Η βιταμίνη D συνήθως είναι γνωστή για τον ευεργετικό ρόλο της στην υγεία των οστών, ενώ τα χαμηλά επίπεδά της έχουν επίσης συσχετιστεί με διάφορες άλλες αυτοάνοσες, καρδιαγγειακές και λοιμώδεις νόσους. Ήδη από την αρχή της πανδημίας αρκετοί γιατροί ενθάρρυναν τους ανθρώπους να παίρνουν βιταμίνη D για να ενισχύσουν την άμυνα του ανοσοποιητικού συστήματος τους κατά του κορωνοϊού. Μια νέα ισραηλινή επιστημονική έρευνα δείχνει ότι η ανεπάρκεια βιταμίνης D πριν την μόλυνση από τον ιό αυξάνει την πιθανότητα σοβαρής Covid-19, νοσηλείας και θανάτου.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Μπαρ-Ιλάν, με επικεφαλής τον δρ Αμιέλ Ντρορ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό PLoS One, ανέλυσαν στοιχεία για 1.176 ασθενείς που είχαν νοσηλευθεί το 2020 και το 2021 στο Ιατρικό Κέντρο της Γαλιλαίας.
Διαπιστώθηκε ότι όσοι είχαν έλλειψη βιταμίνης D (κάτω των 20 ng/mL) πριν την μόλυνσή τους από τον κορωνοϊό, η οποία είχε διαγνωστεί με θετικό τεστ PCR, είχαν κατά μέσο όρο 14 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να νοσήσουν βαριά ή να βρεθούν σε κρίσιμη κατάσταση, σε σχέση με εκείνους που είχαν επίπεδα βιταμίνης D άνω των 40 ng/mL πριν την λοίμωξη. Επίσης η πιθανότητα θανάτου μεταξύ των ασθενών με προτέρα ανεπάρκεια αυτής της βιταμίνης ήταν σχεδόν 26%, έναντι μόνο 2,3% μεταξύ όσων είχαν επαρκή επίπεδα της D προηγουμένως.
«Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι είναι καλό να διατηρεί κανείς φυσιολογικά επίπεδα της βιταμίνης D. Αυτό αφορά ιδίως όσους μολύνονται από τον κορονοϊό», δήλωσε ο Ντρορ. Ο καθηγητής Μάικλ Εντελστάιν πρόσθεσε ότι «η μελέτη συμβάλλει στις ολοένα αυξανόμενες ενδείξεις πως ένα ιστορικό έλλειψης βιταμίνης D αποτελεί προγνωστικό παράγοντα κινδύνου που σχετίζεται με χειρότερη κλινική έκβαση της Covid-19 και με αυξημένη θνητότητα. Είναι ακόμη ασαφές γιατί ορισμένα άτομα υποφέρουν από βαριές συνέπειες της λοίμωξης Covid-19, ενώ άλλοι όχι. Τα ευρήματα μας αναδεικνύουν μια πτυχή για την επίλυση αυτού του αινίγματος».
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://journals.plos.org/plosone/article?id=10.1371/journal.pone.0263069