Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το 3,8% του παγκόσμιου πληθυσμού ή περίπου 280 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από κατάθλιψη. Την ίδια ώρα, σύμφωνα με στοιχεία της Unicef, 166 εκατομμύρια έφηβοι ηλικίας 10–19 ετών παγκοσμίως αντιμετωπίζουν κάποια ψυχική διαταραχή με το άγχος και την κατάθλιψη να αντιπροσωπεύουν το 55% των διαταραχών στους εφήβους στην Ευρώπη. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος η κατάθλιψη να συνεχιστεί και στην ενήλικη ζωή τους.
Πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν την κατάθλιψη με τη βοήθεια φαρμακευτικής αγωγής, δηλαδή παίρνοντας αντικαταθλιπτικά. Ωστόσο δύσκολα θα μιλήσουν γι’ αυτό. Ίσως γιατί η ψυχική ασθένεια πολύ συχνά συνοδεύεται με το αίσθημα της ντροπής, παρόλο που οι αριθμοί αντιστρατεύονται το στίγμα. Δεν νιώθουμε ντροπή όταν βγαίνουμε από το φαρμακείο με μια σακούλα φάρμακα, για τη χοληστερίνη, την πίεση, την καρδιά… Εκείνο όμως το μικρό χάπι, που θα αλλάξει τη χημεία του εγκεφάλου μας και θα μας βοηθήσει να είμαστε λειτουργικοί στην καθημερινότητά μας, το κρύβουμε.
Ας δούμε την εμπειρία του Λέτζερ…
Το ταξίδι μου με τα αντικαταθλιπτικά ξεκίνησε το 2022, πολλά χρόνια αφότου είχε ξεκινήσει το ταξίδι μου με την κατάθλιψη.
Πριν από περίπου μία δεκαετία, επισκέφτηκα τον οικογενειακό μου γιατρό επειδή αντιμετώπιζα προβλήματα ψυχικής υγείας – δεν είχαν ακόμη διαγνωστεί με αγχώδη διαταραχή. Ο γιατρός με «ξεφορτώθηκε» στα μισά της ψυχολογικής αξιολόγησης: μου είπε πως το στρες μου ήταν «φυσιολογικό» και δεν αφιέρωσε χρόνο για να ακούσει τι ακριβώς ένιωθα.
Έπειτα από αρκετά χρόνια που τα έβγαζα πέρα με τη βοήθεια συνεδριών που πλήρωνε η ασφάλειά μου κι εγώ, ξαφνικά έπαθα burnout που πυροδοτήθηκε από την πανδημία.
Πήγα πάλι στον γιατρό μου για να ζητήσω τη βοήθεια που τόσο χρειαζόμουν. Αυτή τη φορά, έφυγα με μία ιατρική συνταγή για εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI), ένα φάρμακο που αυξάνει την ποσότητα της σεροτονίνης στον εγκέφαλο, εμποδίζοντας την εύκολη απορρόφησή της από κύτταρα.
Πώς επηρεάζει η σεροτονίνη την ψυχική μας ευημερία;
Η σεροτονίνη είναι ένα χημικό που παράγεται στο σώμα μας. Παίζει ρόλο στη ρύθμιση της διάθεσης και επηρεάζει το πώς:
- ρυθμίζεται το άγχος,
- βιώνουμε την ευτυχία,
- θεραπεύονται οι πληγές,
- προκαλείται η ναυτία.
Τα SSRIs ανακουφίζουν από συμπτώματα διαταραχών της διάθεσης, αυξάνοντας την ποσότητα σεροτονίνης στον εγκέφαλο.
Ξαφνιάστηκα από το πόσο πολύ με βοήθησε η αγωγή. Χρειάστηκαν λίγες εβδομάδες για να προσαρμοστεί το σώμα μου, όμως γρήγορα πρόσεξα βελτίωση. Επιτέλους ένιωθα πως υπήρχε διέξοδος από την απομόνωση και το βάρος που ένιωθα.
Όμως, αυτό που μου έκανε ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν πόσοι ήταν εκείνοι που μου μίλησαν για παρόμοιες εμπειρίες τους. Φίλοι, συγγενείς και συνάδελφοι που είχαν πάρει την ίδια φαρμακευτική ουσία ή συνέχιζαν να την παίρνουν, αντιμετώπιζαν σιωπηλά τα προβλήματα ψυχικής υγείας τους.
Τότε συνειδητοποίησα πως ένα αξιοσημείωτο ποσοστό ανθρώπων γύρω μου είχε πάρει στη ζωή του κάποια μορφή αντικαταθλιπτικού. Ωστόσο, κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτό.
Η ανοδική πορεία των αντικαταθλιπτικών
Η λέξη «αντικαταθλιπτικό» (antidepressant) επινοήθηκε το 1952, έπειτα από την ανακάλυψη της επίδρασης που είχε ένα φάρμακο για τη φυματίωση στη διάθεση. Από τότε τα αντικαταθλιπτικά εξελίσσονται, ενώ το ενδιαφέρον για αυτά αυξήθηκε τη δεκαετία του 1970. Το πρώτο μείζον SSRIs, η φλουοξετίνη, έκανε την εμφάνισή του το 1987.
Στις ΗΠΑ σημειώνεται η μεγαλύτερη κατανάλωση αντικαταθλιπτικών στον κόσμο. Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, το 13,2% των ενηλίκων στις ΗΠΑ πήρε κάποιου είδους αντικαταθλιπτικό μεταξύ 2015 και 2018, ενώ είναι περισσότερες οι γυναίκες από τους άντρες που αναφέρουν ότι παίρνουν αντικαταθλιπτικά.
Το «μυστικό» της σιωπηρής, ευρείας χρήσης των αντικαταθλιπτικών έγκειται στην εύκολη πρόσβαση σε αυτά, σε αντίθεση με άλλες μορφές θεραπείες.
Σύμφωνα με μελέτη του 2014 , στο 10% των Αμερικανών ενηλίκων συνταγογραφούνται αντικαταθλιπτικά μία ή περισσότερες φορές τον χρόνο, με το 75% αυτών των συνταγών να προέρχεται από μη ψυχιάτρους.
Τα στοιχεία αυτά είναι ενδεικτικά του πώς τα φάρμακα που είναι εύκολα προσβάσιμα «γεμίζουν το κενό» της ελλιπούς παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας.
Ο καθηγητής Άλαν Γιανγκ, διευθυντής στο Κέντρο Διαταραχών της Διάθεσης (Centre for Affective Disorders) στο Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου, επισημαίνει πως η έλλειψη άλλων μεθόδων αντιμετώπισης της κατάθλιψης, όπως η ψυχοθεραπεία, η συμβουλευτική και οι ομάδες στήριξης, ουσιαστικά αυξάνει το στίγμα που συνοδεύει τη φαρμακευτική αγωγή.
«Η ψυχοθεραπεία και η φαρμακευτική αγωγή δεν έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Συνήθως, το όφελος που προκύπτει από τον συνδυασμό τους είναι μεγαλύτερο», λέει ο ίδιος.
Αναζητώντας βοήθεια για την κατάθλιψη
Όπως ένας τραυματισμός μπορεί να καθιστά δύσκολη τη μετάβασή μας σε νοσοκομείο, έτσι και η κατάθλιψη μπορεί να καταστεί η ίδια εμπόδιο: όχι μόνο επειδή είναι μια αόρατη ασθένεια, αλλά επειδή ταυτόχρονα μας αποθαρρύνει και συνοδεύεται από έλλειψη ενεργητικότητας.
Όπως το θέτει ο Γιανγκ, «αυτή η διαταραχή θέτει από τη φύση της εμπόδια».
Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχολογική Ένωση, ενήλικες που ρωτήθηκαν ανέφεραν τους εξής λόγους για τους οποίους δεν πήραν βοήθεια:
- το κόστος,
- θεωρούσαν πως μπορούσαν να διαχειριστούν την κατάσταση ή τα συμπτώματα χωρίς επαγγελματική βοήθεια,
- δεν ήξεραν πού να απευθυνθούν,
- δεν είχαν χρόνο.
Για την περίπτωση ομάδων όπως οι ΛΟΑΤΚ+ νέοι, η Μιέσα Πράις, διευθύντρια ερευνών του οργανισμού The Trevor Project’s, σημειώνει πως οι λόγοι για τους οποίους οι νέοι που θέλουν βοήθεια για θέματα ψυχικής υγείας δεν καταφέρνουν να τη λάβουν, είναι οι εξής: φοβούνται να συζητήσουν για την ψυχική τους υγεία, ανησυχούν για το αν θα λάβουν την άδεια γονέα ή φροντιστή, και φοβούνται ότι δεν θα τους πάρουν στα σοβαρά.
Όπως προσθέτει η ίδια, «το να παραδεχτεί κάποιος ότι χρειάζεται βοήθεια είναι γενναία πράξη· όμως είναι ακόμα πιο τρομακτικό όταν δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις».
Το συμπέρασμα
Σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι αναγκαία η εύκολη πρόσβαση σε μια γκάμα θεραπειών: να διασφαλιστεί πως όλοι θα λαμβάνουν τη βοήθεια που χρειάζονται, χωρίς δυσκολίες, υπερβολικό κόστος ή κριτική.
Ταυτόχρονα, υπάρχει η παραδοχή πως τα πράγματα αλλάζουν, από τότε που ξεκίνησε η συζήτηση περί ψυχικής υγείας.
Πολλά έχουν βελτιωθεί με τα χρόνια. ‘Εχουν συντελεστεί τεράστιες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την κατάθλιψη, στη στάση των επαγγελματιών υγείας και στο είδος της βοήθειας που είναι διαθέσιμη στον κόσμο.
Η Γουέντι Ρόμπινσον, επικεφαλής υπηρεσιών στην Campaign Against Living Miserably (CALM), ενός φιλανθρωπικού οργανισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο για την πρόληψη των αυτοκτονιών λέει: «Το στίγμα οφείλεται στον φόβο ότι εάν μιλήσουμε ανοιχτά για θέματα ψυχικής υγείας, θα μας θεωρήσουν αδύναμους· ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί, ότι κάπου υστερούμε».
«Συχνά φοβόμαστε ότι αν μας δουν υπό αυτό το πρίσμα, θα χάσουμε τη δουλειά μας, τους φίλους ή την οικογένειά μας. Αλλά πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι ότι θα έρθει η στιγμή που τα προβλήματα ψυχικής υγείας θα είναι αποδεκτά ως απολύτως φυσιολογικό κομμάτι του να ζεις στον σύγχρονο, περίπλοκο κόσμο», σημειώνει η Ρόμπινσον χαρακτηριστικά.