ΑΠΟΨΕΙΣ
«Δόγμα Rothschild» και Ευρωπαϊκή Ένωση
Η εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση αφορούσε τη δημιουργία αμετάκλητων νομισματικών ισοτιμιών χάριν των εξαγωγικών χωρών. Προσδοκούσε όμως και στη δημιουργία βέλτιστης οικονομικής ζώνης.
Του Πέτρου Μηλιαράκη*
Το επίδικο «ζητούμενο» είναι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας υπό το κράτος των σημερινών πολιτικών της Ένωσης. Ας μου επιτραπεί δε, να επικεντρωθώ στα παρακάτω:
Από την ίδρυση της πάλαι ποτέ ΕΟΚ που μετασχηματίστηκε σε Ευρωπαϊκή Κοινότητα και σήμερα σε Ευρωπαϊκή Ένωση, διαμορφώθηκαν διάφορες Σχολές ή Ρεύματα Σκέψης. Αναφέρομαι κυρίως στο εκκρεμές μεταξύ των φεντεραλιστών και ευρωσκεπτικιστών. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι και στα δύο αυτά άκρα του εκκρεμούς, κοινή παραδοχή και κοινός τόπος είναι η ύπαρξη του «δημοκρατικού ελλείμματος».
ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΩΣ ΑΥΤΟΣΚΟΠΟΣ
Συνεπώς τίθεται ζήτημα αντιπροσωπευτικότητας. Η αφήγηση δε περί το «δημοκρατικό έλλειμμα», επιδεινώνεται από τις εξωθεσμικές και από καθέδρας πολιτικές ενός άκρατου ηγεμονισμού, της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, με πρόταγμα τα συμφέροντα της Γερμανίας.
Για τους σοβαρούς παρατηρητές ως προς «κοινοτικό και ήδη ενωσιακό κεκτημένο», εγείρεται ήδη αμφισβήτηση, καθόσον υποχωρεί όλο και περισσότερο λόγω της διεύρυνσης του δημοκρατικού ελλείμματος, εξ αιτίας πρωτίστως της επιβαλλόμενης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Παρατηρείται δε, ότι η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική όλο και απομακρύνεται από τις ανάγκες των Λαών και από τις βασικές θεσμικές αξιώσεις, ακόμη και της Συνθήκης της Λισαβόνας που αφορούν: «την ευημερία των λαών», «την κοινωνική και εδαφική συνοχή», «την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών» και «το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας» (βλ. κυρίως άρθρα 2 και 3 ΣΕΕ).
Τούτου δοθέντων εγείρεται ζήτημα λειτουργιών στο πλαίσιο των Αρχών της Δημοκρατίας, έτσι ώστε να δημιουργείται ευλόγως η πεποίθηση ότι το «δημοκρατικό έλλειμμα» αφορά «αυτοσκοπό» για την άσκηση εν τοις πράγμασι των ενωσιακών πολιτικών.
Η Δημοκρατική Αρχή προϋποθέτει ένα γενικό κανόνα που διέπει τη συγκρότηση και τη λειτουργία μιας δεδομένης έννομης τάξης. Εν προκειμένω της ευρωπαϊκής ενωσιακής έννομης τάξης.
Η Δημοκρατική Αρχή όμως επιβάλλει ως υπέρτατη θέληση πρωταρχικώς αλλά και σε τελευταίο βαθμό, τη θέληση του Λαού. Με άλλες λέξεις στο Λαό ανήκει η κυριαρχία, καθώς και η πρωταρχική αρμοδιότητα να καθορίζει την αρμοδιότητά του, αλλά και τις αρμοδιότητες των άλλων κρατικών οργάνων.
Οι προαναφερόμενες Αρχές, που αφορούν «την ευημερία των λαών», «την κοινωνική και εδαφική συνοχή», «την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών» και «το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», αντί να επαναβεβαιώνονται, εν τούτοις υποχωρούν, καθόσον λαμβάνει χώρα «μετατόπιση» των Θεσμών, σε μηχανισμούς άτυπης διαβούλευσης των ισχυρών του κεντρικού πυρήνα, με τελικό «πρόταγμα» το Eurogroup.
Ωστόσο, η δημιουργία του σκληρού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω του ευρωσυστήματος, αν και αφορά (ως προεκτίθεται) εισαγωγή σημαντικού στοιχείου ομοσπονδοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εν τούτοις διευρύνει το χάσμα του δημοκρατικού ελλείμματος.
Η θεσμική διαδικασία παροχής της ρευστότητας στην οικονομία στο πλαίσιο του όλου ευρωπαϊκού οικοδομήματος, έχει αφεθεί στην ανεξάρτητη βούληση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Παρά δε που η ΕΚΤ με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (βλ. άρ. 13 ΣΕΕ) αφορά πλέον Θεσμό του όλου οικοδομήματος, εν τούτοις θεσμικά δεν ελέγχεται και δεν λογοδοτεί για τις «πολιτικές» της, αν και υπάρχουν πρόνοιες να εναχθούν τα Όργανά της ενώπιον των δικαιοδοτικών Οργάνων του Λουξεμβούργου, ακόμη και για αποζημιώσεις.
ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΤΟ «ΔΟΓΜΑ ΤΟΥ ΜΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ»
Περαιτέρω, το όλο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταργεί παραδοχές του «κεϋνσιανού» μοντέλου και αποβάλλει όλο και περισσότερο την οποιαδήποτε έννοια του παρεμβατικού κράτους. Εγκαθιδρύει δε ως κυρίαρχη ιδεολογία το νεοφιλελευθερισμό. Έτσι η νομισματική πολιτική αφορά πλέον σύνολο μέτρων με τα οποία η κυρίαρχη νομισματική αρχή επιδιώκει την επίτευξη των προσδιορισμένων στόχων και σκοπών της, μέσω του ελέγχου της προσφοράς χρήματος, υπό το κράτος όμως της κρατούσας ιδεολογίας. Δηλαδή του μη παρεμβατικού κράτους και της στενότητας της κυκλοφορίας του χρήματος, ως νομίσματος.
Η εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση αφορούσε τη δημιουργία αμετάκλητων νομισματικών ισοτιμιών χάριν των εξαγωγικών χωρών. Προσδοκούσε όμως και στη δημιουργία βέλτιστης οικονομικής ζώνης.
Έτσι πέραν της αντίφασης, όπου το ενιαίο νόμισμα εγκαθιδρύθηκε σε ανισόμερη ανάπτυξη των οικονομιών των κρατών-μελών, αλλά και με έλλειψη πολιτικής ενοποίησης, εν τούτοις ως γενικό ισοδύναμο για την ανταλλαγή προϊόντων, δεν επιβεβαιώθηκε στο σύνολο της αποστολής του. Και τούτο γιατί επιβεβαιώθηκε μόνο ως προς την αποστολή του που αφορούσε στην εξυπηρέτηση των εξαγωγικών χωρών. Επίσης, το ενιαίο νόμισμα δεν επιβεβαιώθηκε ως προς την αποστολή του για τη δημιουργία βέλτιστης οικονομικής ζώνης.
Όσο δε η οικονομική ελίτ στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιβάλει σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία όλο και θα επιδεινώνονται οι αντιθέσεις εντός της οικονομικής ζώνης με αμφίβολα αποτελέσματα, ακόμη και ως προς τους στόχους που η ίδια η ελίτ επιδιώκει.
Ο επιφανής μεγαλοτραπεζίτης Μ.Α. Rothschild, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, διατύπωσε το αμίμητο δόγμα: «Άφησέ με ελεύθερο να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιός ψηφίζει τους νόμους του»!
Η δογματική αυτή αντίληψη αποδίδει με τον πιο αυθεντικό τρόπο την κυριαρχία του χρήματος ως νομίσματος την οποία η εκάστοτε άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί κατά το δοκούν.
Ο Ελληνικός Λαός ζει διαρκώς την πίεση αυτής της επικυριαρχίας, δηλαδή της επικυριαρχίας του «δόγματος Rothschild».
Ωστόσο, το δόγμα αυτό επιδεινώνει το χάσμα του δημοκρατικού ελλείμματος. Εγκαθιδρύει δε στην πράξη μια οικονομική ελίτ η οποία επιβάλλει τη θέλησή της ενάντια στα κοινωνικά δικαιώματα, με κατάληξη την επέκταση του ευρωσκεπτικισμού στις κοινωνίες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
«Μ.Α.Rothschild: “Άφησέ με ελεύθερο να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιός ψηφίζει τους νόμους του”»
* ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC-EU).