Μπορούν τα κέικ και άλλα κεράσματα στο γραφείο να μας οδηγήσουν στην παχυσαρκία ή μήπως οι πιθανοί κίνδυνοι αντισταθμίζονται από ψυχικά οφέλη; Ειδικοί απαντούν.
Τα κεράσματα κέικ, σοκολάτας και κάθε είδους λιχουδιάς μεταξύ συναδέλφων είναι εξίσου επιβλαβή με το παθητικό κάπνισμα, δήλωσε προσφάτως στους Times η πρόεδρος του Οργανισμού Προτύπων Τροφίμων της Αγγλίας, Susan Jebb, παραλληλισμός ακραίος όσο και δικαιολογημένος… Ή μήπως όχι;
«Ορθώς η καθηγήτρια Jebb ασκεί κριτική στις αποδιοργανωμένες διατροφικές συνήθεις στον χώρο εργασίας», σχολιάζει σε άρθρο του ο Martin Caraher, Καθηγητής Πολιτικών Τροφίμων και Υγείας στο Πανεπιστήμιο City του Λονδίνου, επισημαίνοντας ότι η υπερκατανάλωση γλυκών και επεξεργασμένων τροφίμων ανοίγουν τον δρόμο για προβλήματα υγείας που σχετίζονται με τη διατροφή όπως η παχυσαρκία και η στεφανιαία νόσος.
Η πραγματικότητα βέβαια δεν είναι μονοδιάστατη και, πριν την οριστική καταδίκη των καλοπροαίρετων -αν και ανθυγιεινών- κερασμάτων, ο Δρ Caraher θίγει τον κοινωνικό χαρακτήρα της τροφής και το θετικό αντίκτυπο από την προσκόμιση και το μοίρασμα φαγητού στον εργασιακό χώρο.
«Όταν συνάδελφοι ετοιμάζουν κέικ ή μπισκότα και τα μοιράζονται, βγαίνουν κερδισμένοι και αυτοί που τα προσφέρουν και όσοι τα λαμβάνουν», σύμφωνα με τον καθηγητή. Θετικά συναισθήματα αναφορικά με τον χώρο εργασίας έως καλύτερη ψυχική υγεία και ενισχυμένο ομαδικό πνεύμα είναι κάποια από τα επιστημονικώς αποδεδειγμένα οφέλη της συνήθειας αυτής.
Τα κέικ δεν είναι (το μόνο) πρόβλημα
Από τη συζήτηση που άνοιξε με τις δηλώσεις της η πρόεδρος ανακύπτουν ζητήματα που υπερβαίνουν τους κινδύνους από τα κέικ και άλλα εδέσματα. Η ανησυχία της ίδιας εστιάζεται στην αδυναμία των ανθρώπων να αντισταθούν στο τσιμπολόγημα. Πράγματι, όταν τέτοιες λιχουδιές εκτίθενται για άμεση κατανάλωση, σε γραφεία ή τραπέζια που οι εργαζόμενοι έχουν μετατρέψει σε «μπουφέ» με ελεύθερη πρόσβαση όλη την ημέρα, το πρόβλημα γίνεται εντονότερο· αλλά δεν σταματά εκεί, σημειώνει ο Δρ Caraher.
Όταν ζητούμενο είναι οι προβληματικές διατροφικές συνήθειες των εργαζόμενων, θα πρέπει να θίγονται και άλλες βασικές παράμετροι, όπως η πίεση και το άγχος της εργασίας που δεν επιτρέπουν στους εργαζόμενους να υιοθετήσουν έναν υγιεινό τρόπο σίτισης, από τον χρόνο κατανάλωσης του φαγητού έως την επιλογή υγιεινών τροφίμων. Σε πολλές χώρες, οι διατροφικές συνήθεις στον χώρο εργασίας έχουν αλλάξει με τα χρόνια, με έρευνα του 2021 σε 133 εταιρείες του Ηνωμένου Βασιλείου να δείχνει ότι 6% των εργαζομένων «χάνουν» τακτικά το μεσημεριανό γεύμα.
Οι ρίζες του φαινομένου φτάνουν αρκετά πίσω στον χρόνο, σε αντιλήψεις όπως αυτή που είχε εκφράσε το 1987, στο Πανεπιστήμιο City, ο επιχειρηματίας και ιδρυτής της εταιρείας ηλεκτρονικών και υπολογιστών Amstrad Alan Sugar: «Στην Amstrad οι εργαζόμενοι ξεκινούν νωρίς και τελειώνουν αργά. Κανείς δεν τρώει μεσημεριανό – μπορεί να φάνε ένα σάντουιτς στο γραφείο τους.»
Η πανδημία COVID-19 έπειτα ήταν μια περίοδος ριζικών αλλαγών στον τρόπο που οι εργαζόμενοι καταναλώνουν τα γεύματά τους στη διάρκεια της εργασίας, με την «εκτίναξη» κυρίως του delivery για γρήγορα κυρίως γεύματα.
Κακή διατροφή, μειωμένη παραγωγικότητα
Οι διατροφικές συνήθειες κατά την εργασία παίζουν σημαντικό ρόλο στην παραγωγικότητα. Σχετική έρευνα του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO) το 2005 είχε δείξει ότι τόσο η ανεπάρκεια όσο και η υπερβολή στην κατανάλωση τροφής -και δη κακής ποιότητας- μειώνουν την παραγωγικότητα κατά 20%.
Στον αντίποδα, καταλήγει ο καθηγητής, η πρόσληψη τροφής ως κοινωνική δραστηριότητα επιδρά θετικά στην ψυχική υγεία αλλά και την αποδοτικότητα. «Η κατανάλωση κέικ μπορεί να είναι κομμάτι αυτής της κοινωνικής συνήθειας», αναφέρει και σημειώνει το σημαντικό κέρδος που θα είχαν οι κυβερνήσεις και επιχειρήσεις αν υιοθετούσαν κατάλληλα μέτρα για καλύτερες συνθήκες σίτισης των υπαλλήλων.
Πηγή: ygeia mou