ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

"Σμιλεμένες ψυχές": Ένα ντοκιμαντέρ δια χειρός Σταύρου Ψυλλάκη

Το πολύχρονο εσωτερικό ταξίδι του Julien που τον βοήθησε να βλέπει τον κόσμο και τη ζωή διαφορετικά, καταγράφει το ντοκιμαντέρ Σμιλεμένες ψυχές

Σταύρος Ψυλλάκης
Photo Credits: @avgi.gr

«Ξέρεις φίλε, από τις δοκιμασίες αυτές βγαίνει όμορφα σμιλεμένη η ψυχή του ανθρώπου» λέει ένας πρώην ασθενής στον Ελβετό οδοντίατρο Julien Grivel, ο οποίος για 26 χρόνια (1972-1998), ερχόταν δύο φορές τον χρόνο στην Ελλάδα και περιέθαλπε δωρεάν  τα δόντια των χανσενικών (λεπρών) στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων «Η Αγία Βαρβάρα», στο Αιγάλεω Αττικής.

Αυτό το πολύχρονο εσωτερικό ταξίδι του Julien που τον βοήθησε να βλέπει τον κόσμο και τη ζωή διαφορετικά, καταγράφει το ντοκιμαντέρ  ΣΜΙΛΕΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ το οποίο συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ  Θεσσαλονίκης (6-16 Μαρτίου 2025). «Δεν με ενδιέφερε να κάνω μια ταινία για την ιστορία της λέπρας στην Ελλάδα, ούτε απλά να καταγράψω την εθελοντική δράση και προσφορά του Julien,  παρά το μεγαλείο τους.

Άλλωστε με το βιβλίου  του Ελλάδα, η δική μου Ιθάκη, η εμπειρία και το έργο του έγιναν ευρύτερα γνωστά. Με απασχολούσε το ερώτημα: Ποιος είναι ο Julien, που αποφάσισε να μπει σε αυτήν την περιπέτεια το 1972 , όταν οι χανσενικοί ήταν ακόμα «λεπροί», τους θεωρούσαν δημόσιο εχθρό και βίωναν ένα κοινωνικό στίγμα πιο σκληρό από την ίδια τους την ασθένεια. Ποιος είναι αυτός που πήρε το ρίσκο και αψήφησε τόσους κινδύνους, ενώ ήταν μόνο 29 ετών και ξεκινούσε την καριέρα του στη Γενεύη;

Τί αναζητούσε  φροντίζοντας αυτούς τους ασθενείς για δεκαετίες; Με ενδιέφερε να αναζητήσω τον άνθρωπο Julien», εξηγεί  στο avgi.gr ο σκηνοθέτης της ταινίας  .

Πώς και πότε γεννήθηκε η ιδέα για το ντοκιμαντέρ  αυτό;

Ένα τυχαίο γεγονός είναι πολλές φορές η αφορμή για να γεννηθεί κάτι σημαντικό. Όπως και στον έρωτα.  Το 2022 στην Ελούντα, μετά από πρόσκληση της  Βιβλιοθήκης «Μανώλης  Φουντουλάκης» στον Ματθαίο Φραντζεσκάκη, προβλήθηκε το Άλλος δρόμος δεν υπήρχε ένα άλλο δικό μας ντοκιμαντέρ και μου ζήτησε να τον συνοδέψω. Εκείνο το διάστημα, με την επιμέλεια του πολιτικού μηχανικού Κωστή Μαυρικάκη, είχε κυκλοφορήσει από την Περιφέρεια Κρήτης το βιβλίο του  Ελβετού οδοντιάτρου Julien Grivel  Ελλάδα, η δική μου Ιθάκη, που βασίζεται στα ημερολόγια και τις αναμνήσεις του από την 26χρονη  εθελοντική φροντίδα των λεπρών στο  Νοσοκομείο «Η Αγία Βαρβάρα».  Αυτό το βιβλίο μου δώρισε η Μαρίνα Φουντουλάκη, ψυχή της βιβλιοθήκης και  ανιψιά του Μανώλη Φουντουλάκη, ο οποίος  νοσηλεύτηκε ως χανσενικός  στην Αγία Βαρβάρα και συμμετέχει στις ΣΜΙΛΕΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ. Το βιβλίο ξεχάστηκε ανάμεσα σε τόσες υποχρεώσεις…  Όμως η Μαρίνα επέμενε, γι’ αυτό και στους τίτλους της ταινίας την αποκαλώ «προξενήτρα». Λίγους μήνες μετά ο Δήμος Αγίας Βαρβάρας τιμά τον Ελβετό οδοντίατρο για την δράση του. Ο ίδιος είναι παρών. Αν και βρέχει καταρρακτωδώς –προβληματικό όταν οδηγείς μηχανή- κάτι με ώθησε να πάω με το μετρό και επιτέλους να τον συναντήσω! Μετά τις παρουσιάσεις και τα εγκώμια ακολουθεί η ευχαριστήρια αντιφώνησή του Julien … Η σεμνότητα και το ήθος που εξέπεμπε με την παρουσία του και τα λίγα λόγια του με εντυπωσίασαν και με κινητοποίησαν. Έτσι λίγο αργότερα στο φουαγιέ του ζήτησα να πιούμε ένα καφέ αν είχε χρόνο και διάθεση. Ανταμώσαμε  την επόμενη μέρα στην ταράτσα του ξενοδοχείου Dorian Inn στην Ομόνοια. Κουβεντιάσαμε τρεις ώρες. Αγαπηθήκαμε, εμπιστεύτηκε ο ένας τον άλλον και μπήκε στο τραπέζι η ιδέα  να  κάνουμε κάτι μαζί.

Άλλη μια ταινία για την νόσο της λέπρας ή όχι;

Όχι, δεν με ενδιέφερε να κάνω μια ακόμη ταινία για την ιστορία της λέπρας στην Ελλάδα. Το θέμα νομίζω έχει καλυφθεί αρκετά. Ούτε ήθελα απλά να καταγράψω την δική του εθελοντική δράση και προσφορά. Ήθελα να αναζητήσω τον άνθρωπο Julien.

Η ταινία, με κεντρικά πρόσωπα τον  Julien Grivel και τον Μανώλη Φουντουλάκη, δεν εστιάζει στην ίδια την πράξη του Julien, παρά το μεγαλείο της, ούτε στη ζωή των χανσενικών. Αυτά αποτελούν το πλαίσιο που μέσα του συντελείται το μεγάλο εσωτερικό ταξίδι του Julien προς τη δική του Ιθάκη. «Σ’ αυτό τον κόσμο που ολοένα στενεύει» όπως λέει και ο Σεφέρης «πρέπει να αναζητήσουμε τον Άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται» γράφει στον πρόλογο του βιβλίου ο επιμελητής Κωστής Μαυρικάκης και ακούγεται προς το τέλος της ταινίας. Αυτό φιλοδοξεί να κάνει και η ταινία μας.

Ερ: «Αναρωτιέμαι πολύ συχνά για ποιο λόγο ήρθα εδώ, στην Αθήνα, στους ασθενείς, για να φτιάξω τα δόντια τους, για ποιο λόγο ήθελα να συναντήσω τον κόσμο της διαφοράς. Βέβαια αυτός ο κόσμος της διαφοράς, εντυπωσιάζει, αποσταθεροποιεί τις βεβαιότητες που νόμιζα ότι ήταν οριστικές. Πήρα το ρίσκο να μην είμαι προσεκτικός. Νομίζω ότι η ζωή πρέπει να έχει κίνηση...» ακούμε τον Julien  να λέει στο ντοκιμαντέρ και απαντά νομίζω στο ερώτημά σας.

Απ:  Σωστά.. Ο κόσμος της διαφοράς, αυτός διέλυσε τις βεβαιότητες του, αυτός τον έβαλε  σε μια, εν δυνάμει, επικίνδυνη για την ζωή του κατάσταση, χαρίζοντάς του όμως έναν τεράστιο πλούτο. Κάποια στιγμή λέει: «Ο τρόπος που πέρασα τη ζωή μου συνδέεται με τον τρόπο που γερνάω. Και είναι γι’ αυτό που για μένα είναι τώρα μία αρμονική  χορογραφία των γηρατειών». Σπουδαία λόγια. Μπορεί να βαυκαλιζόμαστε ότι βγάζουμε την γλώσσα στον θάνατο, αλλά αυτός είναι ο κυρίαρχος και μας καθορίζει. Αφού ζούμε όμως ας το απολαύσουμε , ας ζήσουμε όσο πιο πλούσια γίνεται.

Πώς προέκυψε ο τίτλος  «Σμιλεμένες ψυχές»;.

Η σχέση του Julien με τον μπάρμπα Μανώλη όπως του αρέσει να λέει τον Μανώλη Φουντουλάκη ήταν καταλυτική και καθοριστική για την σχέση που ανέπτυξε με την Ελλάδα.   Κάποια στιγμή ο μπάρμπα Μανώλης του λέει «Ξέρεις φίλε, μέσα από αυτές τις δυσκολίες σμιλεύεται όμορφα η ψυχή του ανθρώπου». … Μιλάμε για ανθρώπους οι οποίοι –πριν βρεθεί το φάρμακο- ζούσαν μόνο με την προσμονή του θανάτου. Δεν υπήρχε μέλλον, δεν υπήρχε ελπίδα. «Ήτανε μια ζωή που όλα οδηγούσαν στο θάνατο. Δεν είχε ελπίδα. Ήταν ένας από τους νόμους στο νησί να μην έχουμε ελπίδα» ακούμε στην ταινία να λέει ο Maurice Born για τους έγκλειστους στη Σπιναλόγκα. Και όμως μέσα σε αυτήν την τραγικά, οριακή κατάσταση οι άνθρωποι περπατούσαν, έβρισκαν κουράγιο, δεν εγκατέλειπαν την ζωή… Αυτό ήταν το τεράστιο μάθημα που πήρε ο Julien. «Γνώρισα ανθρώπους ανάπηρους, νέους χωρίς ρυτίδες που είχαν ήδη κατακτήσει μία μεγάλη σοφία. Είχαν μία ζωή διαλυμένη με μία βάρβαρη μοίρα αλλά ωστόσο παρέμειναν όρθιοι…». Από αυτή τη φράση του μπάρμπα Μανώλη προέκυψε ο τίτλος της ταινίας. Ήταν μια ιδέα/πρόταση, του φίλου, σκηνοθέτη, Θοδωρή Παπαδουλάκη βλέποντας υλικό στο μοντάζ. Και έγινε αμέσως αποδεκτή.

«Με τα κύματα έρχονται οι χίμαιρες μου. Αλλά φεύγουνε. Έρχονται και φεύγουνε, με τα κύματα.  … Είναι το μέρος που ντύνω αυτές τις στιγμές με όνειρα. Νιώθω συμφωνία με τους άλλους, με το περιβάλλον, με τον εαυτό μου. Αυτό  το μέρος είναι το safe place μου...» μονολογεί ο Julien στην αγαπημένη του παραλία, παρατηρώντας  να σκάνε τα κύματα της θάλασσας.

Είναι μια τοποθεσία έξω από τα Χανιά, στην Κρήτη. Εκεί γυρίστηκαν και κάποιες σημαντικές σκηνές του  «Ζορμπά». Για τον  Julien αυτή η παραλία είναι το δικό του safe place, ο δικός του χώρος που αισθάνεται ασφαλής και μπορεί να ονειρεύεται. Και σε μένα αρέσει αυτό το μέρος και έχω έντονες αναμνήσεις… Κατά διαβολική σύμπτωση ενώ τις προηγούμενες μέρες ο καιρός ήταν καλός και η θάλασσα ήσυχη, όταν κάναμε τα γυρίσματα όλα έγιναν όπως θα τα ήθελα. Με πολλά και ωραία κύματα...

Περίπου δεκαπέντε ημέρες  διήρκησαν τα γυρίσματα το 2023. Επωφεληθήκαμε καθώς τόσος περίπου ήταν και ο προγραμματισμένος  χρόνος των διακοπών του Julien  και της γυναίκας του Christiane στην Ελλάδα. Η Christiane, σπουδαία γυναίκα και μοναδική σύντροφος του Julien τον ακολουθούσε συχνά στην Αγία Βαρβάρα, και καθώς η ίδια δούλευε ως νοσηλεύτρια στην Ελβετία, γινόταν η πολύτιμη βοηθός του.  Σήμερα και οι δύο είναι περίπου 80χρονοι. Τα γυρίσματα γίνανε στην Κρήτη και στην Αττική. Στην Κρήτη πήγαμε  σε περιοχές κοντά στη  Σπιναλόγκα, στην Άνω Ελούντα (είναι το χωριό του μπάρμπα Μανώλη), σε άλλα χωριά ασθενών που γνώρισε και φρόντισε ο  Julien στην Αγία Βαρβάρα, στο τάφο των Ρεμουντάκηδων στο Απίδι και στην παραλία στα Χανιά. Μέσα στην Σπιναλόγκα δεν μπήκαμε. Ήταν επιλογή μας. Το θέμα μας δεν ήταν η λέπρα και το νησί θα μας παρέσυρε. Την βλέπουμε όμως περιμετρικά με ένα πλοιάριο που μεταφέρει τον Julien και την Christiane και μας μιλούν. Στην Αττική κάναμε γυρίσματα στην Αγία Βαρβάρα μέσα και έξω από το Νοσοκομείο Λοιμωδών, διαδρομές με λεωφορείο, επισκέψεις στο κέντρο της Αθήνας κ.ά.

Τι απέμεινε σήμερα  στο Νοσοκομείο «Η Αγία Βαρβάρα» από τους χώρους νοσηλείας των χανσενικών;

Σήμερα, ένα τμήμα, περιφερειακά του Νοσοκομείου  όπου έμεναν χανσενικοί, μετατράπηκε σε πάρκο και  παιδική χαρά . Όταν ήρθε ο  Julien  το 1972, εκεί κατοικούσαν μερικοί ασθενείς με τις οικογένειες τους, σε αυτοσχέδιες παράγκες με λαχανόκηπους. Οι υπόλοιποι ζούσαν στους θαλάμους του Νοσοκομείου. Ο Julien  βρήκε περισσότερους από 400 ασθενείς. Όταν άρχισε να ελέγχεται η αρρώστια, συρρικνώθηκε το Νοσοκομείο, πολλοί εσωτερικοί χώροι έκλεισαν οριστικά και οι εξωτερικοί χώροι μετατράπηκαν σε πάρκο. Στο παλιό Λοιμωδών σχεδόν όλα έχουν αλλάξει. Τα δωμάτια και οι θάλαμοι των ασθενών, όπως μας είπαν, έχουν μετατραπεί σήμερα σε δωμάτια που φιλοξενούν ψυχικά πάσχοντες και άλλες ιδιαίτερες περιπτώσεις ασθενών. Κάναμε  περιορισμένα γυρίσματα μέσα στο Λοιμωδών, γιατί εκεί ήταν όλη η δράση του  Julien.

Είναι συγκλονιστική η αποκάλυψη ότι ακόμη και σήμερα παραμένουν και ζουν ξεχασμένοι  μέσα στο Νοσοκομείο πρώην ασθενείς  γιατί δεν έχουν πού να επιστρέψουν.

Ο Julien  κάθε φορά που έρχεται στην Αθήνα  επισκέπτεται στην «Αγία Βαρβάρα»  κάποιους πρώην ασθενείς που παραμένουν  εκεί γιατί δεν έχουν πού να επιστρέψουν... Είναι τέσσερα πέντε άτομα, άνω των 80 ετών, με έντονα σημάδια από την αρρώστια, που ξεμείνανε εκεί πάνω από 60 χρόνια. Η συνάντηση του Julien  με τον  Γιώργο από την Σάμο  -έναν  από τους ξεχασμένους ασθενείς- με συγκλόνισε. Ο  σεβασμός και η ευγνωμοσύνη του Γιώργου από τη μια μεριά και το σπλαχνικό ενδιαφέρον του Julien για την υγεία και τη διάθεση του Γιώργου από την άλλη, θα παραμείνουν ανεξίτηλα μέσα μου… Ευτυχώς είχα την πρόνοια και κατέγραψα με το κινητό μου κάποια πράγματα από αυτή την επίσκεψη. Με την άδεια και συγκατάθεση του Γιώργου βέβαια. Ευτυχώς, γιατί αργότερα, στα επίσημα γυρίσματα, η Διεύθυνση του Νοσοκομείου, λόγω ανίχνευσης COVID  δεν μας επέτρεψε  να κάνουμε γυρίσματα μέσα.…. Όμως ο Γιώργος μας το επέτρεψε… Για πρώτη φορά είδα πραγματικό λεπρό και όχι φωτογραφία  λεπρού! Δεν επιμένω περισσότερο γιατί το θέμα μου δεν είναι η λέπρα, αλλά η σχέση που  έχει ο Julien  με τους πρώην ασθενείς του.  

Μας συστήνεται  στο ντοκιμαντέρ  και τον Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη, οποίος φτάνοντας στη Σπιναλόγκα, ως ασθενής, οργάνωσε και πρωτοστάτησε σε πολλές κινητοποιήσεις για να αλλάξουν οι συνθήκες  νοσηλείας των λεπρών και ήταν ο πρώτος που περιέθαλψε ο Julien.

Να ξεκινήσουμε με κάποια χρήσιμα ιστορικά στοιχεία. Η Σπιναλόγκα, ως τόπος εγκλεισμού και απομόνωσης των «χανσενικών», λειτούργησε από το 1904 έως το 1957 που έκλεισε οριστικά. Τότε οι ασθενείς από όλη την Ελλάδα, μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων «Η Αγία Βαρβάρα», στο Αιγάλεω Αττικής. Τα πρώτα φάρμακα για τη θεραπεία της νόσου εμφανίστηκαν στη χώρα μας μετά τον πόλεμο, γύρω στο 1948. Να διευκρινίσουμε επίσης ότι όταν  ξεκίνησε τις θεραπείες ο Julien  το 1972, η Σπιναλόγκα είχε κλείσει οριστικά. Όμως πολλοί από τους ασθενείς του στην «Αγία Βαρβάρα» προέρχονταν από εκεί.

Το 1936 φτάνει στην  Σπιναλόγκα  ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης (1914-1978). Όταν διαγνώστηκε ήταν τριτοετής φοιτητής της Νομικής στην Αθήνα.  Πολύ σημαντικός άνθρωπος, θρυλική μορφή της Σπιναλόγκας που έχει παίξει μεγάλο ρόλο στο νησί τα χρόνια που δεν είχε βρεθεί ακόμα το φάρμακο και οι συνέπειες της αρρώστιας ήταν εφιαλτικές. Όταν έφτασε εκεί, η ζωή των άλλων ασθενών άλλαξε πολύ και πέτυχε πολλά πράγματα για τη βελτίωση της διαβίωσης τους εκεί μέσα. Το 1957 μεταφέρεται και αυτός στην «Αγία Βαρβάρα».

Το 1972 γυρίζεται το εμβληματικό ντοκιμαντέρ  Η ΤΑΞΗ του Jean Daniel Pollet  με τη  συνερ-γασία του γαλλοελβετού αρχιτέκτονα Maurice Born. Ο Born, πολύ σημαντικός άνθρωπος και ερευνητής που είχε ασχοληθεί εκτεταμένα με χώρους εγκλεισμού και ιδιαίτερα με τη Σπιναλόγκα καθώς έμενε για μεγάλα διαστήματα στην περιοχή (και λόγω εντοπιότητας της συζύγου του). Ο τίτλος της ταινίας,  Η ΤΑΞΗ, δηλώνει ακριβώς αυτό, το πως δηλαδή η κοινωνία περιχαρακώνει και εγκλωβίζει το διαφορετικό για να αποκαταστήσει τελικά την τάξη…

Ο Pollet  και ο Born γυρίζουν κάποιες σκηνές μέσα στην Σπιναλόγκα και συνεχίζου στην «Αγία Βαρβάρα» όπου συναντούν τον Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη ο οποίος, σε άσχημη κατάσταση πια, έχει χάσει τα δόντια και την όρασή του. Απευθυνόμενος στον Born, μεταξύ αστείου και σοβαρού, τον ρωτά αν υπάρχει κάποιος γνωστός του  γιατρός στην Ελβετία να του φτιάξει τα δόντια. Ο Maurice επικοινωνεί με τον Julien στη Γενεύη, 29 ετών τότε, που ξεκινούσε την καριέρα του.  Αυτό το «έρχεσαι να φτιάξεις τα δόντια ενός λεπρού» συνεχίστηκε αδιάληπτα για τα επόμενα 26 χρόνια... Δυο φορές τον χρόνο, την περίοδο των διακοπών του, ερχόταν, συχνά με τη γυναίκα του Christiane, στην «Αγία Βαρβάρα» και φρόντιζαν τα δόντια των λεπρών.. Ο πρώτος που συναντά και θεραπεύει είναι ο Ρεμουντάκης. Τον βρίσκει σε μια καλύβα, με τη γυναίκα του Τασία πάντα δίπλα του να τον φροντίζει.  Εκεί τότε νοσηλευόταν, μετά από άσχημη υποτροπή και ο Μανώλης Φουντουλάκης και μάλιστα  μένανε σε αντικρυστά δωμάτια. Είχανε πάρε-δώσε. Έτσι η ταινία μας έρχεται σε διάλογο με μια προηγούμενη εμβληματική ταινία την ΤΑΞΗ, και μάλιστα δύο σύντομα αποσπάσματα από αυτήν με τον Ρεμουντάκη υπάρχουν και στη δική μας αφού πήραμε τη σχετική άδεια και εξασφαλίσαμε τα δικαιώματα.

Ο Ρεμουντάκης αν και ζούσε στην Αθήνα όταν διαγνώστηκε επέλεξε να πάει για νοσηλεία στην Σπιναλόγκα. Νοσηλευόταν ήδη εκεί και η αδελφή του. Εδώ γνωρίζει και  παντρεύονται με την Τασία. Αυτή είχε έρθει στη Σπιναλόγκα 10 χρονών, κοντά στην μητέρα και τον αδερφό της που είχαν προηγηθεί. Στη Σπιναλόγκα τότε επιτρεπόταν οι γάμοι μεταξύ ασθενών σε αντίθεση με την Αγία Βαρβάρα.  Όλα αυτά περιγράφονται πολύ καλά στην  αυτοβιογραφία του Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη ΑΗΤΟΣ ΧΩΡΙΣ ΦΤΕΡΑ που υπαγόρευσε όσο ζούσε και κυκλοφόρησε πολλά χρόνια μετά. Ο τάφος του Επαμεινώνδα και της Τασίας είναι στο Απίδι, χωριό του Ν. Λασιθίου, και τον επισκεφτήκαμε με τον Julien και την Christane.  

Ζωές μυθιστορηματικές. Τα αποσπάσματα από τις μαρτυρίες του ασθενή Μανώλη Φουντουλάκη πού τα εντοπίσατε, καθώς έχει πεθάνει χρόνια τώρα;

Ο Μανώλης  Φουντουλάκης αρρωσταίνει 23 ετών, το 1948, όντας νέος αστυνομικός στην Αθήνα. Είναι η εποχή που εμφανίζονται και στην Ελλάδα τα πρώτα φάρμακα και έτσι γλυτώνει τις παραμορφώσεις. Νοσηλεύεται  για λίγο στην Αγία Βαρβάρα και σχετικά σύντομα επανέρχεται στην κοινωνική ζωή χωρίς σημάδια.  Παντρεύονται με τη Λενιώ, κάνουν μια κόρη αλλά το 1972 υποτροπιάζει πολύ άσχημα. Λίγο μετά εμφανίζεται και ο  Julien στην Αγία Βαρβάρα. Τον Μανώλη τον βρίσκει να εργάζεται ως νοσοκόμος εκεί και αρχίζει να χτίζεται μια μεγάλη φιλία μεταξύ τους, ζωντανή μέχρι το θάνατο του μπάρμπα Μανώλη το 2010. Ο Φουντουλάκης τα τελευταία του χρόνια είχε βάλει σκοπό της ζωής του να καταπολεμήσει το στίγμα  της λέπρας γι’ αυτό και μιλούσε παντού.  Συνδέθηκε πολύ με την Βικτώρια Χίσλοπ, συγγραφέα του μυθιστορήματος ΤΟ ΝΗΣΙ και με τον Θοδωρή Παπαδουλάκη σκηνοθέτη της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς.  Τότε ο Παπαδουλάκης, για ερευνητικούς λόγους,  κατέγραψε τον Φουντουλάκη να μιλά εκτεταμένα για την εμπειρία του. Αυτό το υλικό, με τις μαρτυρίες του μπάρμπα Μανώλη, μας παραχώρησε γενναιόδωρα για τις ανάγκες της ταινίας μας ο σκηνοθέτης και καλός φίλος Θοδωρής Παπαδουλάκης. Λίγους μήνες πριν ένας άλλος φίλος, ο ανθρωπολόγος και σκηνοθέτης Σίλας Μιχάλακας, είχε επίσης καταγράψει μαρτυρίες του μπάρμπα Μανώλη για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ που ήταν η πτυχιακή του εργασία. Το υλικό αυτό ήταν μια ακόμα γενναιόδωρη προσφορά  για τις ανάγκες της ταινίας μας. Έτσι βρέθηκε ο μπάρμπα Μανώλης να είναι ένα από τα κεντρικά πρόσωπα της ταινίας μας.

Ο  Γιάννης Χαρούλης υπογράφει την πρωτότυπη μουσική της ταινίας και ερμηνεύει το τραγούδι στο τέλος της.  Πώς έσμιξαν οι δρόμοι σας;

Είναι ένα ραντεβού που άργησε 20 περίπου χρόνια. Τότε περίπου ξεκινούσε ο Χαρούλης, σε μια μεγάλη συναυλία του στο φρούριο Ιτζεδιν, στα Χανιά προς το τέλος της τον ακούω να εκθειάζει την ταινία μας Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΝΟΧΛΗΣΕ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ και τον Χανιώτη δημιουργό της. Τυχαία βρίσκομαι εκεί με τον 5χρόνο τότε γιο μας και πέφτω από τα σύννεφα. Δεν γνωριζόμασταν αλλά μαθαίνω το τηλέφωνό του και τις επόμενες μέρες παίρνω να τον ευχαριστήσω. Μιλάμε εγκάρδια και υποσχόμαστε σύντομα να πιούμε ένα καφέ, πράγμα που δεν έγινε.

20 χρόνια μετά βρισκόμαστε με τον Julien και την Christiane στο εργαστήριο του πατέρα του Μανώλη Χαρούλη, στα Λακώνια του Ν. Λασιθίου. Έχουν γνωριστεί παλιότερα μέσω του μπάρμπα Μανώλη. Όταν τελειώνει το γύρισμα τηλεφωνούμε στον Γιάννη. Θυμάται το περιστατικό στο Ιτζεδίν, μαθαίνει τι κάνουμε εκεί, έχουν γνωριστεί μάλιστα κάποια στιγμή με τον Julien και ενθουσιασμένος, προθυμοποιείται αυθόρμητα ότι είναι διαθέσιμος για τη μουσική της ταινίας. Αυτό ήτανε. Βρεθήκαμε πολλές φορές στην Αθήνα, συνεργαστήκαμε στενά σε όλες σχεδόν τις φάσεις του μοντάζ και ένοιωσα να ενώνουμε πολύ γόνιμα και δημιουργικά τις  δυνάμεις μας. Επιπλέον γνώρισα ένα σπουδαίο άνθρωπο που πια μοιραζόμαστε μια ωραία φιλία. Τον ευχαριστώ για τη συνεργασία μας. Το τραγούδι στο τέλος ήρθε τυχαία. Είναι μια ακόμα γενναιόδωρη προσφορά, αυτή τη φορά  από τον φίλο και στιχουργό Δημήτρη Παπαχαραλάμπους. Γράφτηκε ειδικά για την ταινία, αφού ήρθε και είδε υλικό στο μοντάζ. Και το ερμηνεύει τόσο αισθαντικά ο Χαρούλης.

Τι σας συνδέει πια με τον Ελβετό οδοντίατρο;

Τον Julien τον εκτιμώ όλο και περισσότερο. Μας δένει πια μια δυνατή φιλία. Διαρκώς ξεκλέβουμε χρόνο και μοιραζόμαστε τον πλούτο πολύωρων συζητήσεων, σιωπών και περιπάτων. Βιώνουμε κατά κάποιο τρόπο μια χορογραφία των γηρατειών, κλείνοντας τις χαραμάδες να μην περάσει ο θάνατος που καραδοκεί και σιμώνει… Είναι ένας άνθρωπος φωτεινός, μιλάει  περισσότερο  με το φως που εκπέμπει  το πρόσωπό του παρά με τα λόγια του. Η φίλη, συνάδελφος και συγγραφέας, Ελισάβετ Χρονοπούλου όταν  τον πρωτοείδε στο μοντάζ μονολογούσε ενθουσιασμένη: «Αυτό είναι η επίθεση του καλού». Στην ταινία μιλάει μόνο ελληνικά. «Υιοθετώντας τη γλώσσα των Ελλήνων, υιοθέτησα ασυνείδητα και τη σκέψη τους. Μια εσωτερική κατάδυση σε μια χώρα που μου έδωσε, και συνεχίζει να μου δίνει, το «ωραίο Ταξίδι» όπως λέει και ο Αλεξανδρινός» τον ακούμε να λέει κάποια στιγμή. Το κόμπιασμα που μπορεί να έχει κάποιες φορές μιλώντας ελληνικά, είναι τελικά ο χρόνος που χρειάζεσαι και σου δίνεται έτσι για να χωνέψεις αυτά που λέει και να σε ποτίσουν. Συμπαραγωγός στην ταινία είναι η COSMOTE TV και έγινε με την υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης και των Δήμων Αγίας Βαρβάρας Αττικής και Αγίου Νικολάου Κρήτης. Συμπαραγωγός προώθησης της ταινίας είναι η Φωτεινή Οικονομοπούλου/OhMyDog Productios και η παραγωγή της έγινε από τον  Ματθαίο Φραντζεσκάκη/ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΊΑ ΚΡΗΤΗΣ. Η ταινία έχει επιλεγεί να συμμετέχει στο επίσημο  Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του 27ου Φεστιβάλ  Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και θα προβληθεί την Τετάρτη 12/3/2025 στις 20.00 στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ (Πλατεία Αριστοτέλους) και την Πέμπτη 13/3/2025 στις 15.00 στην αίθουσα Τζον Κασαβέτης, Αποθήκη1, Λιμάνι. 

 

Πηγή: avgi.gr /  Αλεξάνδρα Χριστακάκη

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση