ΥΓΕΙΑ
Κορωνοϊός: Τη δράση θεραπευτικού φυτού μελετούν οι επιστήμονες
Ένα φυτό που η βασική του ουσία αποτελεί πρώτης γραμμής φάρμακο κατά της ελονοσίας αλλά και βάση για άλλα ανθελονοσιακά σκευάσματα, φαίνεται πως θα είναι το επόμενο όπλο στη μάχη κατά του νέου κορωνοϊού, όπως διαφαίνεται από τα ελπιδοφόρα ευρήματα πρόσφατης μελέτης
SHARE:
Μια νέα προσθήκη στο οπλοστάσιο κατά του κορωνοϊού προτείνουν τα ευρήματα της συνεργασίας ερευνητών με επιστημονικά ιδρύματα από τη Δανία, τη Γερμανία και το Χονγκ Κονγκ και, συγκεκριμένα, κάποια εκχυλίσματα του φυτού αρτεμισία η ετήσια (artemisia annua ή sweet wormwood) που επέδειξαν εξουδετερωτικές δράσεις στο εργαστήριο έναντι του κορωνοϊού SARS-CoV2.
Πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη στον αγώνα αντιμετώπισης του ιού, δεδομένου πως μεγάλο τμήμα του πληθυσμού παγκοσμίως παραμένει ανεμβολίαστο και εκτεθειμένο σε υψηλό κίνδυνο να μολυνθεί και νοσήσει με σοβαρή COVID-19.
Σύμφωνα με την επιστημονική δημοσίευση στο Scientific Reports, τρία εκχυλίσματα πέτυχαν να καταπολεμήσουν τον ιό σε ανθρώπινους ιστούς πνευμόνων, η αρτεμισίνη, η αρτεμεθέρη και η αρτεσουνάτη, ουσίες που χρησιμοποιούνται ευρέως στην αντιμετώπιση της ελονοσίας.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές δοκίμασαν την επίδραση της αρτεμισίνης, βασικής ουσίας του φυτού, σε μολυσμένα νεφρικά κύτταρα αφρικανικού πράσινου πιθήκου και ανακάλυψαν πως ήταν αποτελεσματικά κατά ενός στελέχους μιας παραλλαγής του SARS-CoV-2 που εντοπίστηκε προσφάτως στη Γερμανία. Έπειτα, η ίδια διαδικασία επαναλήφθηκε με τα ίδια επιτυχή αποτελέσματα, έναντι μια παραλλαγής από τη Δανία τη φορά αυτή.
Η θετική εξέλιξη οδήγησε έπειτα την έρευνα στα πειράματα σε ανθρώπινα κύτταρα πνευμόνων, όπως η επιτυχία κατά του κορωνοϊού και των τριών εκχυλισμάτων διατηρήθηκε, με πλέον αποτελεσματική την αρτεσουνάτη και έπειτα την αρτεμεθέρη και την αρτεμισίνη.
Ανθελονοσιακά φάρμακα στο πεδίο της μάχης
Η αρτεμησία η ετήσια είναι ένα βότανο με καταγωγή από την Ασία και τη Βόρεια Αμερική. Η αρτεμισίνη και τα παράγωγά της αποτελούν τα δραστικότερα φάρμακα κατά της ελονοσίας και τη βάση για την πλειονότητα των ανθελονοσιακών σκευασμάτων, όπως η αρτεμεθέρη και η αρτεσουνατη, χάρη στη δυνατότητά τους ενδεχομένως να προσβάλλουν τη μεμβράνη των παρασίτων.
Ωστόσο, δεν πρόκειται για το πρώτο φάρμακο για την ελονοσία που «ρίχνεται» στη μάχη κατά του νέου κορωνοϊού. Τον Φεβρουάριο του 2020, η χλωροκίνη χαιρετίστηκε από τον Ντιντιέ Ραούλ, διευθυντή του Μεσογειακού Ινστιτούτου Μολυσματικών Ασθενειών της Μασσαλίας, ως το νέο αποτελεσματικό σκεύασμα που θα εξομάλυνε την πορεία της νόσου COVID-19 στους ασθενείς χάρη στις αντιικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητές της. Αν και ορισμένες μελέτες που είχαν προηγηθεί αμφισβητούσαν την ευεργετική της δράση, η ενθουσιώδης υποδοχή αφορούσε τα καλά αποτελέσματα από κλινική δοκιμή σε περισσότερα από δέκα κινεζικά νοσοκομεία, τα οποία επιβεβαίωσαν όσα είχαν διαπιστώσει in vitro οι επιστήμονες.
Τέλος η υδροξυχλωροκίνη, μια ουσία κατά 50% λιγότερο τοξική από την χλωροκίνη που χρησιμοποιείται με μεγάλη επιτυχία κατά της ελονοσίας, αποτελεί μια αμφιλεγόμενη επιλογή στα θεραπευτικά σχήματα έναντι της COVID-19. Μολονότι τον περασμένο Μάρτιο ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) είχε εγκρίνει τη χορήγηση υδροξυχλωροκίνης -όπως και χλωροκίνης- σε εφήβους και ενήλικες ασθενείς, η προληπτική δράση του φαρμάκου κατά της COVID-19 δεν προκρίθηκε από την επιτροπή ειδικών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), σύμφωνα με την οποία η υδροξυχλωροκίνη δεν πρέπει να θεωρείται αξιόλογο φάρμακο.