ΥΓΕΙΑ
Κίρρωση του ήπατος: Αίτια και αντιμετώπιση - Πότε γίνεται μεταμόσχευση;
Συμπτώματα, επιπλοκές και αντιμετώπισή τους
Κίρρωση του ήπατος ονομάζεται το τελικό στάδιο διαφόρων ηπατικών νοσημάτων που προκαλούν χρόνια ηπατική φλεγμονή. Τα συχνότερα αίτια είναι οι χρόνιες ιογενείς ηπατίτιδες (χρόνια ηπατίτιδα Β και C), η χρόνια κατανάλωση αλκοόλ, χολοστατικά νοσήματα, αυτοάνοσα νοσήματα του ήπατος, καθώς και μεταβολικά νοσήματα όπως η μη αλκοολικής αιτιολογίας λιπώδης διήθηση του ήπατος που οφείλεται στην παχυσαρκία, την κακή διατροφή, τον σακχαρώδη διαβήτη, την υπερλιπιδαιμία κλπ.
Αίτια της κίρρωσης του ήπατος
«Η συχνότερη αιτία κίρρωσης του ήπατος στις Ανατολικές χώρες παραμένει η χρόνια ηπατίτιδα Β, ενώ στο Δυτικό κόσμο η μη αλκοολικής αιτιολογίας λιπώδης νόσος του ήπατος (πλέον ονομάζεται μεταβολικώς συσχετιζόμενη λιπώδης νόσος του ήπατος). Το τελικό αποτέλεσμα της χρόνιας ηπατικής φλεγμονής (ανεξαρτήτως της αιτίας) είναι η δημιουργία ίνωσης (ουλές) και αναγεννητικών όζων εντός του ηπατικού παρεγχύματος, καταστάσεις που εμποδίζουν την ορθή ηπατική λειτουργία», επισημαίνει ο δρ Δημήτριος Καραγιαννάκης MD, PHD Ειδικός Παθολόγος-Ηπατολόγος Ακαδημαϊκός Υπότροφος ΕΚΠΑ Αναπληρωτής Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Νοσοκομείο Metropolitan General.
Συμπτώματα, επιπλοκές και αντιμετώπισή τους
«Αρχικώς ο ασθενής με κίρρωση ήπατος παραμένει εντελώς ασυμπτωματικός, καθώς το ήπαρ καταφέρνει να αντιρροπεί τη βλάβη (αντιρροπούμενη κίρρωση).
Με την πρόοδο όμως της νόσου παρατηρείται ρήξη της αντιρρόπησης με εμφάνιση επιπλοκών όπως ο ασκίτης (υγρό στην κοιλιά), διόγκωση σπληνός, κιρσοί οισοφάγου (διατεταμένες φλέβες στον οισοφάγο), κιρσορραγία (ρήξη κιρσών οισοφάγου), ηπατική εγκεφαλοπάθεια, ηπατοκυτταρικός καρκίνος κ.α.
Ο ασκίτης αντιμετωπίζεται με τον περιορισμό του άλατος στη διατροφή και τη χορήγηση διουρητικών φαρμάκων. Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί και αφαίρεση του υγρού με βελόνα (εκκενωτική παρακέντηση).
Για τους κιρσούς χορηγούμε φαρμακευτική αγωγή με β-αποκλειστές ώστε να μειώσουμε τον κίνδυνο κιρσορραγίας, κάτι που αν συμβεί αντιμετωπίζεται με επείγουσα γαστροσκόπηση και περίδεση των κιρσών με δακτυλίδια (banding ligation).
Σε ότι αφορά τον ηπατοκυτταρικό καρκίνο, αντιμετωπίζεται με χειρουργική εκτομή, καυτηριασμό, χημειοεμβολισμό, με χορήγηση φαρμάκων δια στόματος ή ενδοφλέβια ανοσοθεραπεία. Η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας εξαρτάται από την έκταση του όγκου και τον αριθμό των εστιών» εξηγεί ο ειδικός.
Πότε γίνεται μεταμόσχευση ήπατος;
«Θα πρέπει να τονιστεί», συνεχίζει, «ότι η κίρρωση του ήπατος δεν αποτελεί το τέλος της διαδρομής ενός ασθενούς που πάσχει από κάποιο ηπατολογικό νόσημα. Αντίθετα, φαίνεται να αποτελεί μια δυναμική κατάσταση που μπορεί όχι μόνο να επιδεινωθεί και να προχωρήσει από αντιρροπούμενη σε μη αντιρροπούμενη κατάσταση, αλλά μπορεί και να υποστρέψει. Βασική προϋπόθεση για να συμβεί το τελευταίο είναι η πλήρης άρση του βλαπτικού-αιτιολογικού παράγοντα (π.χ. επιτυχής αντιμετώπιση της χρόνιας ηπατίτιδας Β ή C, πλήρης διακοπή του αλκοόλ, αντιμετώπιση της λιπώδους διήθησης κλπ.), πριν ο ασθενής φτάσει σε πολύ προχωρημένα στάδια μη αντιρροπούμενης κίρρωσης. Σε περίπτωση που αυτό δεν επιτευχθεί και ο ασθενής παρουσιάσει προχωρημένη μη αντιρροπούμενη κίρρωση, τότε η μόνη θεραπευτική επιλογή είναι η μεταμόσχευση ήπατος. Εργαλεία που βοηθούν στην εκτίμηση της σοβαρότητας της κίρρωσης και συνεπώς της δυνατότητας υποστροφής είναι η μέτρηση του MELD-Na score (score που λαμβάνει υπ’ όψη κάποιες αιματολογικές παραμέτρους), το Child-Pugh score και η ελαστογραφία ήπατος (ειδική τεχνική υπερήχων που μετράει το βαθμό της ηπατικής ίνωσης).
Σε περίπτωση που ο ασθενής είναι τελικού σταδίου και προκρίνεται για μεταμόσχευση, θα πρέπει να πληροί κάποιες προϋποθέσεις (κατάλληλη ηλικία, να μην παρουσιάζει σοβαρές παθήσεις από το καρδιαγγειακό και αναπνευστικό σύστημα, να μην έχει ιστορικό καρκίνου ή αν έχει να είναι υπό ίαση τα τελευταία 5 έτη κλπ.). Ο ηπατοκυτταρικός καρκίνος δεν αποτελεί αντένδειξη για μεταμόσχευση ήπατος εφ’ όσον βρίσκεται εντός συγκεκριμένων κριτηρίων (κριτήρια του Μιλάνο), κάτι που πρακτικά σημαίνει να μην έχει επεκταθεί σε τέτοιο βαθμό που να δημιουργεί κίνδυνο υποτροπής στο μόσχευμα», καταλήγει ο δρ Καραγιαννάκης.