Ο Δημήτριος Βικέλας και το Βυζάντιο

Η περίπτωση του Δημητρίου Βικέλα χρήζει ιδιαιτέρως σπουδής καθότι ο ίδιος ήταν από τους πρωτοπόρους λογίους που εισήγαγε το «αναθεωρημένο» Βυζάντιο στην ελληνική πραγματικότητα, μετά από τον Παπαρρηγόπουλο

Του Γεωργίου Τσερεβελάκη


Η έρευνα για την σχέση των Ελλήνων λογίων του 19ου αιώνα με το Βυζάντιο
και τις βυζαντινολογικές σπουδές είναι περιορισμένη, αν και παρουσιάζει εξαιρετικό
ενδιαφέρον εξ απόψεως πολιτισμικής και πνευματικής. Η περίπτωση του Δημητρίου
Βικέλα, ιδωμένη μέσα σε αυτό το οριζόμενο πλαίσιο, χρήζει ιδιαιτέρως σπουδής καθότι
ο ίδιος ήταν από τους πρωτοπόρους λογίους που εισήγαγε το «αναθεωρημένο»
Βυζάντιο στην ελληνική πραγματικότητα, μετά από τον Παπαρρηγόπουλο. Ως
επιτυχημένος έμπορος αλλά και εξέχων διανοούμενος, γνωστός σε πανευρωπαϊκό
επίπεδο, εγκατέλιπε σημαντικό λογοτεχνικό έργο αλλά και πολλές διαλέξεις περί
Βυζαντίου και μεσαιωνικού ελληνισμού εν γένει. Επιπλέον, υπήρξε από τους πρώτους
Έλληνες που πρωτοστάτησαν για την εισαγωγή και οργάνωση μεσαιωνικών σπουδών
στην Ελλάδα, ενός γνωστικού κλάδου που ήδη είχε αρχίσει να ακμάζει στο εξωτερικό
κατά τα τέλη του 19ου αιώνος.

Στο κείμενό μας θα εξετάσουμε, όσον μας επιτρέπεται, πώς ο Βικέλας
αντιλαμβανόταν την έννοια του Βυζαντίου αλλά και τι θέση τού απέδιδε στην ιστορική
πορεία του Ελληνισμού, αρχής γενομένης από την αρχαιότητα. Επίσης, στο δεύτερο
μέρος θα συζητήσουμε εν συντόμω την συμβολή του Βικέλα στην οργάνωση των
βυζαντινολογικών σπουδών στην Ελλάδα, ένα πνευματικό και πολιτικό πρόταγμα που
έμελλε να ενισχύσει το διεθνές κύρος της χώρας αλλά και να εδραιώσει στην συνείδηση
όλων την υπεραξία του Βυζαντίου.

1. Προς μια νέα αξιολόγηση του Βυζαντίου
Η εκ νέου αξιολόγηση του Βυζαντίου και της θέσεώς του στην ελληνική
ιστορία ήταν μια προσπάθεια του Βικέλα να απαλείψει οποιαδήποτε αρνητική κριτική
για τον μεσαιωνικό ελληνισμό και έτσι να τον τοποθετήσει ξανά στην ιστορική και
πολιτισμική διαχρονία του ελληνικού έθνους. Βασικό του έργο όπου αναπτύσσει τις
σχετικές του απόψεις είναι το Περί Βυζαντινών. Εκεί μετέρχεται την ιστορικο κριτική
μέθοδο για να περιγράψει λεπτομερώς αλλά και να σχολιάσει όλες τις φάσεις και τα
χαρακτηριστικά της βυζαντινής ιστορίας και κοινωνίας. Σκοπός του είναι, όπως λέγει
ο ίδιος να προχωρήσει σε μια δικαιότερη και ορθότερη εκτίμηση για την βυζαντινή αυτοκρατορία: «[…] νὰ συντελέσω κατά τι εἰς τὴν διάδοσιν ὀρθοτέρας τινὸς καὶ
δικαιοτέρας ἐκτιμήσεως τοῦ Βυζαντινοῦ κόσμου.» (Περὶ Βυζαντινῶν, 5).
Το έργο του Βικέλα Περί Βυζαντινών αποτελείται από τρεις διαλέξεις που
εδόθησαν στην ελληνική παροικία της Μασσαλίας, και οι οποίες τυπώθηκαν σε ένα
βιβλίο στο Λονδίνο το 1874. Βασικός του σκοπός ήταν, όπως προαναφέρθηκε, η
αναθεώρηση της επικρατούσης απόψεως περί Βυζαντίου και η προς δικαιότερον
επανεκτίμησή του. Δικαιοσύνη και ορθότητα είναι η στοχοθεσία της προσέγγισής του,
προκειμένου να αποκαταστήσει το κύρος του μεσαιωνικού ελληνισμού που είχε πληγεί
από την ιστοριογραφία του Διαφωτισμού.

Ο Βικέλας επικεντρώνεται στην εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων, με
γνώμονα την επανεξέταση της άποψης που έχουμε για την βυζαντινή εποχή ως μιας
αυτοκρατορίας σε παρακμή. Εάν το πεπρωμένο του Βυζαντίου ήταν η διαφύλαξη και
η προάσπιση του πολιτισμού, τότε δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι συνέβαλε
αποφασιστικά στην πνευματική αναγέννηση της Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή όμως
διανόηση έδωσε ως αντίδωρο μια κακή εκτίμηση και γνώμη για το Βυζάντιο, η οποία
παρέμεινε ως βασική κρίση που είχε επηρεάσει τις ιστοριογραφικές τάσεις Περὶ
Βυζαντινῶν, 61 .

Η διαφύλαξη των γνησίων χαρακτηριστικών του Ελληνισμού εξαρτάτο από την
διασύνδεση των εννοιών «έθνος» και «πολιτισμού», οι οποίες δημιουργούν τα
λεγόμενα «εθνικά χαρακτηριστικά», εγγεγραμμένα μέσα στο πολιτισμικό πλαίσιο όπου
τα περιβάλλει. Η συγκεκριμένη γνωσιο ανθρωπολογία του Βικέλα ήταν το όπλο του
κατά της ιστορικής θεώρησης του Διαφωτισμού, η οποία προέκρινε το δίκαιο του
ισχυρότερου και έτσι καταδίκαζε την κρατική οντότητα που είχε πτωτική πορεία.
Τέλος, ο Βικέλας ήταν ο συνεχιστής της εθνικής ιστοριογραφίας, αλλά το κίνητρό του
δεν είναι η πολεμική· είναι η ιστορική ενοποίηση του ελληνισμού και η αναφορά σε
ένα μεγαλειώδες ιστορικό παρελθόν εγγύτερο προς το παρόν. Για τον ίδιο οι επικριτές
τού Βυζαντίου έτειναν να εξετάζουν τα πράγματα με ενιαία οριζόντια θεώρηση, με
αφετηρία την Ρώμη, και όχι ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ουσιαστικά η έναρξη
μιας νέας εποχής.

2. Η οργάνωση των βυζαντινολογικών σπουδών
Είναι ξεκάθαρο ότι η μελέτη των συνθηκών, μέσα στις όποιες το Βυζάντιο έγινε
ένα αυτοτελές επιστημονικό αντικείμενο, δεν διαφωτίζει μόνον την ιστορία της
βυζαντινολογίας· συγχρόνως προωθεί την ανίχνευση του τρόπου με τον οποίο η
νεοελληνική κοινωνία συνδέθηκε με το παρελθόν της και διαμόρφωσε την ιστορική
της συνείδηση. Η κινητοποίηση μεμονωμένων ατόμων ή ομάδων για την οργάνωση
των βυζαντινών σπουδών κατά τα τέλη του 19υ αιώνος υποδεικνύει νέες
ιστοριογραφικές ανάγκες συνυφασμένες με τα πνευματικά αιτήματα της εποχής Ένας
από αυτούς τους ανθρώπους ήταν και ο Δημήτριος Βικέλας. Στα χρόνια ανάμεσα στο
1890 και το 1893 ο Βικέλας είχε συνεχή αλληλογραφία με τον Κάρολο Κρουμβάχερ,
τον επιφανή Γερμανό βυζαντινολόγο. Οι δύο άνδρες αντάλλαξαν μερικές επιστολές και
τα επόμενα χρόνια μέχρι το 1900, οπότε χρονολογούνται δύο από τις δημοσιευμένες
επιστολές του Βικέλα. Στις πρώτες του επιστολές ο Έλληνας λόγιος «παρηγορεί» τον
Κρουμβάχερ για τις δυσκολίες που εκείνος συναντούσε για την κατάληψη μιας έδρας
στα Πανεπιστήμια της Βαυαρίας και συγχρόνως τον αποθαρρύνει να εκλεγεί
καθηγητής στο Παρίσι. Από τον Μάιο του 189 και για αρκετούς μήνες ακόμη, θέμα
των επιστολών του Βικέλα είναι ο διορισμός του Κρουμβάχερ στη νεοϊδρυμένη έδρα
μέσης και νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ο
Βικέλας συγχαίρει τον καινούριο καθηγητή και του αποκαλύπτει ότι έχει ζητήσει από
τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών να τον παρασημοφορήσει. Τέλος, ο Βικέλας αναφέρεται πολλάκις στο βυζαντινολογικό περιοδικό Byzantinische Zeitschrift
Βυζαντινή Επιθεώρηση), το οποίο είχε ιδρύσει ο Κρουμβάχερ.

Οι σχέσεις του Βικέλα με τον Κρουμβάχερ δεν είναι γνωστό από πότε
χρονολογούνται. Ο Κ. Κρουμβάχερ (1856 1909) είχε σπουδάσει κλασική φιλολογία
και γλωσσολογία και στα χρόνια των σπουδών του γνωρίστηκε με Έλληνες πού
σπούδαζαν στη Γερμανία, όπως ήταν ο Ν. Γ. Πολίτης, ο Χρ. Τσούντας και ο Γ.
Βιζυηνός. Τον Οκτώβριο του 1884, σε ηλικία 28 χρόνων, ήλθε με υποτροφία της
Ακαδημίας Επιστημών του Μονάχου στην Ελλάδα, όπου παρέμεινε μέχρι τον Μάιο
του 1885. Τις εντυπώσεις του από την παραμονή του τις κατέγραψε σε ιδιαίτερο βιβλίο.
Το ενδιαφέρον του αυτό τον έστρεψε προς το Βυζάντιο και την μεσαιωνική
γραμματεία. Από την άλλη, ό Βικέλας είχε συγχρωτιστεί με τους ευρωπαίους
ελληνιστές που δεν είχαν «ως αποκλειστική και επιστημονική ενασχόληση την
αρχαιότητα» και ήθελαν να κατανοήσουν την μοντέρνα Ελλάδα μέσα από το
μεσαιωνικό της παρελθόν. Έτσι, η προσωπική σχέση του Βικέλα με τον Κρουμβάχερ
μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτή υπό το πρίσμα των κοινών πνευματικών τους
αναζητήσεων. Και οι δύο μελετούν το Βυζάντιο με αγάπη και πάθος
Παράλληλα, ο Βικέλας αποδίδει μεγάλη σημασία στην ίδρυση έδρας
νεοελληνικών στο Μόναχο, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του με τον
Κρουμβάχερ. Αυτό συμβαίνει σε μία εποχή, όπου η Ελλάδα προσπαθεί να λύσει προς
όφελός της το ανατολικό ζήτημα, και γι’ αυτό χρειάζεται την υποστήριξη και την
αναγνώριση της Ευρώπης. Η ίδρυση μιας έδρας νεοελληνικών σπουδών σε ευρωπαϊκό
πανεπιστήμιο θα είχε και το νόημα της αποδοχής των Ελλήνων και της πνευματικής
τους παραγωγής από τους Ευρωπαίους επ’ ίσοις όροις. Λόγω αυτού, ο Βικέλας
παρακινεί τον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών και τον πρύτανη του Πανεπιστημίου
Αθηνών να εκφράσουν την ευαρέσκειά τους προς την βαυαρική κυβέρνηση.

Η ίδρυση της συγκεκριμένης έδρας είχε βαρύτητα για την εξωτερική πολιτική
της Ελλάδας. Επίσης, ο Βικέλας νοιάζεται και για τις βυζαντινές σπουδές καθ’ εαυτές.
Αυτό δεικνύει η υποστήριξή του προς την ΒΖ και η αγωνία του να εγγράψει όσο το
δυνατόν περισσότερους συνδρομητές. Ας δούμε όμως μια επιστολή του Βικέλα που
δείχνει τον αγώνα του για την διάδοση του βυζαντινολογικού περιοδικού, αλλά και την
οικονομική καχεξία στην Ελλάδα που δεν επέτρεπε την «επένδυση» στα προϊόντα του
πνεύματος από την Εσπερία: «53, ὁδ. Πανεπιστημίου, Ἀθῆναι, 12 Φεβρουαρίου, 1892,
Φίλτατε κύριε Κρουμβάχερ,

Ἀκόμη δὲν κατεκάθισα ἐδῶ, ἀλλὰ ἐκ τῆς πρώτης ἡμερας ἤρχισα νὰ κάμνω la
propaganda διὰ τὸ Δελτίον. Ἀγνοῶ κατὰ πόσον θὰ ἐπιτύχω, ἀλλὰ βλέπω πανταχόθεν
καλὴν διάθεσιν. Τὸ κακὸν εἶναι ἡ ἀθλία ἐδῶ οἰκονομικὴ κατάστασις. Ὅλοι ὑπολογίζουν
εἰς δραχμὰς τὰ μάρκα, καὶ τὰς εὑρίσκουν πολλάς. Ἐλπίζω ὅμως ὅτι κάτι θὰ γείνῃ.
Ἐζήτησα καὶ ἀπὸ τὸν Πρύτανιν τοῦ Πανεπιστημίου συνδρομὴν μεγαλυτέραν ἢ ἑνὸς
ἀντιτύπου. Θὰ στείλω καὶ εὶς Κωνσταντινούπολιν ἀγγελίαν. Θὰ σᾶς γράψω ἅμα ἔχω
θετικόν τι νὰ σᾶς εἴπω, ἀλλὰ μὴ βιάζεσθε. Θέλω ὑπομονήν. Τί γίνεται ἀλλοῦ; γράψατέ
μου. Ὡς πρὸς τὴν ἱστορίαν τῆς Βυζ(αντινῆς) φιλολογίας εἴχατε λάθος, καὶ εἶχα δίκαιον.
Τὸ θρησκευτικὸν μέρος τῆς ὑποθέσεως κανένα δὲν ἐπηρέασεν ἐναντίον σας. Νομίζω, ὅτι
μόνον αἱ ἀσχολίαι τῶν δυναμένων νὰ γράψωσι τοὺς ἐμπόδισαν νὰ δημοσιεύσουν
ἐπικρίσεις- ἐκτὸς ἑνός, ἴσως, ὁ ὁποῖος καθὼς μοὶ λέγουν δυσηρεστήθη διότι δὲν τὸν
ἀνεφέρατε ἢ δὲν τὸν ἀνεφέρατε ὡς ἐπιθυμεῖ. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο δὲν τὸ γνωρίζω ἢ ἐξ ἀκοῆς
μόνον καὶ ἴσως ἄνευ βάσεως. Δὲν γνωρίζω πότε καὶ τὸ ἰδικόν μου ἄρθρον θὰ δημοσιευθῇ
εἰς τὴν Revue des D(eux) M(ondes).»
(Π.Κ. Ενεπεκίδης, Χρηστομάνος-Βικέλας-Παπαδιαμάντης, Ἀθῆναι 1971, αρ. 12,
σελ. 145)

Από τις επιστολές του προκύπτει ότι με την μεσολάβηση του εγγράφηκε συνδρομητής
και το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το ενδιαφέρον, με το οποίο παρακολουθεί τις
δραστηριότητες του Κρουμβάχερ, και οι πληροφορίες που του στέλνει από το Παρίσι
αποκαλύπτουν την άποψη και το ενδιαφέρον του περί της καθιέρωσης της ελληνικής
μεσαιωνικής φιλολογίας σε πανεπιστημιακό επίπεδο.

Γενικώς, ο Δ. Βικέλας έστρεψε ενωρίς το ενδιαφέρον του στην μελέτη του
μεσαιωνικού ελληνισμού υπείκοντας στις επιταγές της εθνορωμαντικής
ιστοριογραφίας. Είχε επαφές με διακεκριμένους λογίους της Ευρώπης και πάντα
απέβλεπε στην ενίσχυση των μεσαιωνικών και νεοελληνικών σπουδών γιατί πίστευε
ότι έτσι βοηθούσε στην πνευματική ανόρθωση του νεοελληνικού κράτους. Η επιστολογραφία του αποκαλύπτει το ζωηρό ενδιαφέρον του λογίου για την
αποκατάσταση της ιστορικής πορείας του ελληνισμού αλλά και τον μακροπρόθεσμο
στόχο του, να διαδοθούν στην Δύση οι μεσαιωνικές και νεοελληνικές σπουδές που
είχαν μεγάλη σημασία για την εθνοτική ταυτότητα του μοντέρνου ελληνισμού αλλά
και την πολιτική του θέση ανάμεσα στα προηγμένα κράτη της Δύσης.

Γιώργος Τ. Τσερεβελάκης,
υποψήφιος διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογία

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ