ΑΠΟΨΕΙΣ

«Είμεθα Έλληνες κι εμείς, τι άλλο είμεθα;»

Τον συγγραφέα γοητεύει το μοναδικό ελληνικό φως. Δεν ξέρει για ποιον λόγο. Ξέρει όμως πως “είναι αδιαχώριστο από αυτό που φώτιζε το δημιουργικό πνεύμα και τη μεγαλοφυΐα της Αρχαίας Ελλάδας”.

«Είμεθα Έλληνες κι εμείς, τι άλλο είμεθα;»

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΡΑΚΩΝΑΚΗ (*)

 

Ελληνιστική Περίοδος. Ο Φίλων και ο Έρμιππος, δύο εξελληνισμένοι ανατολίτες φιλόσοφοι, επιστρέφουν με πλοίο στις ασιανές πατρίδες τους. Σαγηνευμένοι από το οικουμενικό εύρος της ελληνικής παιδείας καμαρώνουν με περισσή υπερηφάνεια, επειδή “προσεγγίζουν” ακόμη και φυλετικά την ελληνική ταυτότητα (Κ. Π. Καβάφης, Επιστροφή στην Ελλάδα, στίχος 11).

Αυτός ο στίχος του Αλεξανδρινού ήρθε στο νου μου μόλις πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του Julien Grivel “Ελλάδα, η δική μου Ιθάκη”. Κάπως επιπόλαια σκέφτηκα: ένας ακόμη Ελληνολάτρης γοητευμένος από την ακτινοβολία της κλασικής Ελλάδας και το ελληνικό φως. Όμως από τις πρώτες σελίδες είδα να αναδύεται ο μεγάλος ανθρωπιστής. Ο “ιατήρ ψυχών και σωμάτων” Ελβετός γιατρός των χανσενικών της Αγίας Βαρβάρας του Αιγάλεω για είκοσι έξι χρόνια. Με το μεγάλο εσωτερικό πλούτο και τις πολλές σιωπές, όπως ο ίδιος γράφει, σ’αυτούς τους άφιλους καιρούς.

Στο βιβλίο που εκδόθηκε από την Περιφέρεια Κρήτης με την επιμέλεια και εξαιρετικές σημειώσεις του Κωστή Μαυρικάκη, περιλαμβάνονται 69 σύντομα κείμενα. Τα περισσότερα αναφέρονται σε ταξιδιωτικές εντυπώσεις ανά την Ελλάδα. Τον συγγραφέα γοητεύει το μοναδικό ελληνικό φως. Δεν ξέρει για ποιον λόγο. Ξέρει όμως πως “είναι αδιαχώριστο από αυτό που φώτιζε το δημιουργικό πνεύμα και τη μεγαλοφυΐα της Αρχαίας Ελλάδας”. Ανήσυχος ταξιδευτής αναζητά παντού ίχνη της ελληνικής παράδοσης και Ιστορίας. Με θαυμαστή διεισδυτικότητα σταματά σε χώρους απροσδόκητους, άγνωστους ακόμη και για τον μέσο Έλληνα.

Ο κύριος όμως σκοπός των επισκέψεών του δεν είναι αυτός. Είναι “οι πολλές και ραγισμένες ζωές που ναυάγησαν”. Η θεραπεία και η ανακούφισή τους και οι προκαταλήψεις του κοινωνικού περίγυρου. Ανοίγει τις χαραμάδες της ψυχής τους, τους νιώθει και τον νιώθουν στα βουβά δωμάτια με τα λιγοστά έπιπλα, την απέραντη μοναξιά και την πίκρα μιας στενής ζωής. Γλυκαίνει, πέρα από τη θεραπεία, και τη στενόχωρη διάθεσή τους. “Ο μόνος φίλος είσαι εσύ” του εκμυστηρεύεται ο Πέτρος από τον Βόλο, μια σιωπηλή σκιά.

Επηρεάζει, επηρεάζεται και καθορίζεται από τη μεγαλοσύνη δύο ασθενών του. Του Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη από τη Σητεία, οργανωτή και προέδρου των στιγματισμένων στο περίκλειστο νησί της Σπιναλόγκας με πλατιά παιδεία και σιδερένια θέληση. Και από τον Μανόλη Φουντουλάκη από την Ελούντα. Τυχερότερος αυτός τον προσπέρασε η συμφορά και προικίστηκε ως αντάλλαγμα με κατασταλαγμένες σκέψεις. Ένας θυμόσοφος σωκρατικός και στωικός μαζί. 

Η ομορφιά της φύσης διατρέχει όλα τα κείμενα. Δε μένει όμως στις μεθυστικές μοσχοβολιές και στο πανηγύρι της Άνοιξης. Με λογοτεχνική χάρη συσχετίζει, αντιθέτει και προεκτείνει την περιγραφή, όπου απαιτείται, με κοινωνικές, πνευματικές ή ηθικές αντανακλάσεις. “Οι ζουμεροί καρποί της πορτοκαλιάς δείχνουν με την παρουσία τους ότι η ζωή συνεχίζεται”. Αλλού αναφέρει “Η βάρκα έσκιζε το νερό τόσο κρυστάλλινο και καθαρό όσο η παιδική ηλικία”.

Η περιπλάνηση στα ελληνικά τοπία συνυπάρχει με τις σαρώσεις της Ιστορίας και τις ευαισθησίες της λογοτεχνίας. Με αναπάντεχες ματιές μπαινοβγαίνει από το χθες στο σήμερα. Στη Λέσβο αναθυμάται στίχους της Σαπφώς, στη Χίο συναντάται με το ποίημα του Ουγκώ “Το Ελληνόπουλο”. Ζει έντονα το “Πάσχα των Ελλήνων” στα Ζαγοροχώρια και χαίρεται τη γαλήνια μοναξιά ενός ασκητή των Μετεώρων. Βιβλιοφάγος και βιβλιόφιλος επισκέπτεται στην Ανδρίτσαινα της Ηλείας την ξακουστή ιστορική βιβλιοθήκη. Δε μιλά για επίσκεψη αλλά για προσκύνημα στο ανεμόδαρτο τοπίο του Αγίου Όρους. “Τόπος που μυρίζει αιώνες και αποπνέει πολιτισμό και γαλήνη” αναφέρει. Νομίζω πως ο χώρος μορφοποιείται και ανταποκρίνεται στις τρεις μεγάλες αγάπες του: φύση, στοχασμό, προσφορά. 

Συναρπαστικές αφηγήσεις και απροσδόκητα περιστατικά αιφνιδιάζουν. Περιορίζομαι σε τρία. Μία απρόσμενη συνάντηση στην οδό Αιόλου με τον άστεγο Μπάρμπα Γιάννη, έναν ανέμελο και ατημέλητο μποέμ με θεώρηση της ζωής με λοξή ματιά. Στη Σπιναλόγκα οι έγκλειστοι αρνούνται να μεταλάβουν φοβούμενοι μήπως κολλήσουν τον νέο ιερέα τους κι όταν μεταπείθονται και μεταλαβαίνουν και ο νέος ιερέας πίνει τη Θεία Μετάληψη, το εκκλησίασμα κλαίει γοερά! Αναθυμάται μια επίσκεψη στο Απάνω Μεραμπέλλο στο “ατέρμονο βασίλειο της πέτρας και της φρυγανισμένης γης” κατά τον Νίκο Ψιλάκη. Εκεί στο Απάνω Λούμα στο νεκροταφείο πάνω στον τάφο ενός πρώην γενίτσαρου μια τουρκική επιγραφή ξυπνά μια λυγμική ιστορία-θρύλο. 

“Αγαπώ τους κατοίκους της Ελλάδας και τη γλώσσα τους, αν και αυτή με βασανίζει πολύ συχνά” γράφει. Και καταβάλλει μακρόχρονες και “οδυνηρές”, όπως γράφει, προσπάθειες, για να την κατακτήσει με προσλαμβάνουσες από παντού, με μεγάλο πείσμα και πολλή αγάπη. Τον μαγεύουν κάποιες πανέμορφες λέξεις (αμφιλύκη, χαρμολύπη), τον τυραννούν μερικές μεταφορικές φράσεις (ένα τσιγάρο δρόμος), προσπερνά με χιούμορ τα λάθη του (κοτόπουλο - Κοτοπούλη). 

“Όλο και πιο έντονα νιώθω ότι ανήκω σε μία διπλή κοινότητα” επιλέγει. Δύο πατρίδες συνυπάρχουν. Κάποτε συναιρούνται, άλλοτε αντιμάχονται με διαδρομές υπόγειες, άλλοτε σκοτεινές, άλλοτε σιωπηλές, ενίοτε όμως και φανερές. Συνταιριάζει το άπλετο ελληνικό φέγγος με τους ομιχλώδεις ελβετικούς ορίζοντες. Και στο τέλος καταλήγει σε μία διφυή δημιουργική ώσμωση. Νιώθει κάπως σαν τους ελληνίζοντες φιλόσοφους του Καβάφη.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας οργάνωσε πολιτειακά το 1814 τη νεοσύστατη Ομοσπονδία της Ελβετίας με τα περίφημα καντόνια. Οι Ελβετοί τον τίμησαν στήνοντας αγάλματά του σε έξι μεγάλες πόλεις και δύο καντόνια, της Γενεύης και του Βω, τον ανακήρυξαν επίτιμο δημότη τους. Και ο τραπεζίτης της Γενεύης Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος έστελνε όπλα και εφόδια το 1821 στους ξεσηκωμένους Έλληνες και υποστήριζε με κάθε τρόπο το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827) τον ανακήρυξε επίτιμο πολίτη της Ελλάδας. 

Το ίδιο πιστεύω πως πρέπει να γίνει και με τον Julien Grivel. Ήδη έχει τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών και τη Βουλή των Ελλήνων. Περιμένουμε λοιπόν ανάλογη τιμή και από την Ελληνική Πολιτεία. Για τον Grivel, τον Έλληνα Grivel. Σαν αναγνώριση και αντιχάρισμα. “Δόσις ολίγη φίλη τε” (λιγοστό μα αγαπητό δώρο, κατά τον Όμηρο). Αυτή είναι άλλωστε και η προσταγή του αρχαίου στοχαστή μας “Έλληνες καλούνται οι της παιδεύσεως της ημετέρας μετέχοντες”.

 

(*)  Ο κ. Γιώργος Δρακωνάκης είναι συνταξιούχος καθηγητής φιλολογίας.



 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση