Του Θανάση Γιαπιτζάκη
«Ποιά να είναι αυτή η Δανάη;» θα αναρωτηθεί κανείς σήμερα.
Και δεν πρόκειται για την αρχική Δανάη της Ελληνικής Μυθολογίας, τη μητέρα του Περσέα, πριν εκείνος σκοτώσει τη Μέδουσα και γνωρίσει την Ανδρομέδα, απ’ όπου προέρχεται αυτό το όνομα.
Η Δανάη, που εμείς λέμε σήμερα, είναι μια ιστορική μορφή από τα χρόνια του παλιού αλλά καλού τραγουδιού. Είναι αυτή, που, με τη μοναδική φωνή της, έγινε η κορυφαία του Αττίκ, του Σουγιούλ, του Γιαννίδη, του Χαιρόπουλου, και όλων εκείνων των σπουδαίων μουσικών δημιουργών, πριν την έλευση του Λαϊκού Τραγουδιού και του Νέου Κύματος στη Νεώτερη Ελλάδα.
Ακούστε στίχους από τραγούδι που τραγουδούσε, για να καταλάβετε τί υπερασπιζόταν η θεσπέσια φωνή της:
«Μέσα στα πράσινα πευκάκια | ή κάτω απ’ τις ελιές | στα φεγγαρόλουστα χλωμά σοκάκια | ή στις ακρογιαλιές | πόσοι περνούν δυστυχισμένοι | με βλέμμα σκυθρωπό | γιατί τρελά πιστέψαν οι καημένοι | τη λέξη «σ’ αγαπώ». | Τη λέξη αυτή τη μάγισσα| που ’χει ομορφιές πολλές, | μα άρωμα χάνει, | γίνεται πλάνη, | όσο την ξαναλές. | Ειν’ η αγάπη χίμαιρα | που κυβερνάει τα νιάτα, | με όνειρα εφήμερα, | χρυσούς καπνούς γεμάτα. | Γι’ αυτήν στον Κόσμο χύνεται |πολύ μελάνι κι αίμα, | αλλά ζωή δεν γίνεται | χωρίς αυτό τ’ ωραίο ψέμα. | Μ’ αυτό κουρνιάζουν και ξυπνούνε | στα δάση τα πουλιά, | αυτό το ψέμα γλυκοτραγουδούνε | τ’ ανθρώπινα φιλιά. | Πολλές μ’ αυτό έχουν πλανέψει | πολλούς μες στη ζωή, | όπως κι εμένα είχες κι εσύ μαγέψει | κάποιο θαμπό πρωί…»
Ή, από ένα άλλο τραγούδι που τραγουδούσε, δείτε το ρεφραίν: «Το δάκρυ το πικρότερο | δεν είναι αυτό που τρέχει | όταν αρχίζει ο καημός | που τελειωμό δεν έχει, | μον’ ειν’ αυτό που σταματά | στου βλέφαρου την άκρη, | όταν τα μάτια που έκλαψαν | δεν έχουν άλλο δάκρυ».
Σας καλώ ν’ ακούσετε ποιά ήταν η φωνή της που μετέφερε τότε, στο ευρύ κοινό, τέτοιους στίχους. Ήταν μάλιστα η Δανάη τόσο χαρισματική, που έγραψε και στίχους δικούς της. Οι γνωστότεροι είναι στο τραγούδι με μουσική Μίμη Πλέσσα: «Αν σ’ αρνηθώ, αγάπη μου, κακό μεγάλο νάβρω»!
Με την μόρφωσή της μας σήκωσε παραπάνω, με την φωνή της μας μάγεψε με εκείνες τις ανεπανάληπτες ερμηνείες της. Η μεγάλη μας τύχη είναι πως μας τα άφησε προίκα. Εκείνη η ευλογημένη γενιά μπορεί τώρα να έχει φύγει από κοντά μας, η φωνή τους όμως έμεινε εδώ, να μας συνοδεύει, να μας καθοδηγεί, να μας προβληματίζει. Η Δανάη ήταν από εκείνα τα Αηδόνια που δεν σταματούνε ποτέ.
Πριν δώδεκα χρόνια, στην κηδεία της, τότε που δώσαμε στο χώμα τα ενενήντα έξη της χρόνια, ήρθαν ολόγυρά της άνθρωποι της μουσικής τέχνης και των γραμμάτων, σύντροφοί της στον αγώνα, μαθητές της στο τραγούδι, φίλοι και συγγενείς, καθώς και άνθρωποι καθημερινοί που τη λάτρεψαν. Κι ανάμεσά τους εκπρόσωποι της δεύτερης πατρίδας της, της Χιλής, που την είχαν βραβεύσει με το ανώτερο μετάλλιο όλης της Νότιας Αμερικής και που φρόντισαν - στην ύστατη ώρα - να αποτίσουν, ακόμη μία φορά, τιμή στην προσφορά της. Το στεφάνι της πρέσβειρας της Χιλής ήταν ανάμεσα στα στεφάνια του Μίμη Πλέσσα, του Βαγγέλη Παπαθανασίου, ακόμα και του Αττίκ, που συμβολικά ήταν εκεί πλάι της για την κορυφαία τραγουδίστριά του.
Η Δανάη είχε ζήσει τον Μεσοπόλεμο στη Γαλλία, «σε εποχή μεγάλων ζυμώσεων και ανατροπών». Εποχή επαναστάσεων στην ποίηση και στην τέχνη. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, η Δανάη θα φτάσει στην ωριμότητα της τραγουδιστικής της καριέρας σε μια εποχή μιζέριας και δυσκολιών, στην εποχή του Μεταξά. «Όμως η ποιότητα είναι μια άμυνα σε κάθε τυραννία, σε κάθε λογοκρισία. Και η Δανάη ήταν ριζωμένη στην ποιότητα» είχε πει, σε μια ομιλία - αναφορά σ’ αυτήν, ο πανεπιστημιακός και κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος (που σ’ εμάς είναι γνωστός σαν Μύρης, ο στιχουργός του Γιάννη Μαρκόπουλου). «Δε χρειάζεται κάθε φορά να κάνουμε πολιτικό λόγο ή ρητορική, εφόσον ο καθένας είναι ριζωμένος στην ποιότητά του. Εφόσον υπερασπίζεται το είδος που κάνει με μανία και πάθος, αυτό είναι πολιτική πράξη».
Αλλά η Δανάη υπήρξε και μια αγωνίστρια αληθινή. Ένας άνθρωπος που άφησε το φωτεινό του παράδειγμα ότι ο αληθινός καλλιτέχνης, στις ώρες που ο λαός του υποφέρει, γίνεται φλόγα ο ίδιος για να νικήσει το σκοτάδι. Και η Δανάη Στρατηγοπούλου, όταν χρειάστηκε, αυτό ακριβώς έκανε. Έτσι βρέθηκε στις φυλακές των Γερμανών. Και έτσι την κατέβασαν από τη Σκηνή η Ασφάλεια στα μαύρα χρόνια του Εμφυλίου.
Καλλιτέχνις και αγωνίστρια, η Δανάη Στρατηγοπούλου πήρε και έδωσε χαρά, απολαμβάνοντας το σπάνιο προνόμιο να συνειδητοποιεί ότι εξακολουθεί να παραμένει δημοφιλής στο γύρισμα του Αιώνα. Όπως τότε, στην Κατοχή, στο Άλσος του Πεδίου του Άρεως, που τη χειροκροτούσαν δύο χιλιάδες άνθρωποι συνέχεια, επί δέκα λεπτά. Τα τραγούδια της δεν ήταν βέβαια άσχετα με το πατριωτικό της έργο και ο κόσμος έπιανε τα μηνύματα μέσα από τους «αθώους» στίχους. Για παράδειγμα, τον Σεπτέμβριο του 1943, η Αθήνα πληροφορείται από τον παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό του Λονδίνου, ότι «Άγγλοι και Έλληνες κομάντος έπεσαν στη Σάμο». Πληροφορία, που την ξέρανε καλύτερα οι Γερμανοί. Το δημοτικό τραγούδι «Σαμιώτισσα», που η Δανάη τραγουδάει στην «Όαση», κάνει τον κόσμο να την αποθεώνει, για αρκετή μάλιστα ώρα, ενώ οι, παγωμένες αρχικά, Κατοχικές Αρχές τη συλλαμβάνουν, τη φυλακίζουν στο Εμπειρίκειο Αναμορφωτήριο. Υπομνήματα επί υπομνημάτων του Υπουργείου Παιδείας και της Μητρόπολης, οι πιέσεις των Εαμικών Οργανώσεων αναγκάζουν τους κατακτητές να την αφήσουν ελεύθερη.
Πεθαίνει η μητέρα της τον Δεκέμβρη του 1943. Τα Ες Ες την καταδιώκουνε πάλι, γνωρίζοντας πια την κρυφή δράση της στην «Αλληλεγγύη» του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου.
Αναγκάζεται λοιπόν να το σκάσει και να καταφύγει στην Καλλιθέα, στην «Ελεύθερη Ελλάδα» όπως την έλεγαν, όπου συνεχίζει να ζει, να δρα, να αντιστέκεται, με το ψεύτικο όνομα Ελένη Σοφιανοπούλου. Κάποιος αντιστασιακός τής συστήνεται: «Αργύρης Καλλιγάς, ιατρός». «Και άλλα διηγήματα…» συμπληρώνει εκείνη, και γελούν. Εκεί στην Καλλιθέα, με αυτόν τον τρόπο, γεννήθηκε ο μεγάλος της έρωτας με τον δημοσιογράφο Γιώργο Χαλκιαδάκη, που η υγεία του σοβαρά επιβαρυμένη, λόγω αορτής, φέρνει τα ιατρικά πορίσματα να του δίνουν το πολύ δύο χρόνια ζωής. Τον παντρεύεται για να τον φροντίσει. Ο γάμος τους και η φροντίδα της τον κρατάνε στη ζωή για δέκα ολόκληρα χρόνια.
Κάνουν μια κόρη, την Λήδα, που αργότερα, όταν μεγαλώσει, θα συμμετάσχει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το τραγούδι «Όταν θα γεννηθεί ο γιος σου, θα ’ναι μια μέρα σαν τις άλλες». Το 1954 η Δανάη χάνει τον αγαπημένο της. Την ημέρα της κηδείας του συζύγου της Γιώργου Χαλκιαδάκη, την αντικαθιστά, στο κέντρο όπου εμφανίζεται, ο Νίκος Γούναρης. Η πρώτη της ποιητική συλλογή «Αντιδράσεις» εκδίδεται με το ψευδώνυμο «Αργυρώ Καλλιγά», που χρησιμοποιεί το παλιό αντιστασιακό ψευδώνυμο του άντρα της. Απ’ αυτή τη συλλογή ο Κώστας Χατζής θα κάνει αργότερα μελοποιήσεις.
Από το 1946, διδάσκει φωνητική σε Ωδεία, με μαθήτριες που την κάνουν να νιώθει περήφανη: Βέτα Προέδρου, Μαριάνα Χατζοπούλου, Ελίζα Μαρέλι, Άντζελα Ζήλια, κ.α.
Η Δανάη κυνηγήθηκε, ταλαιπωρήθηκε για την αντιστασιακή της δράση. Κατόρθωσε όμως να ξανασταθεί στα πόδια της και να ξαναλειτουργήσει, μέσα από το τραγούδι. «Δεν ευτέλισε το επάγγελμά της» τόνισε ο Γεωργουσόπουλος. «Δεν έκανε κοσμική ζωή η Δανάη. Δεν την είδαμε πουθενά σε κουτσομπολίστικα περιοδικά... ούτε σε ηλίθιες συνεντεύξεις». Η ηθική της απαράμιλλη, αναγκάζοντας κάποτε τον Χαιρόπουλο, να πει γι’ αυτήν το περίφημο «Ευτυχώς που υπάρχει μια Δανάη, για να ακυρώνει τον κανόνα», εννοώντας την πεσμένη ηθική στο χώρο του Θεάτρου και του Τραγουδιού.
Φεύγει για τη Χιλή στα 1960 περίπου, όπου ξεκινάει τη μετάφραση στο «Κάντο Χενεράλ» του Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα που, δέκα χρόνια αργότερα, θα τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έχω από παλιά ένα ογκώδες βιβλίο, αυτή τη δουλειά της, το «Κάντο Χενεράλ» («Γενικό Άσμα» μετέφρασε τον τίτλο η Δανάη). Η επιστροφή της όμως στην Ελλάδα, την φέρνει αντιμέτωπη με τη δικτατορική εξουσία του 1967, που θα την αναγκάσει να αυτοεξοριστεί, προκειμένου να γλιτώσει, από το διωγμό που θα ακολουθούσε.
Έτσι, επιστρέφει και πάλι στη Χιλή, κοντά στην αδελφή της Μίρκα, που είναι καθηγήτρια ειδικευμένη στο μεσαιωνικό τραγούδι. (Σημείωση: Η Μίρκα, δέκα χρόνια μικρότερη από τη Δανάη, έμελλε να πεθάνει σαράντα μέρες μετά τον θάνατο της αδελφής της).
Έζησε στη μακρινή Χιλή, γνωρίζοντας εκεί τον Πάμπλο Νερούντα, ζώντας από κοντά την επανάσταση των Χιλιανών με τον Αλιέντε, τραγουδώντας, μεταφράζοντας, αλλά και διδάσκοντας. Για έξι συνεχή χρόνια, όσο ήταν και η διάρκεια της παραμονής της εκεί, δημοσιεύει μελέτες στο Δημοτικό μας Τραγούδι, ενώ για δυο χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο διδάσκει Ελληνική Λαογραφία. «Είναι» υπογραμμίζει ο Γεωργουσόπουλος «η πρώτη Ελληνίδα μουσικολόγος, που κατορθώνει να αποδείξει επιστημονικά ότι ο ελληνικός καλαματιανός στίχος παραπέμπει στο δακτυλικό εξάμετρο του Ομήρου (στο βιβλίο της με τίτλο "Τα δημοτικά τραγούδια των Ελλήνων")».
Αυτά τα λίγα για την «πολλή» Δανάη. Ποτέ δεν είναι αργά να την ανακαλύψουμε.
Όσο για την φυσική απουσία της, δώδεκα χρόνια τώρα, παραθέτω εδώ το ρεφραίν ενός τραγουδιού της, που έχει απομείνει με την υπέροχη φωνή της: «Τι κι αν κλαίω, | όλα έχουν ένα τέλος, | η αγάπη κι η χαρά κι η ζωή. | Τι κι αν κλαίω, | όλα έχουν ένα τέλος, | σαν την νύχτα που κρατάει ως το πρωί».