος, που προσπαθεί να σε πείσει πως είμαι καλύτερος από τον Λαμαρτίνο».
Αξίζει εδώ η πληροφόρηση για τους δυό Γάλλους ποιητές ότι, ενώ ο Βίκτωρ Ουγκώ είναι γνωστός φιλέλληνας σε όλη τη ζωή του (ο κορυφαίος μετά τον Λόρδο Βύρωνα), ο Αλφόνς Λαμαρτέν στο πρώτο του πεζό έργο «Ταξίδι στην Ανατολή» αφήνει να φανεί ο φιλοτουρκισμός του, που τον οδήγησε αργότερα να γράψει και την «Ιστορία της Τουρκίας».
Λαμαρτίνος, ο ποιητής της πασίγνωστης «Λίμνης»
Η Ζυλιέτ τον κατακλύζει με χιλιάδες γράμματα. Λέγεται ότι του έστειλε 18.000 γράμματα. Δεν είναι βέβαια απαντήσεις στα δικά του, που ήταν γεμάτα ερωτήματα και σκέψεις. Είναι απλοϊκά και αναφέρονται σε ασήμαντες καθημερινότητες. Αντίθετα, μέσα στα δικά του γράμματα - ενώ τη βλέπει σχεδόν καθημερινά! - ο Βίκτωρ Ουγκώ πληροφορεί την αγαπημένη του για τα θλιβερά ή και για τα χαρμόσυνα γεγονότα της ζωής του, που όμως δείχνουνε τη μοναξιά του.
Της γράφει για τον αναπάντεχο πνιγμό της νιόπαντρης κόρης του Λεοπολδίνης όταν ανατράπηκε το καράβι που την πήγαινε με τον άντρα της στον Σηκουάνα, για τη γυναίκα του την Αδέλα που, μετά την προδοσία της, είναι συνετή, υπομονετική και μετανιωμένη, χάρη των παιδιών τους. Της γράφει τις απόψεις του για τη σαπίλα της δεξιάς, για την αστυνόμευση των πολιτών, για τη δημοκρατική αλλαγή του που έγινε η αφορμή για την εξορία του.
Σαν ένα είδος ημερολογίου τα γράμματα αυτά, που αναφέρονταν σε προσωπικά και μαζί τους και σε πολιτικά γεγονότα, ο «μεγάλος» των γαλλικών γραμμάτων τα έστελνε στην Ζυλιέτ που τα διάβαζε με κόπο πιά, αλλά τα ταξινομούσε με ευλαβική σχολαστικότητα. Ήταν ηλικιωμένη πιά, αλλά εξακολουθούσε να διατηρεί ίχνη της παλιάς ομορφιάς της, να είναι φιλάρεσκη και ζηλιάρα. Εκείνος, φαινόμενο ζωτικότητας, γερουσιαστής και υπέρμαχος των δημοκρατικών ελευθεριών, εξακολουθούσε να μοιράζεται τη ζωή του ανάμεσα στην πρώην αγαπημένη του, την γυναίκα του Αδέλα, και στην παντοτινή αγαπημένη του, την Ιουλιέτα Ντρουέ.
Η Ζυλιέτ Ντρουέ, ερωτική σύντροφος και ηγερία του Βίκτωρα Ουγκώ σε τέσσερεις διαφορετικές εικόνες της ζωής της
Πέθανε δυό χρόνια μετά απ’ αυτήν. «Κι όταν θα είσαι πεθαμένη, εγώ θα σ’ αγαπώ, κι όταν εγώ θα πεθάνω, πάλι θα σ’ αγαπώ. Μόλις πεθάνεις, θα πεθάνω…» Λόγια του Ουγκώ σ’ ένα γράμμα προς τη Ζυλιέτ. Και κράτησε την υπόσχεσή του. Θα μου πείτε, δεν ήταν και τόσο δύσκολο για έναν γέροντα ογδοντατριών χρονών. Όμως είναι βέβαιο ότι όταν έσβησε ο δεσμός μισού αιώνα εκείνος δεν έζησε. Επέζησε απλώς. Έγραψε «Την έχασα! Ω, πώς θα διαβώ τα χρόνια χωρίς αυτήν; Πάρε μου τη ζωή, Θεέ μου, πάρε με κοντά σου».
Ένιωθε πως το τέλος δεν θα τον ανάγκαζε να περιμένει πολύ. Την εποχή εκείνη ακτινοβολούσε, ήταν ο διασημότερος άνθρωπος του Κόσμου, ο επίσημος υπερασπιστής των ταπεινών και των καταπιεζομένων. Δυό μέρες πριν πεθάνει, με χέρι που έτρεμε, έγραψε «Αγάπη σημαίνει δράση». Διάβασαν στη διαθήκη του: «Δωρίζω πενήντα χιλιάδες φράγκα στους φτωχούς. Επιθυμώ να με μεταφέρουν στο νεκροταφείο με το κάρο κηδειών των φτωχών. Αρνούμαι τις δεήσεις όλων των εκκλησιών. Ζητώ την προσευχή όλων των ψυχών. Πιστεύω στον Θεό. Βίκτωρ Ουγκώ».
Μόλις τότε είχε επιστρέψει από την εξορία του, που την είχε παρατείνει ο ίδιος, έχοντας αρνηθεί πριν δεκαοκτώ χρόνια την γενική αμνηστία και ζώντας έτσι σαράντα ολόκληρα χρόνια μακρυά από την Γαλλία. Στις 27 Φεβρουαρίου 1881 πεντακόσιες χιλιάδες κόσμος θα μαζευτεί κάτω από τα παράθυρά του και παρά το τσουχτερό κρύο, ο Ουγκώ στα ογδόντα του χρόνια στεκόταν μαζί με τα δυο εγγονάκια του για ν’ ακούει τις επευφημίες του λαού που παραληρούσε. Μετά, θα έμπαινε μέσα και θα χάραζε λέξεις στο σημειωματάριό του: «Δεν θυμάμαι πιά το όνομά μου. Με λένε πατρίδα».
Απίστευτο όγκο αλλά και ποικιλία παρουσιάζει το έργο του. Πολλούς στίχους του θα μπορούσαν να τους έχουν υπογράψει όλες οι κατοπινές σχολές. «Είναι ο στίχος αυτοπροσώπως» είπε για τον Ουγκώ ο Μαλαρμέ. Το θέατρό του γέρασε. Αλλά τα μυθιστορήματά του είναι εκπληκτικά οικοδομήματα, που χρωματίζονται από μια ολότελα προσωπική του έμπνευση, που συναρπάζουν. Έχει κατακτήσει οριστικά την θέση του στην Παγκόσμια Λογοτεχνία και στη Λαϊκή Ψυχή. Είναι αδύνατο να τον μετακινήσουν από κει. Παραθέτω, σαν δείγμα γραφής, στην τελευταία του παράγραφο, τον τρόπο που τελειώνει στον «Κλωντ Γκε»: «Αυτό το κεφάλι του λαού καλλιεργείστε το, ξεχερσώστε το, ποτίστε το, γονιμοποιείστε το, φωτίστε το, ηθικοποιείστε το, χρησιμοποιείστε το. Δεν θα χρειαστεί πιά να το κόψετε».
Ο Βίκτωρ Ουγκώ νεκρός
«Σαν μια μεγάλη ψυχή, που αναζητάει με πάθος την αλήθεια για τα βασικά προβλήματα της ζωής και που αγωνίζεται να αποκαλύψει αυτήν την αλήθεια στον κόσμο, έτσι πρέπει να δούμε τον Βίκτωρα Ουγκώ» λέει ο Άγγελος Νίκας. «Και βρήκε πολλές δυσκολίες θέλοντας να καταπιαστεί με την αλήθεια - αυτό το φως της αστραπής - ο στοχαστής και ανθρωπιστής συγγραφέας των «Αθλίων».
Μετά τους γιους τους Άβελ και Ευγένιο, ο Βίκτωρ ήταν το τρίτο και τελευταίο παιδί του ταγματάρχη τότε και αργότερα στρατηγού Λεοπόλδου Ουγκώ και της Σοφίας Τρεμπυσέ. Είχαν κάνει πολιτικό γάμο όπως τον όριζε η Γαλλική Επανάσταση και τα παιδιά του δεν πήραν ποτέ το βάπτισμα της Εκκλησίας. Ο πατέρας του πατέρα του ήταν ένας μαραγκός, που είχε δώσει πολλά από τα εννιά παιδιά του εθελοντές στον στρατό της Δημοκρατίας και η μητέρα του ήτανε κόρη εφοπλιστή, δίχως πολλές ευαισθησίες. Οι δυό γεννήτορές του γέννησαν στον μικρό Βίκτωρα αντιθέσεις κι αιτίες για συντριβή και για ψυχικά τραύματα.
Γι’ αυτό, ο Ουγκώ θα υψωθεί αργότερα έξω από την πραγματικότητα, στη σφαίρα των «καθαρών» αισθημάτων και των ιδεών. Και σ’ αυτήν θα κινούνται και θ’ αναπνέουν και οι ήρωές του στο πεζογραφικό και στο θεατρικό του έργο. Δεν θα αναζητήσει την εξήγηση για τη συμπεριφορά τους και για τη συνείδησή τους στον κάθε Ιαβέρη και στον κάθε Γιάννη Αγιάννη.
Το φέρετρο του Βίκτωρα Ουγκώ κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου το 1885
Η ζωή του σημαδεύτηκε από αλλεπάλληλες τραγωδίες. Όταν ο Βίκτωρ παντρεύτηκε την αγαπημένη του Αντέλ, ο αδελφός του Ευγένιος έχασε τα λογικά του γιατί αγαπούσε κρυφά κι αυτός την Αντέλ - και κατέληξε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του σε ίδρυμα. Η νιόπαντρη κόρη του Λεοπολδίνη και ο σύζυγός της Σαρλ Βακερί πνίγονται στις 4 Σεπτεμβρίου 1843, ενώ το 1871 χάνει τον γιο του Σαρλ, το 1872 η κόρη του Αντέλ επέστρεψε από την Αμερική και εισάγεται σαν ψυχασθενής στο άσυλο Σαιν Μαντέ (Έχει γυριστεί και σχετική ταινία με τίτλο «Adele H.»). Το 1873 χάνει και το δεύτερο γιο του Φρανσουά-Βίκτωρα από φυματίωση. Ο Ουγκώ θα αναλάβει την ανατροφή των δυό εγγονιών του και με την αφορμή αυτή θα γράψει ένα ακόμη βιβλίο του: «Η τέχνη να είσαι παππούς».
Στη διάρκεια της ζωής του μετέβαλλε ολοκληρωτικά τις απόψεις του για τη θρησκεία. Από πιστός καθολικός - που μικρό παιδί τον είχε μάθει η μητέρα του - μεταστράφηκε σε μη ενεργό πιστό, αργότερα μυήθηκε στον πνευματισμό και τα τελευταία χρόνια της ζωής του προσχώρησε στον ορθολογικό ντεϊσμό, σαν τον Βολταίρο. Οι απόψεις του είχαν αποτέλεσμα τα έργα του να εμφανίζονται στις λίστες με τα απαγορευμένα βιβλία του Βατικανού. Οι τάφοι των παιδιών του παρήγγειλε να μην έχουν σταυρούς, αρνήθηκε την παρουσία ιερέα, και ζήτησε το ίδιο και για τη δική του κηδεία.
Αντίθετα με τις τελευταίες του επιθυμίες (η μόνη που τηρήθηκε ήταν να μεταφερθεί με την νεκροφόρα των φτωχών) στον ποιητή έγινε κηδεία εθνική, θεαματική. Την νύχτα της 31ης Μαΐου 1885 το φέρετρο τοποθετήθηκε σε μια ψηλή εξέδρα κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου, εκεί στην αρχή της μεγάλης λεωφόρου Τσαμπ Ελυζέ (Ηλύσια Πεδία). Δώδεκα ποιητές άλλαζαν φρουρά πλάι στον νεκρό Ουγκώ. Μέσα στο μεγάλο πλήθος και μια αντιπροσωπία Κρητικών, που ήταν εκεί για να πει ένα σιωπηλό ευχαριστώ σ’ αυτόν που κάποτε συμπαραστάθηκε στον Αγώνα τους. Δύο εκατομμύρια κόσμος ακολούθησαν την μεταφορά του στο Πάνθεον, που η ταμπέλα του γράφει «Στους μεγάλους άνδρες η πατρίδα ευγνωμονούσα».
Έχω επισκεφθεί το Πάνθεον και στο πλάι διαφόρων διαδρόμων είναι τα κελιά που βρίσκονται οι τάφοι. Στο κελί, όπου μέσα του κατοικεί μετά θάνατον ο Ουγκώ, υπάρχει αδελφωμένη η αντίθεση: Ο αρχηγός του Ρομαντισμού, ο Βίκτωρ Ουγκώ, έχει στον απέναντί του τάφο τον αρχηγό του Ρεαλισμού, τον Εμίλ Ζολά.
Εκεί μπροστά στο κελί του, έγραψα, θυμάμαι, στίχους που άρχιζαν ως εξής:
«Ο Διάδρομος είναι κρύος και άδειος: Η Μοίρα! | Στο πλάι του Διαδρόμου είσαι Σύ: Η Νίκη! | Γιατί τ’ όνομά σου Νικητής και Πνεύμα σημαίνει | κι οι Γάλλοι πώς να σ’ αφήσουν, | πώς να φτωχύνουν έτσι την πατρίδα τους! | Επαναστάτες, Ναπολέων, κι Εσύ. | Άλλες λέξεις δεν έχει η Γαλλική Γλώσσα…»
Όσο για τα γράμματα του Ουγκώ προς την Ζυλιέτ Ντρουέ, εκεί που - ανάμεσα στα λόγια αγάπης - αποκαλύφθηκε η μοναξιά του, ο ύπατος αρμοστής της Γαλλίας Ανρί ντε Ζουβενέλ είπε σχετικά: «Αυτά τα γράμματα ήταν η σπαραχτική κραυγή ενός μοναχικού ανθρώπου, που ένιωθε γύρω του ένα γοερό κενό, ένα κενό που τον έσπρωχνε στον έρωτα, στην πολιτική, στο γράψιμο. Σε πράξεις έντονα αισθητές, που το κυριότερο θέλγητρό τους είναι η ταραχή που αναπόφευκτα τις συνοδεύει».