ΑΠΟΨΕΙΣ
Βραδιάζει στο Μπέργκαμο
Λιγοστεύει το φως. Λιγαίνει η ζωή, πληθαίνει ο θάνατος. Δε φλεγοκοπά αναντρανιστά το αίμα στις φλέβες. Οι ανάσες βαριές. Έρημοι δρόμοι. Φαντάσματα, παράξενη σιωπή. Άφατος πόνος
Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ
Υπάρχουν τόποι που ο χρόνος έχει πετρώσει. Όλα σ’ αυτούς σταματούν, σιγούν εν πλήρη ζωή όπως στην Πομπηία. Νοιώθεις απάνω τους μια ιαχή της Ιστορίας και του παρελθόντος να τους στοιχειώνουν. Μα και την ατυχία του παρόντος να τους δέρνει ασίγαστα. Όλα εδώ σε τούτη την παλιά πόλη της Λομβαρδίας του ιταλικού βορά, είναι διατηρημένα περίφημα παρ’ όλους τους αιώνες που πέρασαν. Τίποτα μέχρι και τα ξεψυχίσματα του τούτου του φρικτού χειμώνα που διανύουμε, δεν θύμιζαν μέχρι πρόσφατα ερείπια, σκόνη, συμφορά και θάνατο. Λίγο πριν τα εισόδια της Άνοιξης, σε τούτη από τις πιο ρομαντικές πόλεις της χώρας.
Αναπολώ τα ατέλειωτα λεπτά προσήλωσης και μαγείας μπροστά στην «Αλληγορία της Άνοιξης» (Primavera) της Ιταλικής Αναγέννησης του Μποτιτσέλι στην πινακοθήκη Ουφίτσι της Φλωρεντίας καμιά τριακοσαριά χιλιόμετρα νοτιότερα από την τραγική πόλη. Εκείνη την περίτεχνη μυθολογική αλληγορία της άνθησης της γονιμότητας του κόσμου ιστορημένη από τα πινέλα του μεγάλου ιταλού ζωγράφου, λίγα χρόνια μετά την πτώση της Πόλης. Έργο εμπνευσμένο από την περιγραφή της Άνοιξης όπως τη φαντάστηκε ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος. Και σκέφτομαι πόσο οι άνθρωποι και η τέχνη εκείνων των χρόνων, αποτύπωναν πανανθρώπινες αλληγορίες δώρο για την αιωνιότητα και τις επόμενες γενιές.
Πολλοί ερμήνευαν τούτη την κορυφαία ζωγραφική σύνθεση με τι δεσπόζουσες τρεις χάριτες, με τι χριστιανικές αρετές της Πίστης, της Ελπίδας και της Αγάπης. Έννοιες που αναδύονται και μέσα από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη.
Σκέψεις και συνειρμοί αναπόφευκτοι, τα τελευταία εικοσιτετράωρα βλέποντας τον απερίγραπτο θρήνο που πλανάται πάνω από την ιστορική πόλη του ιταλικού βορρά, πάνω από τη χώρα, πάνω από την Ευρώπη, πάνω από την Οικουμένη.
Βραδιάζει στο Μπέργκαμο. Αυστηρά και επίσημα, σαν αυτοσχέδιο μηχανοκίνητο χορικό αρχαίας τραγωδίας επινοημένο από κάποιο τρελό σκηνοθέτη ταινιών δράματος, φρίκης και τρόμου, το στρατιωτικό κομβόι, τα καμιόνια με τους νεκρούς θύματα ενός αόρατου παγκόσμιου εχθρού, οδεύουν προς το αποτεφρωτήριο ελλείψει κοιμητηρίων. Προς την πυρά. Με το Δάντη λες κορυφαίο οδηγό του χορικού της αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Άκλαυτοι κι αξόδιαστοι. Ανέγνωροι από την ατυχία τους, επυλίδες μιας ανελέητα σκληρής ανθρώπινης μοίρας, που δεν τους παραχωρεί ούτε το ελάχιστο ιερό δικαίωμα ανάπαυσης στη γη τους: Το σώμα να λιώσει και να επιστρέψει σ’ αυτήν. Οι νεκρικές πυρές τους, καίνε σπαρακτικά τις ψυχές των ζωντανών, χωρίς κι εκείνοι να μπορούν να ξεφύγουν και να ξορκίσουν το θανατικό που βγήκε παγανιά στην οικουμένη.
Βραδιάζει στο Μπέργκαμο. Ανώνυμες οι νεκρικές πυρές στους κλιβάνους αποτέφρωσης μυρίζουν στον αέρα καμένες ανθρώπινες σάρκες. Κατάμαυροι πηχτοί καπνοί και κνίσα από ανθρωποθυσίες, στοιχίζονται στήλες προς τους ουρανούς, διαπιστεύοντας εκατοντάδες ανθρώπινες ψυχές στα ύψη. Πεσκέσι σ΄ έναν Θεό που ξερνά φωτιά, αντί την Ευσπλαχνία και την Αγάπη του μοναχογιού Του. Σ’ έναν Θεό εξοργισμένο και τιμωρό, σ’ έναν συνοφρυωμένο και μουτρωμένο Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Λυγίζουν οι χιονισμένες βουνοκορφές των ιταλικών Άλπεων, αντικρίζοντας τούτες τις φρικτές ανθρώπινες φρυκτωρίες, το αχώρητο στο μυαλό ανθρώπινο θυσιαστήριο κατά το νότο.
Βραδιάζει στο Μπέργκαμο. Λιγοστεύει το φως. Λιγαίνει η ζωή, πληθαίνει ο θάνατος. Δε φλεγοκοπά αναντρανιστά το αίμα στις φλέβες. Οι ανάσες βαριές. Έρημοι δρόμοι. Φαντάσματα, παράξενη σιωπή. Άφατος πόνος. Πετρωμένος ο χρόνος, κλειδαριές γυρισμένες, πόρτες αμπαρωμένες. Καζάνια με πυρακτωμένη πίσσα λες και πέφτουν βροχή από τον ουρανό της Λομβαρδίας, όλης της Ιταλίας, όλης της Ευρώπης, όλου του Κόσμου. Ο παγερός αέρας που φυσά κάποτε κάποτε από τις κάτασπρες κορφές της κοντινής οροσειράς Φεράντο, φλομώνει με τη μυρωδιά της καμένης σάρκας, ολάκερη την πόλη φάντασμα. Ξεχύνεται η μυρωδιά μέσα από τα μεσαιωνικά καντούνια της παλιάς πόλης – σύνορο κάποτε κατά το νότο της κραταιάς Γαληνοτάτης του Αδρία – πάνω από τις κεραμοσκεπές, πάνω από τις επάλξεις των παλιών τειχών, μέσα από το καμπαναριό του Αγ. Αλεξάνδρου που λογχίζει τα ύψη, μέσα από τις καμινάδες των τζακιών. Έρχεται τούτη η φρικτή οσμή κι ασπάζεται την πολιτεία, σαν τον τελευταίο αποχαιρετισμό στους ζωντανούς.
Βραδιάζει στο Μπέργκαμο. Λιγαίνει το φως. Η Άνοιξη τούτο το χρόνο δεν έφτασε ακόμη στη Λομβαρδία, στην Ιταλία, στην Ευρώπη, στον Κόσμο. Ο Μποτιτσέλι αναρωτά το Δάντη, κι ο Δάντης το Μποτιτσέλι τι άραγε να συμβαίνει. Απορούν και θρηνούν και οι δυο. Η νύχτα αλλάζει πρόσωπο, καθώς σελαγιάζει μυστηριακά και τραγικά πάνω από τη φρικιαστική πια πόλη. Την πόλη που παίζει σε μια παράσταση μαζεμένες όλες τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες. Δεν υπάρχουν αυτές τις ώρες εδώ τίποτα από τις χαρές και την ελπίδα της Ζωής. Μόνο πόνος βουβός, απέραντος σαν τις ερήμους. Μόνο σπαραγμός, φρίκη, δαιμονική συμφορά και θάνατος. Ολοκαύτωμα για μια πόλη, για μια περιφέρεια, για μια χώρα, για ένα λαό. Λες και ζωντανεύουν όλες οι φρικτές μεσαιωνικές πυρές της κοντινής Φλωρεντίας και ο αέρας ξαναμυρίζει καμένες ανθρώπινες σάρκες. Λες και ξυπνούν πολλαπλασιασμένες οι παλιές φρικτές στιγμές της Ιστορίας.
Βραδιάζει στο Μπέργκαμο. Μια άγρια και ανελέητη μοίρα στοιχειώνει την πόλη, τη χώρα. Ένα απέραντο, ατελεύτητο ξόδι αντιπαλεύει τη ζωή και την ύπαρξη. Θρήνος και δάκρυα που έχουν στερέψει. Ο Δάντης αναρωτιέται τι άραγε να του ξέφυγε από τη φαντασία της Κόλασης; Κάτι το άρρητο που θα γινόταν στα μέρη του, μα που δεν μπορούσε να φανταστεί.
Βραδιάζει στο Μπέργκαμο. Νυχτώνει στην Ευρώπη, στον κόσμο. Η Ανθρωπότητα θρηνεί αλλά αντιστέκεται. Νόμος αδήριτος και προαιώνιος, θάνατος και ζωή ν’ αντιπαλεύουν. Ο Κόσμος θα βγει καινούργιος μέσα από τα αποκαΐδια τούτου του παγκόσμιου χαλασμού, αυτής της οικουμενικής καταιγίδας. Το ανθρώπινο είδος θα θριαμβεύσει ξανά. Η ζωή θα νικήσει.
Βραδιάζει στο Μπέργκαμο, στον ιταλικό βορά. Εδώ στη χώρα που κάποτε όλα μπόρεσαν να γίνουν φως και χρώμα, ποίηση, χάρη και ομορφιά. Στον τόπο που οι τόνοι εναλλάσσονταν πάντοτε για χάρη του ύφους. Αυτού του μοναδικού ύφους, εναλλαγής Κόλασης και Ουρανού. Οι άνθρωποι πολιορκημένοι από τον ίδιο αόρατο μικροσκοπικό εχθρό, που βάλλει κατά της ανθρωπότητας, παρότι όντα του βορρά έχουν κάτι από τη δική μας μεσογειακή ελαφρότητα που κάνει τους ανθρώπους αερικά και τους δίνει τούτο το τραγικό Φλωρεντιανό ύφος της εναλλαγής.
Βραδιάζει στο Μπέργκαμο. Φρικτά κυλούν οι ώρες, οι μέρες, οι νύχτες. Σιγά σιγά κατά το ηλιοβασίλεμα όμως, όταν τα χρυσοπόρφυρα χρώματα λοξοπατούν τις στέγες της πολιάς μεσαιωνικής πόλης, έστω και πριν τα σκοτάδια της νύχτας, μια μικρή αναλαμπή γίνεται υπόσχεση σ’ ολόκληρη τη χώρα, την Ευρώπη, τον κόσμο: Ο ήλιος το επόμενο πρωί θα ανατείλει ξανά. Ο διαφορετικός αυτός παγκόσμιος πόλεμος θα τελειώσει με νικητή τον Άνθρωπο. Viva Bergamo! Viva Italia! Viva Uomo!