Μια από τις λέξεις των αρχαίων Ελλήνων που η έννοια και το περιεχόμενό της βρίσκονταν στο κέντρο του ηθικού τους κώδικα, ήταν η λ. αιδώς. Ας δούμε τι σήμαινε ακριβώς αυτή η λέξη. Σύμφωνα με το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης των Liddell και Scott, η λέξη σήμαινε: ντροπή, αίσθημα ντροπής, συναίσθηση ντροπής ή τιμής, φιλοτιμία, σεβασμός προς τους άλλους, έλεος, συγχώρηση. Η λέξη αναφέρεται πολύ συχνά στα αρχαία κείμενα, με τις πιο γνωστές αναφορές το «Αιδώς Αργείοι!» του Ομήρου και όσα περί Αιδούς και Δίκης λέει ο Πρωταγόρας στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο.
Στον Όμηρο η φράση αυτή ειπώθηκε δύο φορές στην Ιλιάδα και αναφέρεται σε όλους τους Έλληνες και όχι μόνο στους καταγόμενους από το Άργος, καθώς «Αργείους» και «Δαναούς» αποκαλούσαν ολόκληρο το στράτευμα των Αχαιών. Ο πρώτος που φώναξε αυτή τη φράση είναι ο Στέντορας, ο τελάλης με τη δυνατή (στεντόρεια) φωνή, στην προσπάθειά του να παρακινήσει τους Έλληνες να δείξουν θάρρος στον αγώνα εναντίον των Τρώων, μετά την αποχώρηση του Αχιλλέα από τη μάχη (Ιλιάς, Ε,787). Με με την ίδια φράση επέπληξε ο Αίαντας τους Αργείους, που φοβισμένοι είχαν χάσει το θάρρος τους και τα πλοία τους κινδύνευαν να καούν από τους Τρώες (Ιλιάς, Ο,503). Εδώ η λ. χρησιμοποιείται με την έννοια της ντροπής που θα επιφέρει μια ήττα, που δεν αρμόζει στην ανδρεία των Ελλήνων. Άρα οι πολεμιστές πρέπει να φανούν αντάξιοι της ανδρείας τους και να πολεμήσουν όπως ταιριάζει σ’ αυτήν, διαφορετικά τους περιμένει η ντροπή και η καταισχύνη. Η αιδώς, δηλαδή, είναι μια βασική ηθική αρχή που πρέπει να ακολουθεί ο πολεμιστής αλλά και κάθε πολίτης, κάθε μέλος μιας ομάδας.
Στον πλατωνικό «Πρωταγόρα» η Αιδώς και η Δίκη στέλνονται στους ανθρώπους από τον Δία (322 c), για να μπορέσουν οι τελευταίοι να συστήσουν πολιτικές κοινωνίες, διότι χωρίς αυτές οι άνθρωποι αλληλοσκοτώνονταν και δεν μπορούσαν να ζήσουν μια κοινή ζωή. Εδώ η αιδώς σχετίζεται περισσότερο με την έννοια του αυτοσεβασμού και του ετεροσεβασμού, χωρίς την οποία υγιής κοινωνική ζωή δεν μπορεί να υπάρξει.
Θα αναφέρω ακόμη δυο τρεις σκόρπιες αναφορές στην αιδώ από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Ο Θουκυδίδης γράφει ότι η αιδώς «σωφροσύνης μετέχει, αισχύνης δ’ ευψυχία» (Ιστοριών, 1, 84). Δηλαδή: η αιδώς σχετίζεται με τη σωφροσύνη και η δύναμη της ψυχής με τη ντροπή. Ο Θουκυδίδης διαφοροποιεί την έννοια της αιδούς από την έννοια της αισχύνης, διότι η αισχύνη σημαίνει την ατιμία και το όνειδος που προέρχεται από κάποια αισχρή πράξη. Ο Πλούταρχος συνδέει εννοιολογικά το δέος (φόβος, σεβασμός) με την αιδώ (΄Αγις και Κλεομένης, 30,6), όπως και οι Ομηρικοί Ύμνοι, όπου συνδέονται η αιδώς, το σέβας και το δέος (Εις Δήμητραν, 190), ενώ ο Δημοσθένης θεωρεί ως πολύ σημαντικά για έναν άνθρωπο τον «λογισμόν» (ορθή σκέψη) και την «αιδώ» (Κατ’ Αριστογείτονος, 32).
Η κεντρική θέση της αιδούς στον ηθικό και κοινωνικό κώδικα των αρχαίων Ελλήνων οδήγησε τους μελετητές να ονομάσουν τις κοινωνίες των αρχαίων Ελλήνων «κοινωνίες της ντροπής», με την έννοια ότι οι άνθρωποι ένιωθαν περισσότερο ντροπή (αιδώ) απέναντι στους συνανθρώπους τους και λιγότερο ενοχές έναντι των θεών.
Αναφέρθηκα κάπως εκτενώς στο θέμα της αιδούς, επειδή, όπως δηλώνει ο καβαφικός τίτλος του τούτου άρθρου, το θέμα μου είναι η απουσία αιδούς που παρατηρείται στους σύγχρονους νέους. Θυμάμαι ότι στο Δημοτικό Σχολείο ο δάσκαλος μάς έλεγε τη φράση ότι «το κοκκίνισμα του προσώπου είναι στολίδι της ψυχής», εννοώντας ότι το αίσθημα της αιδούς, δηλαδή του σεβασμού και της συναίσθησης της τιμής που προξενεί το σέβας προς τους άλλους, είναι αυτά που κάνουν όμορφη την ανθρώπινη ψυχή. Σαν να μας έλεγε ότι «για να σας τιμούν οι άλλοι άνθρωποι, πρέπει να τους σέβεστε». Και η έννοια της αιδούς περιελάμβανε: σεβασμό προς το δάσκαλο, τον ιερέα, τους γονείς, τους παππούδες και τις γιαγιάδες, τους μεγαλυτέρους γενικότερα. Έτσι το σχολείο λειτουργούσε και ως χώρος διάπλασης των ψυχών και όχι μόνο ως χώρος μετάδοσης γνώσεων. Για όποιον ξέρει τη λειτουργία του σχολείου σήμερα είναι εύκολο να αντιληφθεί ότι αυτό που λέμε ηθικοκοινωνική διάπλαση των παιδιών και των εφήβων έχει εξαφανιστεί. Από τη στιγμή που οι δάσκαλοι σχεδόν έχουν αφεθεί στην τύχη τους, που το σχολείο αφέθηκε να ξεπέσει στα μάτια των γονέων και των μαθητών, από τη στιγμή που οι γονείς, για τους δικούς τους λόγους, έχουν πάψει να εμπιστεύονται το σχολείο και τους δασκάλους-καθηγητές, από τη στιγμή που η οικογένεια δεν βάζει φραγμούς στα παιδιά της, αλλά τα αφήνει σχεδόν ασύδοτα, για να μην τα «πληγώσει ψυχικά», τότε κάθε έννοια σεβασμού εξαφανίζεται. Το ζούμε σήμερα έντονα με όλα όσα ακούμε και βλέπουμε. Παιδιά του Δημοτικού (!), αγόρια και κορίτσια, βρίζουν εντός του σχολικού χώρου σαν να βρίσκονται σε χαμαιτυπείο (φανταστείτε τι γίνεται στα Γυμνάσια και τα Λύκεια), η λ. μ.λ.κ.ς έχει αντικαταστήσει τα ονόματα, τα σχολεία έχουν γίνει χώροι συγκρούσεων, ο εκφοβισμός μεταξύ των μαθητών είναι μια καθημερινότητα, οι συμμορίες ανηλίκων ανθούν κ.ά.
Προσπαθεί κανείς να ερμηνεύσει αυτό το φαινόμενο της ηθικής έκπτωσης, της απουσίας αιδούς, και πράγματι βρίσκεται μπροστά σε διλήμματα. Πιστεύω ότι όλο το πρόβλημα ξεκίνησε από τότε που οι κομματικές παρατάξεις άρχισαν, μετά τη Μεταπολίτευση, να κολακεύουν τους νέους, στην προσπάθειά δελεασμού τους. Από εκεί ξεκινά μια πορεία απόλυτης χειραφέτησης και ελευθεριών χωρίς φραγμούς, χωρίς όρια, χωρίς έλεγχο. Κανείς από τους ιθύνοντες δεν είπε ή δεν έδειξε με το παράδειγμά του στα παιδιά και τους νέους ότι η ελευθερία αυτοκαταργείται, όταν είναι ασύδοτη. Κανείς δεν τους είπε ότι τα δικαιώματα συνοδεύονται και από καθήκοντα και υποχρεώσεις, πως ο αληθινός πολίτης είναι ο υπεύθυνος πολίτης και πως υπεύθυνος πολίτης είναι αυτός που σέβεται τον συνάνθρωπό του και τους νόμους. Κανείς δεν έβαλε στο διάλογο με τους νέους το ηθικό ζήτημα, δηλαδή την έννοια του σεβασμού και του αυτοσεβασμού, την έννοια της αιδούς. Αντ’ αυτού μια ανήθικη πολλές φορές εξουσία, μια εξουσία στην υπηρεσία συμφερόντων, χωρίς καμιά αιδώ, χωρίς φραγμούς, κυβερνούσε το λαό, με κυρίαρχο στόχο την αναπαραγωγή της. Η μεταπολιτευτική κοινωνία μας χτίστηκε εν πολλοίς πάνω σε ψέματα, πάνω σε οράματα χωρίς περιεχόμενο, πάνω σε υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα. Όλα αυτά δεν ήταν δυνατόν παρά να γεννήσουν στις ψυχές των νέων την απογοήτευση και την πίστη πως δεν υπάρχει ηθικός κώδικας, για να τον αποδεχτούν και να τον εφαρμόσουν στη ζωή τους.
Από την άλλη, το διαδίκτυο, στο οποίο έχουν πρόσβαση και μικρά παιδιά, πολύ συχνά χωρίς έλεγχο από τους γονείς, με όλα όσα αρνητικά περιλαμβάνει και προβάλλει, η σύγχρονη «τραπ» μουσική με όλο το υβρεολόγιο που χρησιμοποιεί και που το ακούνε χιλιάδες παιδιά, η χαλάρωση της οικογένειας, η απομάκρυνση από την Εκκλησία και το Θεό (όταν λείψει ο Θεός, όλα επιτρέπονται, γράφει ο Ντοστογιέφσκι), το σπάσιμο της σχέσης με τη φύση και η αντίληψη ότι η ελευθερία είναι ασύδοτη, όλα αυτά, ίσως και άλλα, έχουν διαλύσει τον εσωτερικό κόσμο των παιδιών, το πνεύμα και το ήθος έχουν ατονήσει και μένει μόνο η ηδονοθηρία, το νταηλίκι και το χρήμα ως «αξίες» για τα νέα παιδιά. Τότε, για ποια αιδώ, για ποιο σεβασμό να μιλήσει κανείς;
Διάβασα στο κείμενο ενός σημερινού, ευαισθητοποιημένου δασκάλου ότι το πρόβλημα δεν είναι τι κόσμο θα παραδώσουμε στα παιδιά μας, αλλά τι παιδιά θα παραδώσουμε στον κόσμο. Κι έχει δίκιο. Αν τα πράγματα εξακολουθήσουν αυτή την πορεία, το αύριο δεν προβλέπεται ευοίωνο. Χρειαζόμαστε πολιτικούς με ήθος, γονείς με επίγνωση του ρόλου τους, εμπνευσμένους δασκάλους, σχολεία αντάξια του ρόλου τους. Οι κοινωνίες χτίζονται από τους ανθρώπους. Και οι άνθρωποι διαπλάθονται στο πλαίσιο της οικογένειας και του σχολείου. Τα παιδιά μας αξίζουν κάτι καλύτερο από αυτά που τους προσφέρονται από όσους έχουν στα χέρια τους τη διαπαιδαγώγησή τους.
Photo by horacio olavarria on Unsplash