ΑΠΟΨΕΙΣ
H διπλωματία και η γεωπολιτική της 28ης Οκτωβρίου…
...το ΟΧΙ του Ελληνικού λαού την 28η Οκτωβρίου ήταν και ένα κραυγαλέο ΟΧΙ στο φασισμό!
του Πέτρου Μηλιαράκη*
Με την ευκαιρία της επετείου της 28ης Οκτωβρίου που αφορά εθνική εορτή, επιβάλλεται πέραν της καταγραφής των κύριων σημείων που αφορούν στο γεγονός της κήρυξης ενός άδικου πολέμου, να προσεγγίσουμε εν ολίγοις κρίσιμα γεωπολιτικά δεδομένα της διπλωματίας της περιόδου εκείνης-όσο βεβαίως το περίγραμμα επιτρέπει.
- μια αναφορά στο γεγονός της 28ης Οκτωβρίου
- τα γεωπολιτικά και διπλωματικά δεδομένα
Από τα πρώτα μαθητικά χρόνια τα Ελληνόπουλα διδάσκονται ότι τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, επέδωσε προσωπικώς στον Έλληνα δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, πολεμικό τελεσίγραφο.
Ο σκοπός κατάληψης της ελληνικής επικράτειας και κατοχής των κρίσιμων δικτύων από την Ιταλία, ήταν ο ανεφοδιασμός και γενικά όλες οι αναγκαίες διευκολύνσεις των ιταλικών δυνάμεων προκειμένου στη συνέχεια (σύμφωνα με τη δήλωση του Γκράτσι) να προωθηθούν στην Αφρική.
Φυσικά, ο Ιωάννης Μεταξάς εναντιώθηκε στην ιταμή αυτή πρόκληση. Η εναντίωση που διατυπώθηκε στα γαλλικά με τα λόγια: «Alors c’ est la guerre», συμπυκνώθηκε επικοινωνιακά και ιστορικά στη λέξη «ΟΧΙ»!
Η Ελλάδα πριν την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου βρισκόταν ενώπιον του Συνασπισμού Ιταλίας και Αλβανίας. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, ενώ είχε ήδη από το καλοκαίρι του 1940 καταλάβει και πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική. Ο γεωπολιτικός σχεδιασμός του Μουσολίνι ήταν να ισχυροποιηθούν τα συμφέροντα της Ιταλίας όχι μόνο στην Αφρική αλλά και στον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο.
Πάντως αξιοπρόσεκτο είναι ότι η Ελλάδα και η Ιταλία, στο επίπεδο της «Κοινωνίας των Εθνών», είχαν ήδη μεταξύ τους εχθρική σχέση λόγω του γεγονότος ότι η Ελλάδα καταδίκασε την Ιταλία και ψήφισε υπέρ των οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της, επειδή κατέλαβε την Αβησσυνία στην Αφρική. Παραλλήλως η ελληνική διπλωματία και οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είχαν αντιληφθεί ότι η Ιταλία του Μουσολίνι πριν ακόμη την κατάληψη της Αλβανίας, είχε σχέδιο επέκτασης στη Βαλκανική.
Οι εκδοχές δε που είχαν εκτιμηθεί ήταν δύο: είτε αναμενόταν να επιτεθεί η Ιταλία κατά της Ελλάδας αυτοτελώς, είτε να επιτεθεί η Ιταλία κατά της Ελλάδας σε συνέργεια με τη Βουλγαρία.
Η ελληνική διπλωματία ήδη από το 1939 εντόπισε τις προθέσεις αυτές σε βάρος της ελληνικής επικράτειας. Με δεδομένο δε περαιτέρω το «Χαλύβδινο Σύμφωνο» μεταξύ της Ιταλίας και της Γερμανίας, ήταν πλέον επί τάπητος η επεξεργασία όλων των σεναρίων των πολεμικών επεμβάσεων και επιχειρήσεων. Παραλλήλως όμως ήταν υπ’ όψιν και όλα τα μεταπολεμικά σενάρια που θα μοίραζαν «το Χώρο» ανάμεσα στη Γερμανία και στην Ιταλία.
Οι δικτάτορες Χίτλερ και Μουσολίνι αποσκοπούσαν σ’ ένα συγκεκριμένο γεωπολιτικό σχέδιο: στην κατάληψη και στο διαχωρισμό του ευρύτερου χώρου της Βαλκανικής. Φέρεται δε να είχαν προσυμφωνήσει το διαμερισμό –διαμελισμό των Βαλκανίων σε Ανατολικά και Δυτικά Βαλκάνια.
Παραλλήλως, κατά το μέρος που αφορούσε ειδικώς στην Ιταλία, κατείχε τα Δωδεκάνησα από το τέλος του ιταλοτουρκικού πολέμου το 1912, και παρότι ήδη από το 1919 είχε υποσχεθεί την παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα (βλ. συμφωνία Βενιζέλου - Τιττόνι), παρά ταύτα υπαναχώρησε αθετώντας την υπόσχεσή της. Συνεπώς τα Δωδεκάνησα εξακολουθούσαν να τελούν υπό Ιταλική Κατοχή.
Η γεωπολιτική αυτή κατάσταση προϊδέαζε τη ρήξη ήδη από τη δεκαετία του 1910, τουλάχιστον κατά το μέρος που αφορούσε στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Και τούτο γιατί τα ελληνικά και ιταλικά συμφέροντα συγκρούονταν. Και συγκρούονταν τόσο όσον αφορά στην Αλβανία για το θέμα της Βορείου Ηπείρου, όσο και όσον αφορά στα Δωδεκάνησα, τα οποία έπρεπε ήδη να είχαν περιέλθει στην Ελλάδα. Υπ’ όψιν δε ότι η Αλβανία ήταν προτεκτοράτο της Ιταλίας, και ταυτοχρόνως η Ελλάδα προέβαλε διαρκώς την ύπαρξη της ελληνικής μειονότητας στη Βόρεια Ήπειρο. Αυτό ήταν θέμα ουσιαστικής τριβής.
Πέραν των προαναφερομένων, ενεστώσα για την Ελλάδα ήταν και η απειλή που αφορούσε στη Βουλγαρία. Από τη δεκαετία του 1930 υπήρχε ο κίνδυνος της Βουλγαρίας καθόσον οι αξιώσεις που προέβαλε από την εποχή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου αναφορικώς με την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, αποτελούσαν πράγματι ουσιαστική απειλή. Στο νέο θέατρο πολέμου που ετίθετο υπ’ όψιν της Ελλάδας, δεν αρκούσε πλέον η εξαιρετική θωράκιση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, θωράκιση που ήδη της είχε αποδοθεί ο όρος «Γραμμή Μεταξά», έπρεπε να επαναπροσδιορισθεί ένα νέο αμυντικό δόγμα σε αναφορά και με τις προκλήσεις της Ιταλίας.
Αλλά και η Γερμανία του Χίτλερ είχε τα δικά της σχέδια. Την κρίσιμη περίοδο ελάχιστο χρόνο πριν την κήρυξη του πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδας, ο Χίτλερ άσκησε μια προσωπική διπλωματία με αποκορύφωμα το τρίμηνο Μαϊου-Ιουλίου 1939, οπότε ερήμην της Ιταλίας και φυσικά ερήμην του Μουσολίνι, εξασφάλισε τη συμμαχία της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας.
Αυτό αιφνιδίασε το Μουσολίνι ο οποίος θεωρούσε ότι τα ρουμανικά πετρέλαια του ανήκαν στο πλαίσιο του διαμελισμού της Βαλκανικής. Συνεπώς ο αποκλεισμός της Ιταλίας από τη Γερμανία επέβαλε στο Μουσολίνι να αυτονομήσει τις κινήσεις του, με κύρια αιχμή την μονομερή επέμβαση του κατά της Ελλάδας.
Άξιο αναφοράς είναι ότι όταν ο Χίτλερ την 1η Σεπτεμβρίου 1939 επιτέθηκε στην Πολωνία, δείχνοντας στο Μουσολίνι τις εν γένει επιδιώξεις του, αυτό εξόργισε περαιτέρω τον Ιταλό δικτάτορα. Αποκορύφωμα όμως της πίεσης που δέχθηκε ο Μουσολίνι ήταν όταν στις 12 Οκτωβρίου 1940, δηλαδή λίγες μόλις ημέρες πριν από την κήρυξη του πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδας, οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τις πετρελαιοπηγές της Πράχοβα στη Ρουμανία.
Συνεπώς η ιταμή πρόκληση του Μουσολίνι ενάντια στην Ελλάδα αφορούσε εξέλιξη που κατά το μάλλον και μάλλον ήταν αναμενόμενη. Πολλοί μάλιστα ανέμεναν συγκεκριμένα την 28η Οκτωβρίου ως εκδήλωση επίθεσης κατά της Ελλάδας, καθόσον η ημερομηνία αυτή αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία ήδη από το έτος 1925. Συνεπώς το ΟΧΙ του Ελληνικού λαού την 28η Οκτωβρίου ήταν και ένα κραυγαλέο ΟΧΙ στο φασισμό!
--------------------------------------------
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).